Τα βιολογικά όπλα των αρχαίων Ελλήνων
12/05/2023Στο τρέχον τεύχος Μαΐου – Ιουνίου του National Geographic History υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τα βιολογικά όπλα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, ενώ παράλληλα γίνεται αναφορά στην “αξιοποίηση” της φύσης ως όπλου. Το δεύτερο είναι πάντως απόλυτα λογικό, διότι όταν η τεχνολογία και οι επιστήμες ήταν στα σπάργανα, οι άνθρωποι μπορούσαν να πολεμήσουν κυρίως με απλά χειροποίητα όπλα και με ό,τι τους παρείχε η φύση. Στο άρθρο διαβάζουμε για την δηλητηρίαση του νερού, που από την αρχαιότητα πάντως συμφωνήθηκε να παύσει ως ασύμφορη για όλους, αλλά και για το βιολογικό όπλο του Ηρακλή, καθώς και για τα τοξικά νέφη που χρησιμοποίησαν οι Σπαρτιάτες και οι Αμβρακιώτες.
Δεν διαβάζουμε πάντως θεωρίες συνωμοσίας για τον λοιμό των Αθηνών, αν και “κυκλοφορεί” ότι ίσως η επιδημία που έπληξε την Αθήνα κατά την πολιορκία της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο –και που την γονάτισε ουσιαστικά για 15 χρόνια– μπορεί να είχε προκληθεί από δηλητηρίαση του νερού ή άλλων τροφίμων ή με “αποστολή” άρρωστων αρουραίων από τους Σπαρτιάτες. Ο Θουκυδίδης επ΄αυτού αναφέρει ότι το νόσημα (ίσως πανώλη ή τύφος εικάζουν σήμερα οι ειδικοί) εισήχθη από το λιμάνι και προήλθε από την Αιθιοπία και την Αίγυπτο.
Έμμεσα αποκλείει να επρόκειτο για λοίμωξη που προκλήθηκε σκόπιμα από το εχθρικό στρατόπεδο. Καταγράφει όμως ότι αρχικά οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι οι Σπαρτιάτες είχαν ρίξει δηλητήριο στο νερό τους, όπως και το παράδοξο ή πάντως αξιοσημείωτο, ότι η νόσος εκδηλώθηκε αμέσως μετά την εισβολή των Πελοποννησίων, αλλά και ότι δεν μεταδόθηκε σε αυτούς. Επανερχόμενοι στο άρθρο, να πούμε ότι αναφέρει ως βασικό βιολογικό βιολογικό όπλο τις τοξίνες που χρησιμοποιούσαν στα βέλη τους πολλοί λαοί. Αναφέρει μάλιστα ότι ο Αχιλλέας φροντίζει μια πληγή του Τήλεφου που τον πέτυχε δηλητηριασμένο αιχμή, όμως η αλήθεια είναι ότι η πληγή εκείνη μπορεί να είχε απλώς κακοφορμίσει και να μην είχε προκληθεί από δηλητήριο.
Η εικόνα του Αχιλλέα είναι από ένα ανάγλυφο του 1ου π.Χ. αιώνα που βρέθηκε στην Ηράκλεια, στους πρόποδες του Βεζούβιου (το σημερινό Ερκολάνο και για τους Λατίνους Herculaneum) –ανάγλυφο που τώρα βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεαπόλεως. Δείχνει τον Αχιλλέα να φροντίζει την πληγή με τις αιχμές του δικού του δόρατος και του σπαθιού του. Ξέρουμε πια ότι τα ρινίσματα χαλκού και η σκουριά στις ανοιχτές πληγές δημιουργούν στατικό ηλεκτρισμό ο οποίος έχει την ιδιότητα να εξουδετερώνει τα βακτηρίδια που προκαλούν λοιμώξεις. Αυτό σημαίνει, επειδή το ήξεραν και οι αρχαίοι από εμπειρία, ότι ο Αχιλλέας ήξερε πως επρόκειτο για πληγή που κακοφόρμιζε από μικρόβιο και όχι από δηλητήριο. Υπάρχει μάλιστα και ο όρος “τηλέφεια τραύματα”. Οπότε πιθανόν αυτή η εικόνα να μην παραπέμπει σε δηλητηριασμένα βέλη.
Βιολογικό όπλο θεωρεί το National Geographic και το δηλητηριασμένο βέλος με το οποίο φέρεται ο Φιλοκτήτης να σκότωσε τον Πάρι -ήταν δηλητηριασμένο βέλος που είχε πάρει από τον Ηρακλή. Ο δε Ηρακλής είχε βρει το δηλητήριο για τα όπλα του, στο τοξικό αίμα της Λερναίας Ύδρας, όπως αναφέρει ο Ευρπιίδης. Με αυτό το δηλητήριο στην αιχμή νίκησε πολλούς και με το ίδιο δηλητήριο φέρεται ο Φιλοκτήτης να σκότωσε τελικά τον Πάρι.
Τα χειρότερα δηλητήρια είχαν, όπως φαίνεται, πάντως οι Σκύθες, της ευρασιατικής στέπας, που βουτούσαν την αιχμή του βέλους σε ένα μείγμα από αφοδεύσεις ζώων και σάπιων οργάνων νεκρών ζώων, προσθέτοντας ανθρώπινο αίμα και δηλητήριο οχιάς. Σύμφωνα με έναν ιατροδικαστή που μίλησε σχετικά στο National Geographic το δηλητήριο δρούσε το πολύ μέσα σε μια ώρα και τα θύματα παρουσίαζαν γάγγραινα και πέθαιναν από σηπτικό σοκ μέσα σε ένα ή το πολύ δύο 24ωρα.
Υπήρχε μάλιστα η λέξη “σκυθικόν” για αυτό το δηλητήριο, που πιθανόν το χρησιμοποιούσαν σε παραλλαγές και οι Πάρθοι και άλλοι λαοί. Το γεγονός ότι οι Έλληνες προσπάθησαν και έμαθαν την σύστασή του, δείχνει ότι οι Σκύθες αποτελούσαν τον φόβο και των τρόμο των στρατιωτών (στο πλαίσιο και του ψυχολογικού πολέμου, που ήταν κι αυτός θεμιτός). Διεθνώς όμως το “σκυθικόν” ως όρος δεν επιβίωσε. Απεναντίας ταξίδεψε και εδραιώθηκε η λέξη toxin (τοξίνη) και το επίθετο toxic, (τοξικός), που προέρχονται από τα ελληνικά, καθώς λεγόταν “τοξικόν” το δηλητήριο στην αιχμή του δόρατος ή του βέλους του τόξου. Ομως εκτός από τα δηλητηριασμένα βέλη, ένα άλλο βιολογικό όπλο ήταν και το νερό, που καθίστατο μη πόσιμο.
Η πρώτη απαγόρευση του βιολογικού πολέμου
Για πρώτη φορά δηλητηριάστηκαν νερά πολιορκουμένων κατά τον Ιερό Πόλεμο του 590 π.Χ. και αποδεκατίστηκαν οι κάτοικοι της Κίρρας –μεγάλο λιμάνι τότε, στα ανατολικά της Ιτέας. Ο πόλεμος έγινε υποτίθεται επειδή οι κάτοικοι της Κίρρας παρενοχλούσαν τους προσκυνητές των Δελφών. Ομως ουσιαστικά οι Θεσσαλοί ήθελαν να επικρατήσουν οριστικά στη Φωκίδα και να ελέγχουν πλήρως το μαντείο των Δελφών, και η Κίρρα ήταν η μόνη πόλη που αντιστεκόταν. Παράλληλα, οι Σικυώνιοι υποστήριζαν ότι ήθελαν να απαλλαγούν οριστικά από τους Κιρραίους πειρατές
Οι σύμμαχοι τότε Αθηναίοι, Σικυώνιοι και Θεσσαλοί, χρησιμοποίησαν το φυτό ελλέβορο στο νερό της πολιορκούμενης Κίρρας στη Φωκίδα. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο μηχανικό Φροντίνο, που έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. η ιδέα να ρίξουν ελλέβορο στο νερό της πόλης ήταν του Κλεισθένη, τυράννου της Σικυώνας τότε. Ήταν ο παππούς του Κλεισθένη που το 507 π.Χ. θεμελίωσε το πολίτευμα της δημοκρατίας στην Αθήνα και πρόγονος του Περικλή. Ο Κλεισθένης ο Σικυώνιος φέρεται να συνέλαβε το σχέδιο να φράξουν την παροχή πόσιμου νερού στην πόλη, να δηλητηριάσουν τις πηγές και μετά να ξανανοίξουν τους “αγωγούς”.
Ο Παυσανίας υποστηρίζει ότι ήταν ιδέα του Σόλωνα, που συνέστησε αρχικά να εκτρέψουν τον ποταμό Πλείστο στην κοιλάδα κάτω από τους Δελφούς και εν συνεχεία, αφού έριχναν δηλητήριο σε συγκεκριμένα σημεία , να αποκαθιστούσαν την ροή και να επανέφεραν τον ποταμό στην αρχική του κοίτη. Η δηλητηρίαση του νερού είχε ως αποτέλεσμα οι κάτοικοι της πόλης να υποστούν τρομερή διάρροια και πολλοί να πεθάνουν, ειδικά οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά καθώς και πολλές γυναίκες.
Μετά από αυτό οι ελληνικές πόλεις συμφώνησαν να μην ξαναδηλητηριάσουν ποτέ το νερό των εχθρών τους, ώστε να μην πεθαίνουν άμαχοι. Ομως εκτός από αυτό το φαινομενικά ή και πραγματικά ηθικό στοιχείο της απόφασης, ενυπήρχε τότε και ο φόβος της αμοιβαίας καταστροφής, αφού στον επόμενο πόλεμο θα δηλητηρίαζαν το νερό των πρώην νικητών κάποιοι άλλοι εχθροί οι οποίοι θα είχαν ισχυροποιηθεί ή απλά θα το έκαναν για αντίποινα. Επίσης ήξεραν ότι το δηλητηριασμένο νερό μπορεί να έφτανε σε μια γειτονική πόλη είτε ως πόσιμο νερό είτε μέσα από τρόφιμα που είχαν ποτιστεί με αυτό κατά λάθος.
Δεν ήθελαν να χρησιμοποιούν στον πόλεμο ούτε δυνάμεις της φύσης που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ανεξέλεγκτα, καθώς π.χ. βάζοντας φωτιά σε ένα δάσος δίπλα σε πολιορκούμενη πόλη, δεν υπήρχε τρόπος να ξέρουν με σιγουριά αν αυτή θα “έστριβε” λόγω των ανέμων και θα κατευθυνόταν προς το στρατόπεδό τους ή και προς την πόλη τους, δεδομένου ότι και τότε είχαν μεγάλης έκτασης τρομερές πυρκαγιές.
Άλλο όπλο ήταν τα έντομα και τα ποικίλα ζωύφια. Ο Αννίβας φέρεται να νίκησε σε ναυμαχία τον Ευμένη ΙΙ της Περγάμου γεμίζοντας αμφορείς με δηλητηριώδη φίδια και πετώντας τους εν συνεχεία με καταπέλτη στα ελληνιστικά καράβια. Οι Πάρθοι έκαναν κάτι παρόμοιο εναντίον του Σεπτίμιου Σεβήρου, πετώντας στο στρατό των Ρωμαίων αμφορείς και άλλα πήλινα σκεύη γεμάτα ζωύφια και έντομα, πιθανόν σκορπιούς, σφήκες και σκαθάρια. Οι κάτοικοι της Τύρου πέταγαν από τις πολεμίστρες τους με καταπέλτες καζάνια με καυτή άμμο στα καράβια του Μεγάλου Αλεξάνδρου που τους πολιορκούσαν -προκάλεσαν βαριά εγκαύματα στους στρατιώτες αλλά έκαψαν και πλοία.
Τοξικά νέφη
Οι Σπαρτιάτες πάντως φαίνεται πως έκαναν ουσιαστικά τον πρώτο χημικό πόλεμο, όταν στην πολιορκία των Πλαταιών (κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου) έστησαν ένα σορό κομμένα δέντρα στα τείχη των Πλαταιών και όχι απλώς άναψαν φωτιά, αλλά έριξαν στους κορμούς θειάφι και ρητίνη πεύκου. Οι Πλαταιείς αντιμετώπισαν μια πρωτόγνωρη σε διαστάσεις πυρκαγιά, αλλά και τοξικά αέρια. Εντούτοις στάθηκαν τυχεροί γιατί έβρεξε. (Ιστοριων Β, 77)
Κάποια στιγμή οι Έλληνες βρήκαν τρόπους ο τοξικός καπνός να μη στρέφεται εναντίον τους, σε περίπτωση που άλλαζε φορά ο άνεμος, με ένα είδος ανεμιστήρα της εποχής. Οι Έλληνες επίσης βρήκαν και άλλο τρόπο να προκαλούν τοξικό νέφος. Όταν οι Ρωμαίοι το 189 π.Χ. πολιορκούσαν την Αμβρακία (στην θέση της σημερινής Άρτας) και προσπαθούσαν να εισβάλουν, οι Αμβρακιώτες έβαλαν σε έναν σωλήνα εύφλεκτα υλικά και φτερά κοτόπουλου και άναψαν φωτιά.
Σήμερα ξέρουμε την επιστημονικά ερμηνεία, ότι τα φτερά περιέχουν κερατίνη, η οποία φλεγόμενη παράγει διοξείδιο του θείου.Τότε ήξεραν από εμπειρία το πρακτικό αποτέλεσμα, δηλαδή ότι βάζοντας φωτιά σε φτερά κοτόπουλου προκαλούσαν την έκλυση δηλητηριωδών αερίων. Ο κόσμος πάντως ήταν φανερό πως ακόμα κι από την αρχαιότητα φοβόταν τις συνέπειες των όπλων αυτών. Ενδεικτικός κατά το National Geographic είναι ο μύθος για τον Ηρακλή, ότι τελικά χρησιμοποιώντας τα δηλητηριασμένα βέλη κατέληξε να δηλητηριαστεί κι αυτός από άλλη τοξίνη και να σκοτώσει τα ίδια του τα παιδιά.
Αν και το National Geographic βλέπει σε αυτό τον μύθο έναν κοινωνικό προβληματισμό για τα “ύπουλα” όπλα της εποχής, οι λόγοι που ο Ηρακλής πλήρωσε τόσο ακριβά τους άθλους του είναι σύμφωνα με τους μελετητές πολλοί. Ένας από αυτούς ήταν και το γεγονός ότι το δηλητήριο δεν είχε κανένα στοιχείο γενναιότητας και ηρωισμού στη χρήση του –αποτελούσε συστατικό μιας άνανδρης ενέργειας.
Όσον αφορά στον Ηρακλή, είναι γεγονός ότι μετά την απόκτηση της τοξίνης αυτής, τέθηκε σε κίνηση ένας δραματικός μηχανισμός σαν αλυσιδωτή αντίδραση στη ζωή του Ηρακλή, και οι τραγωδίες κατέληξαν και στον δικό του θάνατο. Το κατά πόσον αυτό όμως δείχνει τον κοινωνικό προβληματισμό για τα βιολογικά όπλα, είναι πραγματικά άγνωστο. Επίσης, ενώ θεωρούμε τα χημικά και βιολογικά όπλα απαράδεκτα, όταν ένας λαός αντιμετώπιζε υπέρτερες δυνάμεις και δεν είχε άλλο τρόπο να αμυνθεί, κατέφευγε κυριολεκτικά σε ό,τι μπορούσε να σκαρφιστεί ή έβρισκε πρόχειρο κοντά του.