Τα Νοεμβριανά του 1916 – Επίστρατοι εναντίον Αγγλογάλλων
19/11/2022Τελείωνε το δεύτερο δεκαήμερο του Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς (1916) και η Αθήνα βρέθηκε επί ποδός πολέμου. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος λυσσομανούσε και θέριζε τα νειάτα της Ευρώπης. Και η ηγεσία των Δυνάμεων της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Entente Cordiale), της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, πήραν την απόφαση να “ξεφορτωθούν” τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α’, ο οποίος επέμενε στην τήρηση ουδετερότητας.
Είχε βέβαια προηγηθεί λίγους μήνες νωρίτερα, συγκεκριμένα τον Αύγουστο, το Κίνημα της –υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο– Εθνικής Αμύνης, λόγω του οποίου είχε (αρχικώς de facto) δημιουργηθεί το “Κράτος της Θεσσαλονίκης”: Η Ελλάδα είχε κοπεί στα δύο. Και η μισή επικράτεια, κινητοποιημένη από τις προσωπικότητες της επαναστατικής Τριανδρίας (Ελευθέριος Βενιζέλος, Παύλος Κουντουριώτης και Παναγιώτης Δαγκλής), τις οποίες περιέβαλε η δυναμική υποστήριξη των Αγγλογάλλων, είχε οιονεί πανηγυρικώς μπει στην παγκόσμια σύρραξη, κατά της Γερμανίας και των συμμάχων της.
Ο επικεφαλής πάντως των στρατευμάτων της “Συνεννόησης” στη Μακεδονία, Μωρίς Σαρράιγ, υποστράτηγος του Γαλλικού Στρατού, δεν εφησύχαζε. Ο λαός στη νότια Ελλάδα και τα κοντινά σε αυτή νησιά, οι περίφημοι Παλιοελλαδίτες, επιδοκίμαζαν την ουδετερόφιλη πολιτική του “βασιλιά τους”. Αυτόν τον τελευταίο, άλλωστε, εμφανώς οιστρηλατούσε ή, έστω, διαβουκολούσε ο Ιωάννης Μεταξάς, η ευφυία του οποίου γενικώς σε θέματα οργανωτικά και ιδίως στρατιωτικά (επιτελικά) ήτανε πια διεθνώς αναγνωρισμένη.
Αυτό ας επαναληφθεί: Ο Σαρράιγ ανησυχούσε για τα “νώτα” του. Τί θα γινόταν, εάν οι Αγγλογάλλοι και Ρώσοι που μάχονταν στη Μακεδονία δέχονταν επίθεση από τα πίσω; Με άλλα λόγια, τι θα συνέβαινε εάν πιστές στον Κωνσταντίνο στρατιωτικές μονάδες απέρριπταν την ουδετερότητα του ηγεμόνα τους, συμμαχούσαν ανοιχτά με τους Γερμανούς και έπλητταν το δικό του στράτευμα εκ των όπισθεν; Έτσι, έχοντας πια καθιερώσει γενικώς τον όρο “τα νώτα του Σαρράιγ”, η δημώδης εκδοχή του οποίου (“τα οπίσθια του Σαρράιγ”) επέζησε έως τα τέλη της δεκαετίας του 1930, προέβαλλε αρχικά την απαίτηση εκκένωσης της Θεσσαλίας από τον “στρατό του βασιλιά”.
Ο Κωνσταντίνος έσπευσε δημοσίως να υποσχεθεί πως αυτό γρήγορα θα γινόταν. Η εν λόγω υπόσχεση όμως δεν εύκολο να πραγματοποιηθεί: Ο θεσσαλικός κάμπος αποτελούσε τότε τον σιτοβολώνα της εθνικής μας επικράτειας. Εάν λοιπόν καταλαμβανόταν από δυνάμεις της Συνεννόησης και συνακολούθως απαγορευόταν η προώθηση δημητριακών στη νότια Ελλάδα, οι Παλιοελλαδίτες θα λιμοκτονούσαν… Έτσι, οι Γάλλοι προχώρησαν σε μέτρο δραστικότερο: Την κατάληψη τριάντα ελληνικών πολεμικών σκαφών που ναυλοχούσαν στα νερά της Σαλαμίνας.
Η εμφάνιση των Επίστρατων
Ο κόσμος στην Αθήνα και τον Πειραιά ξεσηκώθηκε. Γιατί ο βασιλιάς δεν απέτρεψε την πράξη αυτήν που εξευτέλιζε την Ελλάδα; Οι εν προκειμένω σώφρονες, κυρίως άτομα ηλικιωμένα και σεβαστά, προσπάθησαν να καλμάρουν τους θερμοκέφαλους με το επιχείρημα ότι “ο Κωνσταντίνος κρατούσε τις δυνάμεις του, γιατί περίμενε την κατάλληλη στιγμή”. Και έτσι κυκλοφόρησε δίστιχο που μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνα επέμεναν να ψιθυρίζουν γριούλες που, παιδάκια ακόμα, είχαν βιώσει τα γεγονότα: «Του ναύτη τα κανόνια δεν παίρνουνε φωτιά / γιατί ο Κωνσταντίνος βαστάει τα κλειδιά».
Η γαλλική στρατιωτική ηγεσία, όμως, επέμεινε. Έτσι, στις 18 και 19 Νοεμβρίου (με το παλαιό ημερολόγιο), γαλλικά αγήματα, ενισχυμένα από Ιταλούς και Βρετανούς, αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και επιχείρησαν να καταλάβουν την Αθήνα. Τότε ο λαός πήρε τα όπλα. Μονάδες στρατού, πλαισιωμένες και ενισχυμένες από τους Επίστρατους, αντιμετώπισαν τους εισβολείς και κατάφεραν μάλιστα ουσιαστικώς να αιχμαλωτίσουν επιφανή μέλη της ηγεσίας αυτών των τελευταίων στο κέντρο της πρωτεύουσάς μας.
Ποιοι ήταν οι εν λόγω Επίστρατοι; Σήμερα θα χαρακτηρίζονταν ως κινητοποιημένοι έφεδροι. Ήταν, με λίγα λόγια, κλάσεις του Στρατεύματος που είχαν, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, πάρει μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και είχαν κληθεί ξανά στα όπλα, προληπτικώς, το 1915. Παρά το ότι η επιστράτευσή τους είχε λήξει, αυτοί παρέμειναν συσπειρωμένοι και οργανωμένοι βάσει οδηγιών που εκπορεύονταν κυρίως από τον Μεταξά. Η τότε νίκη τους υπήρξε συντριπτική λόγω, μεταξύ άλλων, της αριθμητικής τους υπεροχής: Είκοσι χιλιάδες ένοπλοι Έλληνες εναντίον δυόμισυ χιλιάδων ανδρών των Δυνάμεων της Συνεννόησης. Έτσι, αποτράπηκε τότε η εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, που όμως επιτεύχθηκε, χωρίς αιματοχυσία τον επόμενο χρόνο (1917).
Οι Επίστρατοι και ο αγώνας τους υπήρξαν αντικείμενου θαυμασμού κυρίως, εννοείται, στους πληθυσμούς της νότιας Ελλάδας. Χαρακτηριστικό παραμένει ό,τι τότε έγραψε (με το ψευδώνυμο Φορτούνιο) ο Σπύρος Μελάς: «Ο Επίστρατος! Σταθείτε όρθιοι!… Είναι η ψυχή της Ελλάδας… Είναι το κύτταρο που της δίνει ζωή. Είναι ο δημιουργός της ωραιότερης εποχής της Σύγχρονης Ιστορίας του τόπου μας. Είναι κάτι το μοναδικό, το αξιοθαύμαστο!».
Η κοινωνική ερμηνεία του φαινομένου
Είχε δίκιο ο βιογράφος του Κολοκοτρώνη, του Μιαούλη και του Παπαφλέσσα; Είναι περιττό να αναζητηθεί η απάντηση στο έργο Νεοελλήνων ερευνητών, οι οποίοι, κρατώντας “άσβεστη τη δάδα του Διχασμού” επιδίδονται κυρίως σε καταμετρήσεις “αθώων θυμάτων” της ιδεολογικώς δικής τους πλευράς. Την καλλίτερη λοιπόν απάντηση την έχει δώσει Βρετανός βιογράφος του Βενιζέλου, ιστορικός και πρώην βιβλιοθηκάριος του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ: Η άνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία σήμαινε την έναρξη μιας ριζικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας.
Τα μέχρι τότε κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα, στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, δημόσιοι υπάλληλοι, συνοικιακοί έμποροι “με καλό όνομα και το κούτελο καθαρό”, εύποροι αγρότες παραμερίζονταν σε όφελος των μεγαλεμπόρων και των “χρυσοκάνθαρων” της Διασποράς. Η χάρη στον Βενιζέλο δικτύωση της Αθήνας με τα μεγάλα χρηματιστηριακά κέντρα της Δυτικής Ευρώπης (την οποία δικτύωση έμελλε να επισφραγίσει ο γάμος του με την Έλενα Σκυλίτση) άλλαζε το κοινωνικό πρόσωπο του ελλαδικού χώρου και απειλούσε με εξαφάνιση τους –όπως σήμερα θα λέγαμε “τίμιους”, “καθαρούς” και εν πολλοίς “άνετους” μικρομεσαίους. Έτσι, αυτοί συσπειρώθηκαν γύρω από τον “βασιλιά τους” και, υπακούοντας στα κελεύσματα του Ιωάννη Μεταξά, άδραξαν τα όπλα.
Αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως η προσφυέστερη κοινωνική ερμηνεία του φαινομένου των Επιστράτων γενικώς και των Νοεμβριανών του 1916 ιδιαιτέρως. Οι βιαιοπραγίες που τότε έγιναν και οι οποίες “εντόκως” ανταποδόθηκαν, όταν ο Βενιζέλος, με την υποστήριξη των Αγγλογάλλων, ενοποίησε την εθνική επικράτεια κατά το 1917, δεν είναι άξιες ιδιαίτερης προσοχής: Σε πολεμικές συγκρούσεις –και μάλιστα εμφύλιες– η ύπαρξη θυμάτων, συχνά αθώων, είναι αναπόφευκτες.
Ερωτήματα…
Άλλα όμως είναι τα θέματα που –ακόμη και τώρα!– χρήζουν εξετάσεως. Και συγκεκριμένα: Γιατί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επέμενε στην ουδετερότητα και τι προσδοκούσε από αυτήν; Η κοινότυπη μέχρι σήμερα απάντηση εντοπίζεται στη σύζυγό του, Σοφία, αδελφή του Κάιζερ, η οποία τον “επηρέαζε” Η συγκεκριμένη εξήγηση οπωσδήποτε απηχεί την πραγματικότητα, αλλά όχι το σύνολο της πραγματικότητας. Μήπως ο Κωνσταντίνος φοβόταν κάτι; Η δολοφονία του πατέρα του, Γεωργίου Α’ , στη Θεσσαλονίκη, παραμένει ανεξιχνίαστη. Και προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η σχετική δικογραφία, καθώς μεταφερόταν ατμοπλοϊκώς στην Αθήνα, μυστηριωδώς καταστράφηκε…
Ο Μεταξάς, πάλι, σαφώς ήταν γερμανόφιλος. Ταυτόχρονα όμως, πριν ακόμη από την έναρξη της παγκόσμιας σύρραξης, αμφέβαλλε κατά πόσον η Γερμανία και οι σύμμαχοί της θα μπορούσαν να υπερισχύσουν. Με άλλα λόγια, η έκδηλη κατά τον Μεσοπόλεμο αγγλοφιλία του είχε, παρά τα φαινόμενα, ρίζες χρονικώς βαθύτατες. Πράγματι, ο Μεταξάς φοβόταν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τη Ρωσία. Και η Γερμανία, σε όλη τη διάρκεια του τότε πολέμου, συνεχώς νικούσε τα στρατεύματα του Τσάρου Νικολάου Α’, μέχρις ότου επέφερε την εκθρόνισή του και την κατάλυση της μοναρχίας των Ρομανώφ.
Το καίριο ερώτημα, όμως, το διατύπωσε ο ίδιος ο Βενιζέλος. Σε στιγμή στοχαστικής του αυτοσυγκέντρωσης αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατό άνθρωποι που ειλικρινώς ενστερνίζονταν τη Μεγάλη Ιδέα (ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης κ.ο.κ.) να υποστηρίζουν όχι αυτόν που προσπαθούσε να την υλοποιήσει, αλλά τον Κωνσταντίνο που απέφευγε τον πόλεμο με τους Τούρκους.
Πρόκειται για ερώτημα αποφασιστικής σημασίας όσον αφορά τον χαρακτήρα των Νεοελλήνων. Κι αυτό, διότι πέρα από τους κοινωνικώς συνειδητοποιημένους Επίστρατους, συγκαταλέγονταν στους υποστηρικτές του τότε βασιλέα των Ελλήνων άνθρωποι που επέμεναν να βλέπουν στο πρόσωπό του τον, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, νικητή των “προαιώνιων εχθρών του Ελληνισμού”, ο οποίος –παρά ή και χάρη στην ουδετεροφιλία του– τελικώς θα “έμπαινε στην Κωνσταντινούπολη”.
Με άλλα λόγια, ο Βενιζέλος, με την παρατήρησή του αυτήν, έθιξε βασικό μειονέκτημα των Νεοελλήνων: Μέσω, δηλαδή, συνειρμών να εντυπωσιάζονται και συνακολούθως να παρασύρονται από προσωπικότητες και παραστάσεις, χωρίς να εμβαθύνουν σε ό,τι, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αυτές πρεσβεύουν ή και εκπροσωπούν. Γιατί αυτό; Η εν προκειμένω τεκμηριωμένη απάντηση είναι μια άλλη ιστορία…