Το “Όχι” στο πολιτικό πλαίσιο της εποχής
28/10/2024Στα προηγούμενα άρθρα εξετάστηκαν γιατί δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο το Έπος του 1940, καθώς και ποιες μπορεί να ήταν οι γεωπολιτικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μετά από μία διαφορετική ελληνική απόφαση. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστεί ποιες μπορεί να ήταν οι εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Η πρώτη συνέπεια μιας συνθηκολόγησης στις 28 Οκτωβρίου 1940 είναι ότι ως κοινωνία δεν θα γιορτάζαμε την εθνική επέτειο, ούτε θα είχαμε κανένα λόγο να νιώθουμε υπερήφανοι, διότι δεν θα είχε υπάρξει το “Όχι” και το Έπος του ’40. Μπορεί να είχε καθιερωθεί από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις μία άλλη γιορτή σχετική με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά η 28η Οκτωβρίου θα δημιουργούσε μάλλον αρνητικούς συνειρμούς. Πολλοί θεωρούν ότι ακόμη και εάν ο Μεταξάς αποφάσιζε να μην αντισταθεί, οι πολιτικές εξελίξεις θα ήταν διαφορετικές, ο βασιλιάς και ο Στρατός θα τον ανέτρεπαν, όπως έγινε με την αντίστοιχη περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας.
Πέρα από το γεγονός ότι μία τέτοια κίνηση εν μέσω εισβολής θα προκαλούσε χάος στα μαχόμενα τμήματα, δεν σημαίνει ότι οι ανωτέρω έλεγχαν τον κρατικό μηχανισμό και θα μπορούσαν να ισχυροποιήσουν την εξουσία τους πριν οι Ιταλοί καταλάβουν τους πρώτους κύριους αντικειμενικούς σκοπούς τους. Ένα πραξικόπημα θα βοηθούσε τα ιταλικά σχέδια και μπορεί να χρησιμοποιούνταν ως δικαιολογία για την επέμβασή τους, όπως έκαναν οι Τούρκοι το 1974 στην Κύπρο.
Αν δεν είχε ειπωθεί το “Όχι”…
Στον πολιτικό τομέα το μεγάλο ερώτημα είναι εάν οι Ιταλοί θα διατηρούσαν στην εξουσία το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ή εάν θα επέβαλλαν μία κυβέρνηση συνεργατών, εάν δεν είχε ειπωθεί το “όχι”. Εάν ληφθούν ως υπόδειγμα τα ισχύοντα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που παραδόθηκαν αμαχητί, τότε το πιθανότερο είναι ότι τη διακυβέρνηση της χώρας θα την ασκούσε ένα υβριδικό καθεστώς τύπου Βισύ, με τη συμμετοχή συνεργατών των Ιταλών και στελεχών του μεταξικού καθεστώτος. Κεντρικό ρόλο θα έπαιζε η στάση του βασιλιά. Εάν παρέμενε στη χώρα όπως ο Λεοπόλδος ΙΙΙ του Βελγίου, θα ταύτιζε το όνομά του με τους κατακτητές και σίγουρα μετά την Απελευθέρωση δεν θα μπορούσε να διατηρήσει το θρόνο του.
Όμως, λαμβάνοντας υπόψη τους στενούς δεσμούς του με τη Μεγάλη Βρετανία, μάλλον θα διέφευγε στη Μέση Ανατολή. Αυτό θα σηματοδοτούσε μία ξεκάθαρη ρήξη με το μεταξικό καθεστώς και ίσως γίνονταν λιγότερο μισητός και περισσότερο σεβαστός από τους Έλληνες. Πρέπει να θεωρούνται βέβαιοι τόσο ο σχηματισμός εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης όσο και Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων που θα μάχονταν στο πλευρό των Συμμάχων, αποτελούμενων από Έλληνες της διασποράς και φυγάδες από τη χώρα. Είναι άγνωστο εάν από τα πολιτικά πρόσωπα που θα πλαισίωναν τον βασιλιά θα προέκυπτε μια ηγετική φιγούρα που θα ένωνε τους Έλληνες, θα απέτρεπε ή θα προλάμβανε πιθανά διαλυτικά στασιαστικά κινήματα στο στράτευμα και θα κέρδιζε τον σεβασμό των Συμμάχων στο πρότυπο του Ντε Γκολ.
Το πρόβλημα είναι ότι την εν λόγω περίοδο δεν φαίνεται ότι υπήρχε μία τέτοια ηγετική φυσιογνωμία στο ελληνικό πολιτικό και ανώτατο στρατιωτικό προσωπικό, ενώ οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή θα εξαρτιόνταν και από τα τεκταινόμενα στην κατεχόμενη Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, γνωρίζοντας ότι η προσωπικότητα του Γεωργίου Β΄ τον καθιστούσε δύσκολο στη συνεργασία και αντιπαθή, τότε μπορεί βάσιμα να γίνει η εικασία ότι δεν θα υπήρχαν μεγάλες διαφοροποιήσεις από όσα ίσχυσαν στην πραγματικότητα στη Μέση Ανατολή.
Στο εσωτερικό οι Ιταλοί θα ασκούσαν άμεσο έλεγχο σε στρατηγικά κρίσιμες περιοχές, όπως στην Κρήτη και σε κάποια νησιά του Αιγαίου, ενώ θα προσαρτούσαν άμεσα τα Επτάνησα. Σε όσες περιοχές ασκούσαν έμμεσο έλεγχο θα διατηρούσαν για λόγους οικονομίας δυνάμεων τις τοπικές αρχές και υπηρεσίες ασφαλείας, στελεχώνοντάς τες με πειθήνιο προσωπικό. Εκτιμάται ότι κάποιες περιοχές της Ηπείρου θα αποδίδονταν στην Αλβανία, η οποία ήταν ούτως ή άλλως προτεκτοράτο, ενώ είναι πιθανό να αποδίδονταν και κάποιες περιοχές της δυτικής Μακεδονίας. Το αντάλλαγμα θα ήταν η συγκρότηση μάχιμων τμημάτων που θα αστυνόμευαν την περιοχή και θα πολεμούσαν στο πλευρό των Ιταλών. Ο οπλισμός τους θα προέρχονταν από τον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος θα μετατρέπονταν σε μία αστυνομική δύναμη για την τήρηση της εσωτερικής τάξης.
Θα είχε δημιουργηθεί η Αντίσταση χωρίς το Όχι;
Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι και δίχως το “όχι”, η πλειονότητα του πληθυσμού θα δυσανασχετούσε με την κατάκτηση και θα αποστρέφονταν τις κυβερνήσεις συνεργατών. Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν θα δημιουργούνταν Εθνική Αντίσταση, εάν δεν υπήρχε το “όχι”, στην έκταση που γνωρίζουμε. Εκτιμάται ότι μετά την εισβολή στην ΕΣΣΔ ,το ΚΚΕ θα προσπαθούσε να δημιουργήσει αντιστασιακές ομάδες, αλλά αυτό δεν θα ήταν καθόλου εύκολο για μια σειρά λόγους. Πρώτος και κύριος είναι ότι δεν θα είχε υπάρξει η διάλυση του κρατικού μηχανισμού, άρα οι υπηρεσίες ασφαλείας, που σχεδόν είχαν διαλύσει τις κομματικές οργανώσεις, θα εξακολουθούσαν να λειτουργούν συνεπικουρούμενες και από ιταλική “τεχνογνωσία”. Δεύτερος λόγος είναι ότι δίχως το “όχι” το ηθικό του λαού θα ήταν πεσμένο, διότι δεν θα είχε υπάρξει η ταπείνωση των Ιταλών στο πεδίο της μάχης, ούτε θα είχε πιστέψει ο λαός στις δυνάμεις του, ενώ οι κατακτητές θα φάνταζαν πολύ ισχυροί.
Επίσης, μία αναίμακτη ή πολύ γρήγορη κατάληψη της χώρας δεν θα είχε αποδιαρθρώσει τους παραγωγικούς μηχανισμούς. Η μη-ανάπτυξη Βρετανικών στρατευμάτων θα είχε ως συνέπεια την απουσία των καταστρεπτικών βομβαρδισμών της Λουφτβάφε, όπως πχ του Πειραιά, ούτε θα είχαν διενεργηθεί οι εκτεταμένες καταστροφές αποθεμάτων και υποδομών κατά την αποχώρησή τους. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη μη-τριχοτόμηση της χώρας σημαίνουν ότι δεν θα είχε ενσκήψει ο τρομερός χειμώνας του 1941-1942, ο οποίος απονομιμοποίησε τελείως την κυβέρνηση Τσολάκογλου (δεν θα είχε υπάρξει τέτοια κυβέρνηση) και φούντωσε στον πληθυσμό τη δίψα για εκδίκηση.
Σίγουρα θα υπήρχαν φτώχεια, πείνα και ελλείψεις, αλλά δεν θα είχαν μετεξελιχθεί σε λιμό. Άρα, το κάλεσμα για αντίσταση δεν θα έβρισκε τόσο ευήκοα ώτα. Ας μην παραβλέπεται ότι σε όσες κατακτημένες χώρες η Κατοχή δεν ήταν τόσο βάρβαρη όσο στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, η Αντίσταση άργησε να αναπτυχθεί και αφορούσε μικρό μέρος του πληθυσμού. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι περισσότεροι Δανοί σκοτώθηκαν φορώντας τη στολή των Waffen SS, παρά υπερασπίζοντας την πατρίδα τους με τους Συμμάχους ή στην Αντίσταση.
Ένας άλλος λόγος είναι ότι η διάλυση του στρατού με συντεταγμένο τρόπο θα καθιστούσε δυσεύρετα τα όπλα που θα εξόπλιζαν τις πρώτες αντιστασιακές ομάδες, δυσχεραίνοντας έτι περαιτέρω την ανάπτυξή τους. Το σημαντικότερο είναι ότι δεν θα υπήρχαν τα εμπειροπόλεμα στελέχη, κυρίως οι έφεδροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, οι οποίοι θα διοικούσαν αυτές τις ομάδες και θα λειτουργούσαν ως “κράχτες” στις τοπικές κοινωνίες για τη στρατολόγηση περισσότερων ανταρτών.
Εννοείται ότι και οι νέοι της χώρας δεν θα είχαν την πολεμική εμπειρία ή το υψηλό ηθικό και φρόνημα που απέκτησαν με τη νίκη τους στα βορειοηπειρωτικά βουνά. Αναφορικά με τις μη-κομουνιστικές αντιστασιακές οργανώσεις, αυτές θα ήταν ακόμη πιο αδύναμες, καθόσον η επαφή με τους Βρετανούς θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, ενώ οι τελευταίοι δεν θα είχαν αναπτύξει σε ευρεία έκταση τα δίκτυα κατασκοπίας και επιρροής. Σίγουρα θα είχαν υπάρξει ηρωικές μορφές όπως της Λέλας Καραγιάννη ή του Κώστα Περρίκου και οργανώσεις όπως η Απόλλων και ο ΕΔΕΣ, αλλά αυτές δεν θα αποκτούσαν ποτέ τη μαζικότητα και πολιτική επιρροή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Κόστος για τους συμμάχους
Μία εξαιρετικά σημαντική “παράπλευρη απώλεια” της μη-ύπαρξης ισχυρού αντάρτικου θα ήταν οι πιθανότητες επιτυχίας μιας συμμαχικής απόβασης στη Σικελία. Όπως είναι γνωστό, οι Σύμμαχοι είχαν βασίσει πολλές ελπίδες στην παραπλάνηση των Γερμανοϊταλών ως προς τον επόμενο στόχο τους μετά τη νίκη τους στη Βόρεια Αφρική. Για το λόγο αυτό είχαν διενεργήσει τις επιχειρήσεις “Κιμάς” (Mincemeat) και “Ζώα” (Animals), που σκοπό είχαν να πείσουν τις εχθρικές ηγεσίες ότι οι επόμενες αποβατικές ενέργειες θα διενεργούνταν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα την αποστολή επιπλέον δυνάμεων στη χώρα, αντί της Σικελίας.
Οι επιχειρήσεις πέτυχαν απόλυτα το σκοπό τους και σημαντικότατο ρόλο έπαιξαν οι αντιστασιακές ομάδες, οι οποίες σε συνεργασία με πράκτορες της Special Operations Executive (SOE) εξαπέλυσαν μια σειρά επιθέσεων εναντίον των κατακτητών. Εάν δεν υπήρχαν ισχυρές αντάρτικες δυνάμεις είναι άγνωστο εάν ο Άξονας θα παραπλανούνταν ως προς τις πραγματικές συμμαχικές προθέσεις. Εάν η “Σικελική εκστρατεία” εξελίσσονταν σε μια αργόσυρτη σύγκρουση, θα παρέτεινε για άγνωστο χρονικό διάστημα τον πόλεμο και την τελική κατάρρευση της Ιταλίας.
Το πιο κρίσιμο ερώτημα είναι ποιά θα ήταν τα σύνορα και η πολιτική κατάσταση στην μεταπολεμική Ελλάδα. Με δεδομένα όσα συνέβησαν και στις υπόλοιπες κατεκτημένες ευρωπαϊκές χώρες, πλην Πολωνίας και Γερμανίας, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα ακυρώνονταν οποιεσδήποτε εδαφικές διαφοροποιήσεις έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όμως δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη η τύχη των Δωδεκανήσων. Μία Ελλάδα η οποία δεν θα είχε “ματώσει” για και με τους Συμμάχους δεν θα μπορούσε να απαιτήσει την παραχώρησή τους μετά τον πόλεμο. Οι Βρετανοί θα εξέταζαν την περίπτωση παραχώρησης αριθμού νησιών στην Τουρκία εάν εκτιμούσαν ότι θα μπορούσαν να αποκομίσουν γεωπολιτικά οφέλη, ασχέτως του ελληνικού πληθυσμού τους.
Μία άλλη πολιτική κατάσταση
Αναφορικά με την πολιτική κατάσταση, εκτιμάται ότι υπάρχουν 50% πιθανότητες να μην είχαν συμβεί τα Δεκεμβριανά. Όλα εξαρτώνται από τη δυναμική που θα είχε αποκτήσει η ΕΑΜική παράταξη και την ισχύ του ΕΛΑΣ στο τέλος της Κατοχής. Εάν ένιωθαν ισχυροί, τότε είναι πολύ πιθανό να είχαν προσπαθήσει ενόπλως να αμφισβητήσουν την κυβέρνηση. Ούτως ή άλλως οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να διαθέσουν ισχυρές δυνάμεις για να ελέγξουν τη χώρα, ενώ τα ελληνικά στρατεύματα που θα έρχονταν από την Ιταλία και τη Μέση Ανατολή δεν θα ήταν αρκετά για να επιβάλουν μόνα τους την εξουσία των κυβερνόντων.
Εάν πάλι το ΕΑΜ δεν είχε τη μαζικότητα και μαχητικότητα που γνωρίζουμε, τότε θα προσπαθούσε να ενσωματωθεί στο πολιτικό σκηνικό, όπως έπραξαν τα κομουνιστικά κόμματα της Ιταλίας και της Γαλλίας. Θα αποτελούσε μεν πρόβλημα για την καθεστηκυία τάξη, αλλά δεν θα την απειλούσε. Με τα χρόνια και αναλόγως της συμπεριφοράς των πολιτικών και κρατικών δυνάμεων θα αναπτύσσονταν ένα modus vivendi που θα εξομάλυνε τις αντιθέσεις. Εάν οι ελίτ συμπεριφέρονταν στην κομουνιστική Αριστερά όπως προπολεμικά, τότε και πάλι η χώρα θα οδηγούνταν σε μιας μορφής Εμφύλιο με άγνωστη διάρκεια, αλλά με την ίδια κατάληξη.
Σε κάθε περίπτωση η ανωτέρω υπόθεση εργασίας είναι άτοπη, διότι σε αντίθεση με τον Μεταξά και τους Έλληνες και Ελληνίδες της εποχής εκείνης σήμερα γνωρίζουμε ότι στο τέλος θα νικούσαν οι Σύμμαχοι, λόγω και της δημιουργίας της ατομικής βόμβας. Οι Έλληνες τη δεκαετία του 1940 πέρασαν δια πυρός και σιδήρου και βίωσαν μοναδικές στιγμές όπου έμοιαζαν ότι “είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα”. Πριν κάποιος καταδικάσει τις επιλογές τους ή θεωρήσει ότι ίσως ήταν καλύτερα να είχαν υποταχθεί αμαχητί στη μοίρα τους, ας σκεφτεί ότι ο πόνος και η πάλη για ένα καλύτερο μέλλον δεν θα είχαν μετουσιωθεί μεταπολεμικά στην έκρηξη δημιουργικότητας που δυστυχώς προσπάθησε να “μπει στον γύψο” το 1967.
Η τεράστια καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία των Ελλήνων δεν θα υπήρχε εάν το έθνος δεν είχε πει το “όχι”, εάν είχε συμβιβαστεί και περίμενε παθητικά κάποιους άλλους να τους απελευθερώσουν. Όπως τα βιώματα του μαραθωνομάχου Αισχύλου μετουσιώθηκαν στο έργο του, έτσι και η εμπειρία του Πολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου μπόλιασαν το έργο του Ελύτη, τη μουσική του Θεοδωράκη, τα κείμενα του Θεοτοκά και τόσων άλλων, που έκαναν την σύγχρονη Ελλάδα διάσημη στα πέρατα της οικουμένης. Τέλος τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 δεν αποτελούν μία μοναδική στιγμή στην ιστορία των Ελλήνων, αλλά είναι μία στάση ζωής. Όλα τα έργα της αρχαιοελληνικής τραγωδίας βασίζονται σε ήρωες που αρνούνται να υποταχθούν στη μοίρα και παλεύουν μέχρι τελικής πτώσεως. Το “Όχι” έχει ειπωθεί αμέτρητες φορές στο παρελθόν και εναπόκειται σε εμάς ως λαός και πολιτική ηγεσία να ξαναειπωθεί εάν απαιτηθεί.