Το ΚΚΕ για το Βορειοηπειρωτικό πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο
24/10/2023Η υπόθεση Μπελέρη ξαναέφερε –ομολογουμένως με δυσάρεστο τρόπο– στην επικαιρότητα το Βορειοηπειρωτικό και την υποτονική στάση της ελληνικής κυβέρνησης και συνολικά του πολιτικού συστήματος απέναντι στις αλβανικές μεθοδεύσεις. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Αθήνα τηρεί τέτοια στάση απέναντι στον δυναμικό αλβανικό εθνικισμό, γεγονός που εντάσσεται στους σχεδιασμούς των Δυτικών. Εξίσου “περίεργη” είναι όμως και η σιωπή της ελληνικής Αριστεράς για ένα “προνομιακό” γι’ αυτήν ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο συνεχίζεται να υφίσταται εδώ και δεκαετίες.
Επιστρέφοντας στη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βλέπουμε πως το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα, με απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων βρέθηκε σε “φάση εκκρεμότητας”, παρότι η Ελλάδα συγκαταλέγονταν στους νικητές και μάλιστα στα πεδία μαχών επί της Βορείου Ηπείρου. Και στις δεκαετίες που προηγήθηκαν του πολέμου, είχε γίνει σαφές ότι «στη Βόρειο Ήπειρο ο ιμπεριαλισμός της Δύσης αποκαλύφθηκε χωρίς κανένα πρόσχημα. Ένας ολόκληρος λαός, αδιαμφισβήτητα ελληνικός από την αυγή της πρωτοϊστορίας, στερήθηκε των φυσικών του δικαιωμάτων διότι έτσι όριζαν οι γεωπολιτικές προτεραιότητες και τα γεωοικονομικά συμφέροντα των Δυτικών δυνάμεων» (Κώστας Χατζηαντωνίου, “Χιμάρα, το άπαρτο κάστρο της Βόρειας Ηπείρου).
Σημειωτέον, ότι η επιστροφή της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα είχε «καθορισθεί και με την Ιταλοελληνική συμφωνία Τιτόνι-Βενιζέλου στα 1919, την οποία κατόπιν αρνήθηκε να εκτελέση η Ιταλία», η οποία εκείνη την περίοδο ήταν σαφώς εχθρική απέναντι στην Ελλάδα, όπως φάνηκε ιδιαίτερα και στο Μικρασιατικό (“Οι εθνικές μας διεκδικήσεις”, εκδ. “Δημοκρατική Ομάδα” 1-10-1944).
Με την πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα βρίσκεται από την πλευρά των νικητών του πολέμου ήδη στις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης τον Οκτώβριο 1944, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ξεκαθάρισε ότι «η Βόρειος Ήπειρος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Ελλάδος και έχει προφανώς καθαγιασθεί και από τους τάφους των ηρώων μας».(“Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, τόμος 36, σελ. 90). Όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια όμως η Βόρειος Ήπειρος σχεδόν ξεχάστηκε μέσα στην αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου ακόμα και από την Αθήνα.
Οι επιστολές Ζαχαριάδη
Εντελώς διαφορετική από τη θέση της επίσημης Ελλάδας για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου ήταν ήδη από την ίδρυσή του η θέση του ΚΚΕ. Ακολουθώντας τις επιταγές της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όπως έπραξε και για το Μακεδονικό (Αλ. Δάγκας, Γ. Λεοντιάδης, “Κομιντέρν και Μακεδονικό Ζήτημα”), οι ελληνικές διεκδικήσεις επί της Βορείου Ηπείρου χαρακτηρίζονταν από το ΚΚΕ έκφραση του ελληνικού «ιμπεριαλιστικού εθνικισμού».
Στην Απόφαση της 2ης Ολομέλειας του ΚΚΕ αναφέρεται για Βόρειο Ήπειρο, Κύπρο και Δωδεκάνησα: «Παρά τις ισχυρές εξωτερικές πιέσεις που τις χωρίζουν οι κυρίαρχες τάξεις της χώρας μας, εσωτερικά όλες μαζί, μα η κάθε μερίδα για λογαριασμό της, αποβλέπουν στον ολοκληρωτικό εκφασισμό, στην αποκατάσταση της εσωτερικής “εθνικής ενότητας” για την ενεργητικώτερη επιδίωξη της πραγματοποίησης των εξωτερικών ιμπεριαλιστικών τους βλέψεων.
Για τον σκοπό αυτό οι κυρίαρχες τάξεις δραστηριοποιούν εξαιρετικά την εθνικιστική προπαγάνδα και τον ιμπεριαλιστικό αλυτρωτισμό (Βόρεια Ήπειρο, Κύπρο, Δωδεκάνησα). Ο υπερεθνικιστικός φανατισμός, που οι κυρίαρχες τάξεις ξεσήκωσαν γύρω από το Βορειοηπειρωτικό και οι ακράτητες στρατιωτικοπολεμικές προετοιμασίες, δείχνουν ότι οι κυρίαρχες τάξεις εντείνουν τεράστια την υπερπατριωτική επεξεργασία του λαού και κατά πρώτον λόγον της νεολαίας και την υλική προετοιμασία του πολέμου». (“Πέντε χρόνια Αγώνες 1931-1936″, 1946, σελ. 250).
Η κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940 άλλαξε άρδην τη στάση του ΚΚΕ ως προς τα εθνικά ζητήματα εν γένει, κάτι που φάνηκε και με τις τρεις ανοιχτές επιστολές Ζαχαριάδη για τη φύση του πολέμου που ξέσπασε τον Σεπτέμβριο 1939. Στην πρώτη επιστολή του (31-10-1940) αναφέρει πως «ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει… Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία».
Στη δεύτερη επιστολή (26-11-1940) υπερθεματίζει: «ολόκληρος ό λαός της Ελλάδας ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος και χάλασε τα σχέδια τον φασισμού. Με το αίμα του ό λαός εξασφάλισε τη λευτεριά και την ανεξαρτησία του». Στην τρίτη επιστολή, όμως (15-1-1941), ο αρχηγός του ΚΚΕ εμφανίζεται εντελώς διαφορετικός: «Ο Μεταξάς από την πρώτη στιγμή έκανε πόλεμο φασιστικό, κατακτητικό πόλεμο… Αφού διώξαμε τους Ιταλούς από την Ελλάδα, βασική προσπάθεια μας έπρεπε να είναι να κάνουμε μια ξεχωριστή, έντιμη και δίχως παραχωρήσεις ελληνοϊταλική ειρήνη, πράγμα πού μπορούσε να γίνει με τη μεσολάβηση της ΕΣΣΔ, ή μοναρχοφασιστική δικτατορία συνέχισε τον πόλεμο για λογαριασμό, όχι του λαού τής Ελλάδας, μα τής πλουτοκρατίας και του αγγλικού ιμπεριαλισμού».
Το ΕΑΜ για το Βορειοηπειρωτικό
Η θέση αυτή παρέμεινε σε ισχύ μόνο μερικούς μήνες, μέχρι την 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, η οποία –δύο μήνες μετά την κατάληψη της Αθήνας– καλούσε στις 16 Ιουλίου 1941 «τον ελληνικό λαό, όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις του σ’ ένα εθνικό μέτωπο της απελευθέρωσης». Το αποτέλεσμα ήταν η ίδρυση του ΕΑΜ (Σεπτέμβριος 1941) και ενώ ο Ζαχαριάδης βρισκόταν ήδη έγκλειστος, πρώτα στις φυλακές “Λέζελ” της Βιέννης και μετά στο Νταχάου.
Οι προηγούμενες θέσεις του αποσιωπήθηκαν επιμελώς και στο πρόγραμμά του το ΕΑΜ εμφανίστηκε ως εθνική πατριωτική οργάνωση που αγωνίζονταν όχι μόνο για λαϊκή κυριαρχία και για εθνική απελευθέρωση, αλλά και για την απελευθέρωση του αλύτρωτου Ελληνισμού, συμπεριλαμβανομένης και της Βορείου Ηπείρου. Η στροφή σε θέσεις, που παλιότερα χαρακτηρίζονταν “εθνικιστικές”, είχαν σαν αποτέλεσμα το ΕΑΜ να αποκτήσει στην κατοχή τη στήριξη πολύ μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού.
Η στάση του ΚΚΕ άρχισε, όμως, να αλλάζει προς το τέλος της κατοχής ιδιαίτερα στο Μακεδονικό. Με την απελευθέρωση και πριν ακόμα επιστρέψει στην Ελλάδα, ο Ζαχαριάδης δήλωσε από το Παρίσι ότι «έγερσις αξιώσεων δια την Βόρειον Ήπειρον και την Ανατολικήν Ρωμυλίαν, θα απετέλει παράγοντα κινδύνου για την σύμπραξη των Βαλκανικών Χωρών».
Η αντίδραση του πολιτικού κόσμου υπήρξε μεγάλη και γι’ αυτό μετά τον επαναπατρισμό του Ζαχαριάδη η ηγεσία του ΚΚΕ οργάνωσε συνέντευξη Τύπου. Παρουσία του Ζαχαριάδη, ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής Γ. Σιάντος, αφενός επανέλαβε τις δίκαιες διεκδικήσεις της Ελλάδας για την Βόρειο Ήπειρο, αφετέρου ξεκαθάρισε ότι «οι Αλβανοί σφάζουν και Έλληνες κομμουνιστές Βορειοηπειρώτες. Δεν κάμνουν καμμιά διάκριση». (Ριζοσπάστης, 2-6-1945).
Η παλινδρόμηση του ΚΚΕ
Όταν έληξε ο Εμφύλιος (Αύγουστος 1949) και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει ο Ψυχρός Πόλεμος, στην 7η Ολομέλεια καταδίκασε τις παλιές του θέσεις για τα εθνικά δίκαια, δηλώνοντας ότι δεν υπάρχει Βόρειος Ήπειρος, παρά μόνο νότια Αλβανία κι ότι όσοι προβάλλουν την ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου «είναι σωβινιστές και πράκτορες του ελληνικού ιμπεριαλισμού». Εφεξής και για πολλές δεκαετίες οι οπαδοί της “Αριστεράς” δεν τολμούσαν να αναφέρουν καν τις λέξεις “Βόρειος Ήπειρος”.
Απόφαση μάλιστα της Ολομέλειας καταφέρονταν εναντίον του στρατηγού Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, ο οποίος, ως εκπρόσωπος της “Δημοκρατικής Παράταξης” στη Βουλή υποστήριξε την ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου: «Από παράγοντες της Δημοκρατικής Παράταξης ακούστηκαν και μέσα στη μοναρχοφασιστική Βουλή εθνικιστικές κραυγές για “Βόρειο Ήπειρο”, για στρατηγική διαρρύθμιση των βορείων συνόρων κλπ. Είναι αλήθεια, ότι κάποτε το κόμμα μας υιοθέτησε αυτές τις εθνικιστικές εκδηλώσεις. Πρέπει να πούμε όμως τώρα ανοιχτά, ότι κάναμε λάθος κι ότι δεν θα ανεχθούμε διεκδικήσεις της Βόρειας Ηπείρου και της στρατηγικής διαρρύθμισης των συνόρων μας προς Βορράν. Αντικειμενικά είναι σαν να βοηθάμε την Αμερικανοκρατία και τον μοναρχοφασισμό στον πόλεμο που προετοιμάζει κατά της Σοβιετικής Ένωσης και των Λαϊκών Δημοκρατιών, στην πρώτη σειρά κατά της Αλβανίας και Βουλγαρίας». (“Η κατάσταση στην Ελλάδα και τα καθήκοντα του κόμματος”, 7η Ολομέλεια, Μάϊος 1950).
Η άμεση επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στις αποφάσεις του ΚΚΕ για ελληνικά και διεθνή ζητήματα ήταν πλέον προφανής και σαφέστατα δεν εξυπηρετούσε τα ελληνικά δίκαια. Έτσι, η Ολομέλεια αποφάσισε επίσης στο πρόγραμμα της “Δημοκρατικής Παράταξης” να μην υπάρχει καμιά αναφορά για την αναγνώριση της ελληνικότητας της Βορείου Ηπείρου. Μια αντιφατική στάση αν αναλογιστεί κανείς ότι στη δεκαετία του 1950 η ΕΔΑ συμμετείχε ενεργά, εντός και εκτός Βουλής στις κινητοποιήσεις για το Κυπριακό.
Η στάση του ΚΚΕ για το Βορειοηπειρωτικό δεν άλλαξε ούτε στην περίοδο της κρουτσοφικής αποσταλινοποίησης και την καθαίρεση και αυτοκτονία του Ζαχαριάδη. Η νέα ηγεσία του ΚΚΕ προχώρησε μάλιστα και σε αυτοκριτική για παλιότερες θέσεις του. Έτσι στα συμπεράσματα της 6ης Πλατειάς Ολομέλειας (1956) διαβάζουμε:
«Μιλώντας για τις λαθεμένες θέσεις του Ζαχαριάδη σ’ αυτή την περίοδο, δεν επιτρέπεται ν’ αφήσουμε απαρατήρητη τη σωβινιστική του δήλωση για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Στην απόφαση του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ που γράφτηκε από τον Ζαχαριάδη τον Ιούνιο 1945, τονίζεται: “Αν η δημοκρατική πλειοψηφία αποφασίση εισβολή του Ελληνικού Στρατού στην Βόρεια Ήπειρο, το ΚΚΕ θα διατύπωνε τις αντιρρήσεις του, μα θα πειθαρχούσε”. Η απόφαση αυτή του Π.Γ. που αποτελεί στίγμα στην ιστορία του ΚΚΕ καταδικάσθηκε ανοιχτά από τον τύπο μας το 1950». (“Συμπεράσματα της 6ης πλατειάς Ολομέλειας της Κ.Ε. και της Κ.Ε.Ε. του ΚΚΕ”, “Νέος Κόσμος”, Απρίλιος-Μάϊος 1956).
Η επιστολή στον Χότζα
Η δεκαετία του πενήντα έκλεισε με μια ακόμη προκλητική ενέργεια του ΚΚΕ, όταν επ’ ευκαιρία της 15ης επετείου της αποχώρησης του φασιστικού ιταλικού στρατού από την Αλβανία, απέστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα στον Εμβέρ Χότζα (*): «Απορρίπτουμε με αίσθημα βδελυγμίας τους ισχυρισμούς του Καραμανλή ότι υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδος και παρέχουμε την διαβεβαίωση σε σας και στον αδελφό Αλβανικό λαό, ότι ολόκληρος ο Ελληνικός λαός αντιτάσσεται σφοδρώς κατά πάσης ενεργείας των εξτρεμιστών, που θα είχε σκοπό τη μείωση της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Αλβανίας». Σημειωτέον ότι το 1987 η Ελλάδα κατάργησε μονομερώς την εμπόλεμη κατάσταση** με την Αλβανία, που ίσχυε από τον Νοέμβριο του 1940, χωρίς να εξασφαλίσει ξεκάθαρες εγγυήσεις για την ελληνική μειονότητα).
Η στάση αυτή του ΚΚΕ στο Βορειοηπειρωτικό στις δεκαετίες 1930, 1940 και 1950 αποτέλεσε “βούτυρο στο ψωμί” της μετεμφυλιακής Δεξιάς για να κατηγορεί το ΚΚΕ για «προδοτικές διαθέσεις» και για χειραγώγησή του «από τους Σλαύους, δια την εξυπηρέτησιν του σλαυικού ιμπεριαλισμού και των κομμουνιστικών κοσμοκρατορικών φιλοδοξιών». Επίσης, πως το ΚΚΕ «καλύπτει την τυραννίαν των ιδεών του με τον μανδύαν της Δημοκρατίας … υψώνει την σημαίαν του εθνικισμού υπό την οποίαν εκδίδεται εις θρασυτάτας προδοσίας» (Αρίστος Μπουλούκος, “Το ΚΚΕ και το Βορειοηπειρωτικό. Η κομμουνιστική προδοσία”, 1960).
Σήμερα, το Βορειοηπειρωτικό εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλά στην ατζέντα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων και στα ενδιαφέροντα της ελληνικής κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι η σταδιακή συρρίκνωση του πανάρχαιου αυτού τμήματος του Ελληνισμού. Όσο για το ΚΚΕ προτιμά να διαμαρτύρεται για οποιαδήποτε άλλη μειονότητα, αλλά εξακολουθεί να αισθάνεται πολύ άβολα με την εθνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, η οποία, όπως δείχνει η υπόθεση Μπελέρη, εξακολουθεί να ταλαιπωρείται από το αλβανικό κράτος.
*Χαιρετιστήριο τηλεγράφημα της Κ. Ε. του ΚΚΕ προς τον Αλβανό ηγέτη Εμβέρ Χότζα με την ευκαιρία της 15ης επετείου της αποχώρησης των φασιστικών ιταλικών στρατευμάτων από την Αλβανία.
**Σημειωτέον ότι το 1987 η Ελλάδα, ενεργώντας μονομερώς, κατάργησε την εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία, καθεστώς που ίσχυε από τον Νοέμβριο του 1940.