Ασφαλιστικό κενό και καθολική κάλυψη
22/12/2017του Γιάννη Κυριόπουλου –
Είναι η πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική περίοδο κατά την οποία η χώρα μας εμφανίζεται υπολειπόμενη -σε σχέση με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ- ως προς την ασφαλιστική κάλυψη του πληθυσμού. Με πρακτικούς όρους -πλην του πλήγματος κύρους- τα φαινόμενα αυτά απειλούν τους μηχανισμούς συναίνεσης και νομιμοποίησης και θέτουν σε αμφισβήτηση το πολιτικό status quo.
Ταυτοχρόνως, η κατάσταση αυτή ανορθώνει εμπόδια στην πρόσβαση και χρήση από τον ανασφάλιστο πληθυσμό, ο οποίος ευρίσκεται σε αυξημένο κίνδυνο λόγω απώλειας της εργασίας και μείωσης του εισοδήματος. Ως εκ τούτου, προκαλεί επίσης και πρόσθετη επιβάρυνση στην υγεία και την οικονομία της υγείας, εξ αιτίας ακριβώς αυτής της κατάστασης.
Κατά συνέπεια, το πολιτικό και κοινωνικό πρόταγμα συνίσταται στην επαναφορά της καθολικής (και σχεδόν πλήρους) κάλυψης του πληθυσμού υπό το βάρος του περιοριστικού καθεστώτος των πολιτικών του μνημονίου. Οι προτεινόμενες απαντήσεις στο πρόβλημα περιορίζονται στην αποσπασματική αντιμετώπιση με ειδικές ρυθμίσεις, οι οποίες αναφέρονται μερικώς και εισάγουν διακρίσεις στο θέμα αυτό.
To παράδοξο μοντέλο ασφάλισης
Πρόσφατα επιχειρείται η διατύπωση ενός εναλλακτικού σχήματος “κρατικής” ασφάλισης με βάση κυρίως την ανάγκη απαλλαγής των εργοδοτικών εισφορών. Η συνέπεια αυτού θα είναι η μείωση του κόστους παραγωγής και αύξησης της ανταγωνιστικότητας. Το παράδοξο είναι ότι κάτι τέτοιο υποστηρίζεται από τους φιλελεύθερους αλλά και από κρατιστές.
Όμως, αυτή η (έξω)ασφαλιστική προσέγγιση προσκρούει στο αβάσιμο της βασικής οικονομικής υπόθεσης, όπως καταδεικνύουν πολλαπλά εμπειρικά δεδομένα. Επιπλέον, προσκρούει στο μη εφικτό των μηχανισμών της γενικής φορολογίας να συνεισφέρουν με πρόσθετους πόρους της τάξης του 3,5-5,0% του ΑΕΠ στην προβλεπτή χρονική περίοδο.
Ανεξαρτήτως αυτών των παρατηρήσεων, η έρευνα σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά και η αξιολόγηση από μέρους των διεθνών οργανισμών, αποδεικνύει την καταφανή υπεροχή των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης τύπου Bismarck στις προτιμήσεις των πολιτών και τις επιδόσεις (ως προς την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα) έναντι των συστημάτων τύπου Beveridge, τα οποία υπερτερούν στον έλεγχο του κόστους.
Στην πραγματικότητα η παγκόσμια κοινότητα συγκλίνει σε μια μικτή και ενδιάμεση προοπτική (συστήματα Bis-veridge ή Bev-marck), δια των οποίων καλύπτεται το κριτήριο της καθολικής κάλυψης και της ισότητας, Επίσης, της ποιότητας, των πολλαπλών επιλογών με βάση τις προτιμήσεις των πολιτών και της αποδοτικής χρήσης των πόρων. Στο πλαίσιο αυτό, η επαναφορά, ως προτεραιότητα, στην πολιτική διάταξη της καθολικής ασφάλισης σχετίζεται με χρηματοδοτικά και οργανωτικά θέματα διαρθρωτικών αλλαγών στον υγειονομικό τομέα.
Πρωτοβάθμια φροντίδα αντί νοσοκομειακής περίθαλψης
Στη κατεύθυνση αυτή, η επανασυγκρότηση του υγειονομικού τομέα είναι αναγκαίο να εστιάσει τις πολιτικές της στην προσιτή και “οικονομική” πρωτοβάθμια φροντίδα έναντι της δαπανηρής και μη ευχερώς προσβάσιμης νοσοκομειακής περίθαλψης. Ταυτοχρόνως, οφείλει να διασφαλίσει μια “πολυστηρικτική” βάση χρηματοδότησης (ασφαλιστικές εισφορές, γενική φορολογία, ιδιωτική δαπάνη νοικοκυριών και ειδικοί φόροι “αμαρτίας”).
Η εξέλιξη αυτή μπορεί να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας σε συνθήκες καθολικής κάλυψης του πληθυσμού. Επίσης, θα αποτρέψει τη “διχοτόμηση” σ’ ένα μικρό κρατικό “προνοιακό” τμήμα (για τους φτωχούς, τους ανέργους και τους ηλικιωμένους) και ένα “απο-ασφαλισμένο” ιδιωτικο τομέα.
Συμπερασματικά, η καθολική κάλυψη και η πρόσβαση, χωρίς την εισαγωγή διακρίσεων στιγματισμού, μπορεί να επιτευχθεί με την ανάδευση και μόχλευση των εισροών από διάφορες πηγές. Σε αυτό θα συντελέσει και η διεύρυνση των τελευταίων, ώστε οι πόροι από τη γενική και ειδική φορολογία να θεραπεύουν τα ενδημικά προβλήματα των ανισοτήτων, δίχως να εμποδίζονται οι μηχανισμοί επίτευξης της αποδοτικότητας. Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα ζήτημα υψίστης πολιτικής προτεραιότητας για την κοινωνική συνοχή και την ανάπτυξη.