Δημογραφικό, μετανάστευση και αποσυνταξιοδότηση
13/09/2024Η γήρανση του πληθυσμού, δεν είναι ένα φαινόμενο, το οποίο έχει μόνο δημογραφικές-πληθυσμιακές επιπτώσεις. Έχει επίσης κοινωνικο-οικονομικές, γεωπολιτικές, γεωοικονομικές, κ.λ.π. επιπτώσεις. Ειδικότερα, οι κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις δεν αφορούν –όπως υποστηρίζεται– μόνο την χρηματοδότηση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.
Κι αυτό επειδή το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού μακροπρόθεσμα προκαλεί την μείωση του πληθυσμού. Πράγματι, σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές του ΟΗΕ, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι τα 11 δισ. άτομα μέχρι το 2090, ενώ μέχρι το τέλος του αιώνα μας θα αρχίσει για πρώτη φορά να μειώνεται. Ο βασικός λόγος γι’ αυτό είναι επειδή ο δείκτης ολικής γονιμότητας που στην αρχή του 21ου αιώνα ήταν 2,7 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία, το 2023 μειώθηκε σε 2,3 παιδιά και από το 2050 και μετά θα είναι κάτω από 2,1 παιδιά (θεωρητικό όριο αναπλήρωσης του πληθυσμού προκειμένου να διατηρηθεί ένας πληθυσμός περίπου σταθερός).
Η Κίνα, η χώρα με το μεγαλύτερο πληθυσμό παγκοσμίως επί σειρά ετών, είναι ήδη αντιμέτωπη με τη γήρανση του πληθυσμού και σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η Ινδία την ξεπέρασε στο τέλος του 2023. Επιπλέον, από τις δημογραφικές προβολές προκύπτει ότι από 1,4 δισ. άτομα πληθυσμό, η Κίνα θα μειωθεί στο επίπεδο των 900 εκατ. ατόμων μέχρι το 2100. Αντίστοιχα, η Ιταλία έχει από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας με μόλις 1,23 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία και οι δημογράφοι υποστηρίζουν ότι ο πληθυσμός της Ιταλίας θα μειωθεί από τα 59 εκατ. άτομα σε 48 εκατ. άτομα μέχρι το 2070, εφόσον ο δείκτης γονιμότητας αυξηθεί σε 1,5 παιδιά. Σε διαφορετική περίπτωση η μείωση του πληθυσμού θα είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Στη Ρωσία, τον κώδωνα του κινδύνου για το δημογραφικό κρούει η Ανώτατη Σχολή Εμπορικών Επιστημών (HSE) της χώρας, η οποία επισημαίνει τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού στην οικονομική ανάπτυξη, υπολογίζοντας ότι για να διατηρηθεί ο πληθυσμός σταθερός στα επίπεδα του 2023 και να μην επηρεαστεί το εργατικό δυναμικό θα πρέπει να δέχεται ετησίως ένα αριθμό μεταναστών ίσο με 390.000 άτομα.
Αυτό σημαίνει ότι μέχρι το 2070, ο προερχόμενος από μεταναστευτικές ροές πληθυσμός στη Ρωσία θα αντιστοιχεί στο 10% περίπου του πληθυσμού της συγκεκριμένης χώρας. Αντίστοιχα, η Γερμανία αναζητά περίπου 8 εκατ. άτομα (περίπου 10% του πληθυσμού) ως εργατικό δυναμικό μέχρι το 2035, επειδή αναμένεται έλλειψη εργατικού δυναμικού, η οποία θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στον παραγωγικό τομέα και την αδιάκοπη ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας.
Ο πληθυσμός στην Ελλάδα
Σε αυτό το περιβάλλον του παγκόσμιου φαινομένου της δημογραφικής γήρανσης –σύμφωνα με τις πρόσφατες προβολές της Eurostat (Europop2023)– ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί σε 7,8 εκατ. άτομα μέχρι το 2070 και σε 7,3 εκατ. άτομα μέχρι το 2100, ακόμη και εάν ο δείκτης γονιμότητας αυξηθεί από 1,43 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία το 2023 σε 1,55 παιδιά μέχρι το 2070.
Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά, διερευνήσαμε που οφείλεται η μείωση αυτή του πληθυσμού, συγκρίνοντας τις δημογραφικές προβολές της Eurostat που είχε πραγματοποιήσει για τη χώρα μας το 2010, το 2019 και το 2023. Από το Διάγραμμα 1 αναδεικνύεται ότι το 2010 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 11,1 εκατ. και η Eurostat προέβλεπε ότι το 2025 ο πληθυσμός θα ήταν 11,6 εκατ. άτομα και το 2070 θα ήταν 11,2 εκατ. άτομα, δηλαδή θα παρέμενε σταθερός.
Σε αυτές τις δημογραφικές προβολές θεωρήθηκε ότι μέχρι το 2070 θα υπήρχε θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο ίσο με 31.000 άτομα ετησίως κατά μέσο όρο μέχρι το 2070. Στις προβολές του 2023, οι προβλέψεις ήταν πιο δυσοίωνες, δεδομένου ότι υπήρχε η εκτίμηση πως ο πληθυσμός στην Ελλάδα θα μειωθεί σε 7,8 εκατ. μέχρι το 2070, με την υπόθεση εργασίας ότι ο δείκτης γονιμότητας θα αυξηθεί σε 1,55 παιδιά μέχρι το 2070 (από 1,43 το 2023), ενώ η μέση ετήσια μεταναστευτική ροή θα μειωθεί στα 8.000 άτομα ετησίως (Διάγραμμα 2).
Σύμφωνα με το Διάγραμμα 2, οι βασικές παράμετροι που συμβάλλουν στη μείωση του πληθυσμού στο επίπεδο των 7,8 εκατ. (2070) είναι οι υποθέσεις εργασίας που αφορούν την μέση ετήσια καθαρή μεταναστευτική ροή. Στο περιβάλλον αυτό, εξετάσαμε ως υπόθεση εργασίας την περίπτωση να αποτελεί ο μεταναστευτικός πληθυσμός στην Ελλάδα το 10% του συνολικού πληθυσμού, όπως για παράδειγμα σε άλλες χώρες της Ευρώπης (Γερμανία, Ελβετία, Ρωσία κλπ).
Για να διατηρηθεί ο πληθυσμός και το εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα στο σημερινό επίπεδο, διαπιστώθηκε από τις σχετικές ποσοτικές προσεγγίσεις μας ότι το επίπεδο γονιμότητας στην Ελλάδα απαιτείται να αυξηθεί σε 1,85 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία. Επίσης, από τη συγκεκριμένη ανάλυση αναδεικνύεται ότι η μετανάστευση μπορεί βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα να συμβάλλει στην επιβράδυνση της μείωσης του εργατικού δυναμικού και γενικά στην επιβράδυνση της μείωσης του πληθυσμού, όμως σε μακροπρόθεσμο επίπεδο απαιτείται να αυξηθεί σημαντικά ο δείκτης γονιμότητας.
Αυτό σημαίνει ότι σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή εάν δεν αυξηθεί ο δείκτης γονιμότητας και ο αριθμός των γεννήσεων παραμείνει στα επίπεδα που θεωρεί η Eurostat κοντά στα 1,55 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία, τότε η αναλογία του μεταναστευτικού πληθυσμού στο σύνολο του πληθυσμού της Ελλάδας μέχρι το 2070 θα προσεγγίζει το 18%, δηλαδή σημαντικά παραπάνω (σχεδόν διπλάσιο) από το επίπεδο του 10%.
Η λύση που προκρίνεται
Σε αυτό το δημογραφικό περιβάλλον και με αφορμή την γήρανση του πληθυσμού η ΕΕ, ο ΟΟΣΑ και άλλοι διεθνείς οργανισμοί προβάλλουν σαν λύση για την αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού τη μετανάστευση και πρόσφατα προβάλλεται η έννοια της αποσυνταξιοδότησης, δηλαδή η συνέχιση της εργασίας μέχρι τα 74 έτη και περισσότερο! Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να δούμε την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την γήρανση του πληθυσμού (Ageing Working Group 2024).
Ενώ μέχρι το 2021, ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός θεωρούνταν η πληθυσμιακή ομάδα ηλικιών 15-64 ετών, στην έκθεση του 2024 παρουσιάζεται ως οικονομικά ενεργός πληθυσμός οι ηλικιακές ομάδες 19-74 ετών. Στην κατεύθυνση αυτή της προώθησης της ενεργούς γήρανσης εντάσσεται στην Ελλάδα η πρόσφατη διάταξη κατάργησης της μείωσης της σύνταξης κατά 30% και η επιβολή κράτησης 10% στο εισόδημα του συνταξιούχου που συνεχίζει να εργάζεται.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εργαζόμενοι-συνταξιούχοι στην Ελλάδα από 36.000 το 2023, μετά την ψήφιση της συγκεκριμένης διάταξης, αυξήθηκαν σε 200.000 άτομα. Στο υπόβαθρο αυτό σχεδιάζεται και υλοποιείται και στην Ελλάδα η στρατηγική της αποσυνταξιοδότησης. Αυτή συνίσταται στον σταδιακό περιορισμό της κοινωνικής ασφάλισης με συντάξεις στο όριο της φτώχειας και στη σταδιακή αντικατάσταση της συρρίκνωσης της σύνταξης από τη συνέχιση της εργασίας του συνταξιούχου και από συμπληρωματικές ιδιωτικές κεφαλαιοποιητικές συντάξεις που στηρίζονται στην αποταμίευση. Προκειμένου αυτές να καταβάλουν επαρκή ποσά ιδιωτικής σύνταξης απαιτείται η επιμήκυνση του εργασιακού βίου.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η πολιτική της ΕΕ και των κρατών-μελών για την αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού χαρακτηρίζεται τόσο από τη μεσοπρόθεσμη προοπτική της (μέχρι το 2050), όσο και από την έμφαση στη μετανάστευση, αντί στην αύξηση της γονιμότητας, για την αύξηση του εργατικού δυναμικού. Επίσης, δίνει έμφαση στην ενεργό γήρανση, δηλαδή στην παράταση του εργασιακού βίου για τον σταδιακό περιορισμό του μεριδίου της δημόσιας σύνταξης, αντί της ενεργού απασχόλησης του εργαζόμενου για την αύξηση του μεριδίου της δημόσιας σύνταξης στο εισόδημα του συνταξιούχου.
Στις συνθήκες αυτές επιβάλλεται, να κατανοηθεί σε βάθος στην Ελλάδα από τους φορείς σχεδιασμού και άσκησης των δημόσιων πολιτικών η μακροχρόνια, πολυπαραγοντική και σύνθετη διάσταση του δημογραφικού προβλήματος. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση εξειδικευμένων μέτρων δημογραφικής πολιτικής (αναπτυξιακά, κοινωνικών υποδομών, εισοδηματικά, στεγαστικά, κοινωνικο-ασφαλιστικά-συνταξιοδοτικά κλπ.) απαιτείται, μεταξύ άλλων, να απομακρύνεται από την αποσπασματικότητα και να συνοδεύεται από την ανά πενταετία αξιολόγηση στόχου-αποτελέσματος. Έτσι μόνο η ασκούμενη πολιτική σε επιχειρησιακό επίπεδο θα διατηρεί σε βάθος χρόνου συνεκτικότητα, εσωτερική δυναμική και κοινωνικο-δημογραφική αποτελεσματικότητα.