Τουρκία: O πρωθυπουργός πρέπει να πεθάνει
07/07/2018Ξαφνικά το προεδρικό μέγαρο στην Άγκυρα είχε περικυκλωθεί από στρατεύματα δίχως να υπάρχει τέτοια διαταγή. Στρατιώτες εισβάλλουν στο κτήριο, πλησιάζοντας απειλητικά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Έντρομος εκείνος, έβγαλε ένα περίστροφο και πριν προλάβει να το γυρίσει εναντίον του ένας αξιωματικός τον αφόπλισε συλλαμβάνοντάς τον. Αρκετά χιλιόμετρα μακρύτερα, απελπισμένος ο πρωθυπουργός της χώρας Αντνάν Μεντερές καταδιωκόταν στην εθνική οδό από αέρα και ξηρά, ώσπου τελικά συνελήφθη στην Κιουτάχεια. Το πρωινό της 27ης Μάιου του 1960 θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου στην Τουρκία. Έκτοτε κάθε δέκα χρόνια οι πόρτες των στρατώνων θα άνοιγαν για να συνετιστεί το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία.
Το καλοκαίρι του 1953 ένας απογοητευμένος άνδρας θα υπέβαλλε την παραίτησή του στην κυβέρνηση, μετανιώνοντας πικρά που πίστεψε τους πολιτικούς του συνεργάτες πως άξιζε να πολιτευτεί. Ήταν ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας και απόστρατος αξιωματικός Κιουρτμπέκ. Ο πρωθυπουργός και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μόλις είχαν απορρίψει το μεγαλεπήβολο σχέδιό του, που αποτελούσε όμως και προεκλογική δέσμευση, για ριζικές μεταρρυθμίσεις στον στρατό που μεταξύ άλλων θα έδιναν ευκαιρίες ανέλιξης σε νέους και κατηρτισμένους αξιωματικούς. Ο πρωθυπουργός της χώρας Αντνάν Μεντερές δεν είχε χρόνο και διάθεση να ασχοληθεί με τους ένστολους.
Ο Μεντερές, ηγέτης του Δημοκρατικούς Κόμματος, ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός που προέκυψε από ελεύθερες εκλογές στην Τουρκία το 1950. Μέχρι τότε η χώρα δεν γνώριζε τι σήμαινε πολυκομματισμός. Το μοναδικό κόμμα ήταν το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, το κόμμα του Κεμάλ που σ’ αυτές τις εκλογές είχε υποψήφιο για την Προεδρία τον Μουχαρέμ Ιντζέ). Ήταν, λοιπόν, κόμμα-κράτος που διαφέντευε αυταρχικά όλη την εθνική ζωή της Τουρκίας για μια γενιά.
Οι διάδοχοι του Ατατούρκ είχαν εξελιχτεί στη νέα ελίτ που κυβερνούσε τον εξαθλιωμένο τουρκικό λαό, μέσω ενός πανίσχυρου στρατιωτικού και γραφειοκρατικού μηχανισμού. Ο Μεντερές, πλούσιος τσιφλικάς από το Αϊδίνιο, κατάφερε εντυπωσιακά να πείσει το 53% του εκλογικού σώματος ότι ήταν διαφορετικός. Υποσχέθηκε πως αν εκλεγόταν θα άλλαζαν τα πάντα, δίνοντας φωνή για πρώτη φορά στις θρησκόληπτες μάζες της Ανατολίας.
Φαινομενικά ο Μεντερές δεν τα πήγε άσχημα. Στο εξωτερικό εξασφάλισε την αμυντική ομπρέλα του ΝΑΤΟ, την επιδέξια διείσδυση στο Κυπριακό μέσω των συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου(1958-1959), και φυσικά έναν πακτωλό χρημάτων, μέσω σχεδίου Μάρσαλ και δόγματος Τρούμαν. Στο εσωτερικό υπερτετραπλασίασε το οδικό δίκτυο, επιτρέποντας έτσι σε εκατομμύρια εξαθλιωμένους αγρότες να συγκεντρωθούν στις πόλεις. Στην αγροτιά αύξησε την καλλιεργήσιμη γη από 145 εκατ. στρέμματα στα 232 μέσα σε δέκα χρόνια, ενώ ο αριθμός των τρακτέρ εκτοξεύτηκε από τα 1.750 στα 44.144. Ο Μεντερές είχε υποσχεθεί μέχρι το 2000 να φέρει την Τουρκία στα ευρωπαϊκά επίπεδα.
Λεμονάκιδες αξιωματικοί
Όλα αυτά φαίνονταν εντυπωσιακά. Αλλά πόσο ουσιαστικά ήταν; Η Τουρκία είχε γίνει μια εξαρτημένη χώρα. Οι αγρότες που αναγκάστηκαν να μεταφερθούν στις πόλεις και να ζήσουν στις τενεκεδουπόλεις εκτοπίστηκαν από την αγορά εργασίας στις περιοχές τους, λόγω και της αθρόας εισαγωγής χιλιάδων τρακτέρ και θεριστικών μηχανών. Από την τεράστια πίτα δανείων που χορήγησαν οι τράπεζες, το 85% καρπώθηκαν οι μεγαλοτσιφλικάδες καθότι μόνο εκείνοι διέθεταν γη για υποθήκη. Παρόλα αυτά, οι ρυθμίσεις Μεντερές χάρισαν λίγη χαρά στον τουρκικό λαό που είχαν λησμονήσει οι κεμαλιστές της Άγκυρας.
Ο Μεντερές εφάρμοσε ένα μίγμα νεοφιλελεύθερης πολιτικής, πελατειασμού και αποσπασματικών κρατικών επενδύσεων. Οι αγρότες πράγματι αύξησαν το εισόδημά τους με πρώτους τους μεγαλοκτηματίες. Τα κέρδη αυξάνονταν γρηγορότερα από τους μισθούς. Η πολιτική των χαμηλότοκων αγροτικών πιστώσεων και στήριξης των αγροτικών τιμών από το κράτος δημιούργησε πληθωρισμό υπερβολικής ζήτησης που η εγχώρια παραγωγή προϊόντων δεν μπορούσε να καλύψει. Έτσι οι τιμές των προϊόντων ανέβαιναν διαρκώς και σε τέτοιες στιγμές εκείνοι που την πληρώνουν είναι οι μισθωτοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι και φυσικά και οι στρατιωτικοί, διότι απλούστατα ο μισθός τους παρέμενε σταθερός.
Πολλοί νεώτεροι αξιωματικοί για να μπορέσουν να συμπληρώσουν εισόδημα κάνανε παράλληλα επαγγέλματα, όπως του σωφέρ. Στα κέντρα διασκέδασης οι αξιωματικοί απέκτησαν το παρατσούκλι «λεμονάκιδες», διότι αδυνατούσαν να αγοράσουν ακριβότερα ποτά. Υποτίθεται ότι η νεώτερη γενιά των στρατιωτικών επέλεξε το στρατιωτικό επάγγελμα για να ξεφύγει από τη μιζέρια της εξαθλιωμένης αγροτικής επαρχίας. Σπούδασαν σε στρατιωτικές ακαδημίες στο εσωτερικό και εξωτερικό, ενώ μέσω του ΝΑΤΟ παρακολούθησαν για πρώτη φορά νέες μεθόδους μάχης και τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Οι κατώτεροι αξιωματικοί κυριεύτηκαν από συμπλέγματα κατωτερότητας σε σχέση με τους συναδέλφους τους στο ΝΑΤΟ και παράλληλα από σύμπλεγμα ανωτερότητας απέναντι στους απαρχαιωμένους Τούρκους στρατηγούς που είχαν μείνει στη δεκαετία του 1920. Ήταν καιρός πια να ανταμειφτούν γι’ αυτές τους τις προσπάθειες μέσω ευκολότερης ανέλιξης στη στρατιωτική επετηρίδα και καλύτερων μισθών.
Αντ’ αυτού, οι νεότεροι αξιωματικοί βλέπανε το κύρος του στρατιωτικού επαγγέλματος να τσαλακώνεται από τους επαναπαυμένους γηραιούς στρατηγούς που δεν διέθεταν τη δική τους κατάρτιση. Αρκετοί από αυτούς είχαν συμμαχήσει με τον Μεντερές, πετώντας τα γαλόνια και βάζοντας τη γραβάτα του πολιτευόμενου με το Δημοκρατικό Κόμμα. Ο Τούρκος πρωθυπουργός θα πλήρωνε πολύ ακριβά το τσαλάκωμα των μεταρρυθμίσεων που είχε εισηγηθεί ο Κιουτρμπέκ.
Άτσαλος οικονομικός σχεδιασμός
Η δημοτικότητα του Μεντερές ανέβαινε εντυπωσιακά. Στις εκλογές του 1954 οι Δημοκρατικοί απέσπασαν το 58,4% ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι καθηλώθηκαν στο 35,1%. Ωστόσο, η επερχόμενη οικονομική κρίση θα δημιουργούσε έναν κύκλο προβλημάτων που ο Μεντερές τα διαχειρίστηκε αδέξια. Ενώ οι Δημοκρατικοί είχαν στόχο να απογειώσουν τάχιστα την οικονομία ο τρόπος που χρησιμοποιούσαν τις επιχορηγήσεις τους, τις χαμηλότοκες πιστώσεις και τις επενδύσεις ήταν συχνά κοντόφθαλμος. Στόχευαν περισσότερο στο εφήμερο και όχι στην μακροπρόθεσμη αναβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας της Τουρκίας.
Κατά κάποιο τρόπο υπήρχε σύγχυση ανάπτυξης και μεγέθυνσης της οικονομίας, η χάραξη της οποίας υπαγορευόταν σε μεγάλο βαθμό από τις απλοϊκές απαιτήσεις των αγροτών υποστηρικτών του Δημοκρατικού Κόμματος. Η φορολόγηση των εύπορων αγροτών ήταν δυσανάλογα μικρή για τις φοροδοτικές τους δυνατότητες. Κατέβαλλαν μόνο το 2% του συνολικού φόρου εισοδήματος.
Υπέρμαχος τη οικονομίας της αγοράς και των ιδιωτικοποιήσεων, ο Μεντερές απεχθανόταν οποιαδήποτε σκέψη θύμιζε οικονομικό σχεδιασμό, καθώς του θύμιζε τις αρνητικές όψεις του κρατισμού ακόμα και τον κομμουνισμό. Έτσι, μέχρι το 1958 οι επενδύσεις δεν ήταν συντονισμένες, ενώ όσες πραγματοποιούνταν οφείλονταν συχνά σε πελατειακά κίνητρα που είχαν ως συνέπεια εργοστάσια να κατασκευάζονται σε οικονομικά ασύμφορες θέσεις και να αφορούν ακατάλληλους τομείς. Για παράδειγμα, ενώ παρατηρήθηκε εντυπωσιακή παραγωγή ζάχαρης, στη συνέχεια το προϊόν εξαγόταν σε τιμές κάτω του κόστους.
Οι άστοχες οικονομικές επιλογές των Δημοκρατικών και ο συνακόλουθος πληθωρισμός προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια των ακαδημαϊκών, των γραφειοκρατών, των μισθωτών και φυσικά των στρατιωτικών. Μόνο οι αγρότες φάνηκε να μην επηρεάζονται, διατηρώντας πάντα μια θετική εικόνα για τον πρωθυπουργό τους. Κι αυτό για την παραδοσιακή κεμαλική γραφειοκρατία ήταν ασυγχώρητο. Όπως έλεγε και ένας στρατηγός της εποχής «δεν θα άφηνε την τύχη του έθνους στους αναλφάβητους, μέσω των εκλογών».
Αλεργία στην κριτική
Ο Μεντερές, όμως, έπασχε από μια παραδοσιακή πολιτική ασθένεια της χώρας του. Δεν του άρεσε η κριτική, η οποία εντεινόταν όλο και περισσότερο λόγω της οικονομικής επιδείνωσης. Το 1954, χιλιάδες «ενοχλητικοί» προς το καθεστώς δημόσιοι υπάλληλοι, ακαδημαϊκοί και δικαστές, συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα. Το 1955 ο Μεντερές απέτρεψε την προσπάθεια δημοσιογράφων, που δικάζονταν για παραβίαση του Νόμου περί Τύπου, να αποδείξουν την ορθότητα των δημοσιευμάτων τους στο δικαστήριο. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην διάσπαση του Δημοκρατικού Κόμματος και στην αποσκίρτηση μελών του -δημιουργώντας το Κόμμα της Ελευθερίας- που αποδοκίμαζαν την αυταρχική διακυβέρνηση του ηγέτη τους.
Το 1956 τέθηκε σε εφαρμογή ο Νόμος περί Εθνικής Άμυνας, ενώ ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο ο κυβερνητικός έλεγχος στα ΜΜΕ με την τροποποίηση του νόμου περί Τύπου. Η μείωση των κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων της αντιπολίτευσης και η κατάσχεση των γραφείων του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, η απαγόρευση συναθροίσεων και η γενικότερη αστυνομοκρατία θύμιζαν κατά πολύ την προ του 1950 αυταρχική τουρκική πολιτική. Αποξένωσαν τους φοιτητές και τη μεσαία τάξη οι οποίοι, προσωρινά έστω, συμμάχησαν με τον στρατό.
Ο Μεντερές «φρόντισε» να δυσαρεστήσει και τους δυτικούς συμμάχους, πραγματοποιώντας ένα άνευ προηγουμένου ταξίδι στη Μόσχα μετά από πρόσκληση του Νικίτα Χρουτσώφ το 1960. Ο Τούρκος πρωθυπουργός αποσκοπούσε να λάβει οικονομική βοήθεια που δεν του χορήγησαν οι ΗΠΑ, έστω και από την ΕΣΣΔ, καθώς το τουρκικό εξωτερικό χρέος μέχρι το 1960 είχε εκτοξευτεί σε αστρονομικό ύψος. Οι αναφορές της CIA προς τον Αϊζενχάουερ ήταν ξεκάθαρες: “Οι μέρες του Μεντερές είναι μετρημένες”.
Στρατιωτικός νόμος
Παρά την υπέρ των Δημοκρατικών καλπονοθεία στις πρόωρες εκλογές του 1957 και την στήριξη από τον αγροτικό πληθυσμό, το εκλογικό ποσοστό του Δημοκρατικού κόμματος υποχώρησε στο 47,7%, δείχνοντας ότι βρίσκεται σε καθοδική τροχιά. Η οικονομική βοήθεια ύψους 359 εκατ. δολαρίων από το ΔΝΤ για την σταθεροποίηση της οικονομίας δεν μπόρεσε να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα. Η δραματική μείωση των εδρών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αλλά και οι κυβερνητικές αυθαιρεσίες και δολοφονίες μελών του κόμματος του Ατατούρκ δημιούργησαν πολωτικό κλίμα άνευ προηγουμένου.
Τον Απρίλιο του 1960 ο Μεντερές τράβηξε πολύ το σχοινί. Έδωσε εντολή για σύσταση μιας 15μελούς ανακριτικής επιτροπής που θα ήλεγχε τις ύποπτες δραστηριότητες της αντιπολίτευσης, του Τύπου και φυσικά περιστατικά απείθειας του στρατού. Όποιος παρεμπόδιζε το έργο της επιτροπής θα φυλακιζόταν για 3 χρόνια. Αυτόματα είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μια τέτοια ενέργεια στόχευσε στην απαγόρευση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Φοιτητές, στρατιωτικοί σπουδαστές, νέοι αξιωματικοί και διανοούμενοι ενώθηκαν να προστατεύσουν τις αρχές του κεμαλισμού και φυσικά τα κλαδικά τους συμφέροντα.
Στις 28 Απριλίου ο Μεντερές κήρυξε στρατιωτικό νόμο, στραγγαλίζοντας συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας εν τη γενέσει τους. Στις 25 Μαΐου, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι η επιτροπή είχε τελειώσει τις εργασίες της και τα αποτελέσματα τους σύντομα θα γνωστοποιούνταν, αποκαλύπτοντας έτσι τις δρομολογούμενες ανατρεπτικές δραστηριότητες του στρατού.
Το μεγάλο στοίχημα του Μεντερές ήταν να προλάβει να εξομαλύνει την πολιτική κατάσταση πριν επέμβουν οι ένστολοι. Παρόλα αυτά ο πιστός στην κυβέρνηση στρατηγός Namik Arguc ζήτησε καλού κακού να μεταφερθεί μια τεθωρακισμένη μονάδα στην Άγκυρα για να αποθαρρυνθεί τυχόν πραξικόπημα. Ο Μεντερές αρνήθηκε. Προτιμούσε να παρακάμπτει τα προβλήματα παρά να τα αντιμετωπίζει. Το τέλος είχε έρθει.
Σε αναζήτηση ενός στρατηγού
Το πόρισμα της επιτροπής που υποτίθεται θα ξεσκέπαζε τους στρατιωτικούς δεν θα έλεγε κάτι καινούργιο. Η κυβέρνηση των Δημοκρατικών γνώριζε ήδη από το 1957 πως μεσαίοι αξιωματικοί κινητοποιούνταν υπόπτως, αλλά ήταν ανήμπορη να κινηθεί αποφασιστικά εναντίον τους. Οι τελευταίοι άρχισαν μεθοδικά να στελεχώνουν θέσεις κλειδιά, όπως ήταν η φρουρά στην Άγκυρα υπό το θετικό βλέμμα των Αμερικανών.
Εξάλλου, οι αξιωματικοί αυτοί ήταν ταγμένοι υπέρ της Δύσης και του ΝΑΤΟ, ενώ ο Μεντερές κοίταζε λίγο και προς τη Μόσχα. Στρατηγοί δεν υπήρχαν ανάμεσα στους οργανωτές. Ωστόσο, οι πραξικοπηματίες αντιλαμβάνονταν πως χρειάζονταν οπωσδήποτε ελάχιστους έστω ανώτατους αξιωματικούς που θα προσέδιδαν στο σχεδιαζόμενο πραξικόπημα κάποιου είδους νομιμοποίηση και κύρος. Έτσι ξεκίνησε μια πραγματικά δύσκολη αναζήτηση ηγέτη.
Ο αρχηγός ΓΕΣ ενώ δέχτηκε την πρόταση, ατυχώς για τους συνωμότες πέθανε μετά από καρδιακό επεισόδιο το καλοκαίρι του 1958. Επόμενη επιλογή ήταν ο διάδοχός του αποθανόντος, ο κατά γενική ομολογία σεβαστός στρατηγός Κεμάλ Γκιουρσέλ. Ο Γκιουρσέλ δέχτηκε να ηγηθεί του κινήματος, φροντίζοντας μάλιστα να γίνουν οι μεταθέσεις κλειδιά για να εξασφαλισθεί η επιτυχία του πραξικοπήματος.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ίσως δεν γνώριζε ότι η Προεδρική Φρουρά ελεγχόταν ήδη από τους πραξικοπηματίες μετά από παρέμβαση του Γκιουρσέλ. Την τελευταία στιγμή έφτασαν πληροφορίες στα αυτιά της κυβέρνησης και ο Γκιουρσέλ απομακρύνθηκε άμεσα από τη θέση του, γεγονός που δημιούργησε κίνδυνο αποτυχίας για τους επίδοξους πραξικοπηματίες. Έπρεπε να βρεθούν άμεσα αντικαταστάτες.
Προς αναζήτηση αντικαταστάτη
Ο στρατηγός Sitki Ulay απορρίφθηκε, καθώς θεωρήθηκε άνθρωπος της κυβέρνησης. Οι στρατηγοί Fahri Ozbilek και Cevdet Sunay αρνήθηκαν να βοηθήσουν, αλλά κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Ήταν κι αυτό βοήθεια ανεκτίμητη. Ο πρώην αρχηγός ΓΕΣ στρατηγός Rüştü Erdelhun απάντησε ότι ήταν απλά ένας στρατιώτης που δεν θα εμπλεκόταν ποτέ στα πολιτικά. Μετά το πραξικόπημα θα πλήρωνε ακριβά την άρνηση του.
Φαινομενικά, η επιχείρηση θα τιναζόταν στον αέρα αλλά εμφανίστηκε μια τελευταία ελπίδα, ο υποστράτηγος Cemal Mandanoglu. Ο Mandanoglu δίστασε αποκρινόμενος ότι «έχω τα αρχίδια, αλλά όχι το μυαλό» για μια τέτοια επιχείρηση. Η απάντηση των πραξικοπηματιών δεν άφηνε περιθώρια «μην ανησυχείς, εμείς έχουμε και τα δύο». Τελικά, ο ειλικρινής στρατηγός δέχτηκε. Τα πάντα ήταν έτοιμα.
Μπορεί οι περισσότεροι στρατηγοί να αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, αλλά κανείς δεν ενημέρωσε την κυβέρνηση για το τι διαδραματιζόταν. Είναι ενδεικτικό ότι οι μετρημένοι στα δάχτυλα το ενός χεριού στρατηγοί που συντάχτηκαν με τους ανατροπείς πήραν ουσιαστικά μέρος σε επιχειρησιακό επίπεδο μόλις ένα μήνα πριν εκδηλωθεί. Η στρατιωτική ιεραρχία στον τουρκικό στρατό είχε διαταραχτεί επικίνδυνα με πρώην αρχηγούς ΓΕΣ να εκτελούν διαταγές λοχαγών.
Από την εκτροπή στην εκτέλεση
Στις 27 Μαΐου 1960 μια διαπεραστική ραδιοφωνική φωνή θα ανακοίνωνε στους «αγαπητούς πολίτες» ότι “οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας για να αποτρέψουν την αδελφοκτόνο σύγκρουση και να απεμπλέξουν τα κόμματα από την αδιέξοδη κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει(…). Πιστεύουμε και είμαστε συνδεδεμένοι με το ΝΑΤΟ και το CENTO”. Με αυτή του την ανακοίνωση ο αιμοσταγής συνταγματάρχης Αλπασλάν Τουρκές ήταν σαν να δίχαζε τους Τούρκους καθώς στις μεγάλες πόλεις ο κόσμος βγήκε στους δρόμους να πανηγυρίσει αλλά στην αγροτική επαρχία κυριάρχησε σκεπτικισμός.
Όλοι οι υπουργοί και τα κεφάλια του Δημοκρατικού Κόμματος συνελήφθηκαν. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και στενός συνεργάτης του Μεντερές, Τζελάλ Μπαγιάρ, στην προσπάθειά του να αντισταθεί αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ο Μεντερές τη στιγμή του πραξικοπήματος βρισκόταν σε επίσημη επίσκεψη στο Εσκί Σεχίρ και αμέσως αναχώρησε με την συνοδεία του για την Κιουτάχεια με πρόθεση να αντισταθεί. Ωστόσο, ο στρατός τον καταδίωξε στην εθνική οδό, και στις 20.00′, περικυκλωμένος όπως ήταν στο γραφείο του τοπικού κυβερνήτη, αναγκάστηκε να παραδοθεί.
Όλοι οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στη στρατιωτική Ακαδημία και ύστερα από λίγες μέρες στο νησί Yassıada. Εκεί θα γραφόταν ο τραγικός επίλογος μιας εποχής. Ο Μεντερές είχε μετατραπεί σε ψυχολογικό ράκος, χωρίς να μπορεί για πέντε μήνες να δει ούτε έναν δικό του άνθρωπο πέραν των δεσμοφυλάκων που άλλαζαν βάρδια. «Ήταν αφόρητο» παραπονιόταν.
Στις 2 Δεκεμβρίου άρχισαν οι δίκες στο -στενά φρουρούμενο- παλάτι Τοπ Καπί στην Πόλη. Οι πραξικοπηματίες πραγματοποίησαν για τις ανάγκες της δίκης δύο σημαντικές δικονομικές παρεμβάσεις: απαγόρευση επιβολής θανατικής ποινής σε άτομα άνω των 65 ετών και ο αμετάκλητος χαρακτήρας των ετυμηγοριών.
Ο πρόεδρος Σαλίμ Μπασόλ θα προήδρευε ενός αμφιβόλου νομιμότητας και αντικειμενικότητας- εννεαμελούς δικαστηρίου έχοντας απέναντί του 400 υπόπτους και 60 κατηγορούμενους, συμπεριλαμβανομένων των Μεντερές και Μπαγιάρ, του Προέδρου της Βουλής Refik Koraltan, του υπουργού Εξωτερικών Φατίν Ρουστού Ζορλού, του υπουργού Οικονομικών Χασάν Πολατκάν, του Kemal Aygün και του Ethem Yetkiner.
Η πρόκληση των περιστατικών στο Τοπ Καπί με τον Ινονού, τα επεισόδια της Άγκυρας, το πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων στην Πόλη τον Σεπτέμβρη του 1955, που ομολογουμένως έβλαψε σημαντικά την διεθνή εικόνα της Τουρκίας, όλα βάρυναν πολύ στο κατηγορητήριο. Η βασική κατηγορία, όμως, ήταν ότι μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος και συνεπώς η κυβέρνηση σχεδίασαν την δολοφονία του Ισμέτ Ινονού το 1959. Ωστόσο το κατηγορητήριο ήταν ακόμα εμπλουτισμένο και με εννέα υποθέσεις διαφθοράς και σοβαρών αδικημάτων. Στα τελευταία συγκαταλέγονταν ότι ο Μεντερές σκότωσε το νόθο παιδί του και ότι ο Μπαγιάρ πίεσε έναν ζωολογικό κήπο να αγοράσει έναν σκύλο που του είχαν δώσει.
Αυτές οι προσπάθειες ηθικής σπίλωσης των κατηγορούμενων ήταν το επιστέγασμα στις επτά απαγγελθείσες κατηγορίες για παραβίαση του Συντάγματος. Αυτές βασίστηκαν στο άρθρο 146 που απαγόρευε τη φίμωση της Βουλής κατά την προσπάθεια συνταγματικής αλλαγής.
Η εξεταστική επιτροπή του 1960 θεωρήθηκε ως τέτοια αλλά στην πραγματικότητα οι κυβερνητικοί βουλευτές, όπως και όλοι οι βουλευτές, δεν ήταν υπόλογοι για την ψήφο τους, ενώ η πρόταση για εξεταστική πέρασε νόμιμα από τα 2/3 της Βουλής. Παρόλα αυτά, ο Μεντερές βαρυνόταν με την κατηγορία ότι είχε δημιουργήσει μια δικτατορία. Κατά την ακροαματική διαδικασία ήταν παροιμιώδεις οι ταπεινωτικές διακοπές του δικαστή Μπασόλ στις ψύχραιμες προσπάθειες του τέως πρωθυπουργού να απολογηθεί για τις πολλαπλές κατηγορίες. Το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο.
Τελικά 123 άτομα απαλλάχτηκαν, 31 καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη και 418 σε μικρότερες ποινές. Σε θάνατο καταδικάστηκαν 15 άτομα, εκ των οποίων οι 11 αμνηστεύθηκαν ενώ ένας, ο τέως Πρόεδρος Μπαγιάρ, γλίτωσε την αγχόνη λόγω ηλικίας. Του επεβλήθη 26 χρόνια κάθειρξη. Οι Μεντερές, Πολατκάν και Ζορλού απαγχονίστηκαν όλοι μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου του 1961 παρά τις εκκλήσεις για συγχώρεση προς τους δικαστές από τον αρχηγό της χούντας Γκιουρσέλ αλλά και άλλους ηγέτες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου του Αμερικανού Προέδρου Κένεντι και της Βασίλισσας του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ ΙΙ.
Η κληρονομιά του πραξικοπήματος το 1960
Πράγματι το Δημοκρατικό Κόμμα έδειχνε αρχικά να προχωρεί σε ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της χώρας. Σύντομα, όμως, ξέχασε τις αφετηριακές υποσχέσεις του, υιοθετώντας πρακτικές των αντιπάλων του για να τσακίσει κάθε αντιπολιτευτική φωνή. Η οικονομική φιλελευθεροποίηση που επεδίωξε ο Μεντερές όχι μόνο δεν δημιούργησε έναν υγιή ιδιωτικό τομέα ,αλλά στο τέλος της δεκαετίας του 1950 η Τουρκία μαστιζόταν από εξωτερικό χρέος, πληθωρισμό και έλλειψη βασικών αγαθών.
Για να αντιμετωπίσει την εύλογη λαϊκή και κλαδική δυσαρέσκεια ο Μεντερές επέλεξε να υιοθετήσει αυταρχικά μέσα, επαναφέροντας την τουρκική πολιτική στην προ του 1950 κατάσταση, όπως ακριβώς συνέβαινε με το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα. Η περίοδος Μεντερές ήταν ουσιαστικά μια μάχη μεταξύ των αντιπάλων ελίτ της Τουρκίας με θύματα πάντα τον λαό.
Μετά το πραξικόπημα, ο στρατός ανέλαβε να βάλει μια νομοθετική και εκτελεστική τάξη στα πράγματα μέσω της Επιτροπής Εθνικής Ενότητας που απαρτιζόταν από 38 αξιωματικούς. Ευτυχώς για την δημοκρατία, στις τάξεις των πραξικοπηματιών υπήρχαν τόσες διαφορές λόγω διαφωνιών που οι Ένοπλες Δυνάμεις γρήγορα παρέδωσαν την εξουσία στους πολιτικούς, αναχαιτίζοντας και απομονώνοντας τα ακραία στοιχεία.
Στους κόλπους των κινηματιών υπήρχαν οι μετριοπαθείς που επιθυμούσαν στεγανοποίηση στρατού και πολιτικής και απόσυρση του στρατού. Υπήρχαν και οι ακραίοι που απαιτούσαν την ολική στρατιωτική παρουσία στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Τελικά υπερίσχυσαν οι πιο μετριοπαθείς και έτσι προέκυψε το μεγαλύτερο επίτευγμα της πραξικοπήματος: το Σύνταγμα του 1961.
Αν και το Σύνταγμα αυτό είχε πρότυπα το ιταλικό σύνταγμα του 1937 και το γερμανικό του 1949, ήταν το πιο φιλελεύθερο στην ιστορία της Τουρκίας. Καθορίζονταν οι ελευθερίες του ατόμου και η προστασία της ιδιωτικής ζωής, αναχαιτιζόταν οποιαδήποτε κρατική παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων χωρίς τη νόμιμη δικαστική οδό. Οι Τούρκοι θα είχαν πλέον πρόσβαση στην εργασία, ασφάλιση, στην εκπαίδευση και δικαίωμα στην ανάπαυση. Με τα άρθρα 48-53 κατοχυρωνόταν η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Τούρκων.
Για πρώτη φορά θεσμοθετούνταν πραγματικές πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες δίνοντας ευκαιρία στην τουρκική κοινωνία να συμμετέχει πιο ενεργά στα πολιτικά πράγματα. Και εκεί ξεκίνησαν τα προβλήματα. Το αυταρχικό πολιτικό σύστημα δεν μπορούσε να αφομοιώσει αυτή την μαζική συμμετοχή του κόσμου στην εθνική ζωή: διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, επαφές με γραφειοκράτες για ανάδειξη κοινωνικών αιτημάτων, επέκταση των ΜΜΕ ακόμα και επιθέσεις σε πολιτικούς. Το στρατιωτικό και γραφειοκρατικό κατεστημένο της Τουρκίας τρομοκρατήθηκε από αυτές τις αλλαγές στην τουρκική κοινωνία. Το πολιτικό μέλλον της χώρας ήταν προδιαγεγραμμένο.
Από το 1960 η επέμβαση του Στρατού στην πολιτική ζωή περιέλαβε θεσμικό χαρακτήρα μέσω του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Έκτοτε, η άμεση επέμβαση αποτελούσε μόνιμο ενδεχόμενο για να σώσει το κράτος από τους πολιτικούς αλλά και από τους πολίτες του! Πράγματι, πραξικόπημα έγινε και το 1971 και το 1980. Η διαχείριση των πλεονεκτημάτων και αδυναμιών της δημοκρατίας είναι μια δύσκολη υπόθεση για ένα έθνος με στρατοκρατικό αυτοκρατορικό παρελθόν.