Είναι καταχρηστική η αποχή των δικηγόρων;
26/02/2024Συχνά ακούμε ότι η τάδε δίκη, που απασχολεί τη δημοσιότητα, ματαιώθηκε ή αναβλήθηκε λόγω αποχής των δικηγόρων, ή ακόμα χειρότερο όταν ο απλός πολίτης, που αναγκάζεται να καταφύγει στα δικαστήρια για να βρει το δίκιο του και μετά πάροδο ετών φθάσει κάποτε η ώρα να δικαστεί η υπόθεσή του, πληροφορείται ξαφνικά ότι η δίκη, που ενδεχόμενα από την έκβαση της εξαρτά ουσιώδη οικονομικά ή προσωπικά συμφέροντα, αναβάλλεται ή ματαιώνεται εξαιτίας της αποχής των δικηγόρων.
Εύλογα τίθεται το ερώτημα με ποιο δικαίωμα οι δικηγόροι εμποδίζουν την απονομή της δικαιοσύνης για να ικανοποιηθούν όχι μόνο συνδικαλιστικά τους αιτήματα, αλλά και τι κάνει κάθε κυβέρνηση για να εξασφαλίσει στους πολίτες της τη στοιχειώδη λειτουργία της δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις προεκλογικές εξαγγελίες τουλάχιστον των κομμάτων εξουσίας. Η απάντηση είναι ότι σε κινητοποιήσεις ισχυρών επαγγελματικών τάξεων κανείς δεν τολμά να συγκρουστεί με αυτές και περιμένει να λήξει η αποχή με την ικανοποίηση κάποιων αιτημάτων και με το μικρότερο δυνατόν πολιτικό κόστος.
Αφορμή για το σχόλιο είναι οι πρόσφατες επαναλαμβανόμενες αποφάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων για την κήρυξη και συνέχιση της αποχής των δικηγόρων με σκοπό την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, στα οποία συνεχώς προστίθενται νέα. Η πρακτική αυτή ακολουθείται και από άλλες ισχυρές επαγγελματικές τάξεις (γιατροί, εκπαιδευτικοί κ.α.), στην παροχή της εργασίας των οποίων προέχει το πνευματικό στοιχείο (artes liberalles). Οι ομάδες αυτές κατά κάποιο τρόπο μετέχουν στο “βαθύ κράτος” μας. Μας δίνεται λοιπόν η ευκαιρία να εξετάσομε το θέμα συνολικά, με ειδικότερη αναφορά στην αποχή των δικηγόρων, που τηρουμένων των αναλογιών ισχύει και για τις άλλες επαγγελματικές τάξεις, που κηρύσσουν αποχή ή απεργία για την ικανοποίηση αιτημάτων που μπορεί να έχουν και πολιτικό χαρακτήρα.
Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος παραθέτομε τις σχετικές διατάξεις που το ρυθμίζουν: άρθρο 23 παρ.2 του Συντάγματος: «Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων. Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς». Η αναφορά «η απεργία με οποιαδήποτε μορφή» σημαίνει ότι στην έννοια της απεργίας περιλαμβάνεται και η αποχή, που ισούται με αυτή κατά αποτέλεσμα. Άλλωστε, απεργία υπάρχει μόνο επί παροχής εξαρτημένης εργασίας. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος: Ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός και «συμπράττων λειτουργός της Δικαιοσύνης».
Πότε είναι νόμιμη η αποχή
Σύμφωνα με την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 1466/2016): Οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων που κηρύσσουν αποχή των μελών τους από την άσκηση των καθηκόντων τους συνιστούν νόμιμο μέσο δράσης των συλλόγων και δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, ή σε άλλες υπερνομοθετικές διατάξεις. Υπόκεινται όμως σε περιορισμούς που επιβάλλονται από τη φύση της δικαιοδοτικής λειτουργίας ως μιας από τις κρατικές λειτουργίες (άρθρο 26 Σ), η οποία δεν νοείται να παραλύει σε ένα Κράτος Δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των δικηγόρων, οι οποίοι συμβάλλουν στην απονομή της Δικαιοσύνης.
Συνεπώς η νομιμότητα των αποφάσεων των Διοικητικών Συμβουλίων των Δικηγορικών Συλλόγων και των άλλων επαγγελματικών συλλόγων ελέγχεται ακυρωτικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας αν οι λόγοι κήρυξης της αποχής αφορούν αποκλειστικά τα έννομα συμφέροντα των δικηγόρων, σε συνδυασμό με τις συνέπειες σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος.
Θα αναφερθώ μόνο σε πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων για κήρυξη αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντα τους, όπως με τη κήρυξη στοχευμένης αποχής από τις πρωτόδικες δίκες των δικηγόρων υπεράσπισης των κατηγορούμενων για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Το αίτημα είναι η κατάργηση ή τροποποίηση του άρθρου 187 παρ. 6 του Ποινικού Κώδικα, με το οποίο προβλέπεται η μη μετατροπή, η μη αναστολή της ποινής και η έφεση να μην έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα σε περίπτωση καταδίκης για την πράξη της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, το οποίο εν μέρει ικανοποιήθηκε με την ψήφιση των ποινικών κωδίκων.
Καταχρηστική η αποχή
Συνέπεια της στοχευμένης αποχής των δικηγόρων υπεράσπισης κατηγορουμένων ήταν να μην μπορεί η Εισαγγελία να εισάγει προς εκδίκαση άνω των 500 σχετικών υποθέσεων πανελληνίως και έτσι πολλοί επικίνδυνοι κρατούμενοι αφήνονται ελεύθεροι λόγω παρόδου του 18μηνου της προσωρινής κράτησης. Στη συνέχεια, αφού προηγούμενα είχε αποφασισθεί η αποχή από δίκες συμφερόντων του Δημοσίου και ΝΠΔΔ, αποφασίσθηκε η αποχή από δίκες και δικηγορική δραστηριότητα κατά συγκεκριμένες ημερομηνίες με αίτημα την απόσυρση των νέων φορολογικών μέτρων της φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών με την εισαγωγή φορολογητέου τεκμαρτού εισοδήματος και την υλοποίηση των αποφάσεων της ίδιας Ολομέλειας για τη στήριξη του δικηγορικού επαγγέλματος με τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων.
Και οι δύο παραπάνω αποφάσεις της Ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων στερούνται νόμιμης βάσης. Η πρώτη αφορά ζήτημα που ανάγεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, που χαράσσει την αντιεγκληματική πολιτική. Η δεύτερη, ανάγεται στις ίδιες εξουσίες, που χαράσσουν τη φορολογική πολιτική και όχι στην αρμοδιότητα των δικηγορικών συλλόγων.
Δεν προβλέπεται από καμιά διάταξη νόμου και ούτε νοείται να επιβάλλουν τις απόψεις τους και για ζητήματα που δεν συνδέονται άμεσα με τα συμφέροντά τους με αποχή, δηλαδή με παράλυση της δικαστικής λειτουργίας. Σαφώς, τα ίδια φαινόμενα είχαμε με την αποχή των ιατρών του ΕΣΥ, που παραλύει το σύστημα Υγείας και τις απεργίες των εκπαιδευτικών με παράλυση του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η φοροδιαφυγή αδικεί τους συνεπείς
Με ορθή εκτίμηση των δεδομένων, η εισαγωγή του υπό διαμόρφωση φορολογητέου τεκμαρτού εισοδήματος συμφέρει σχεδόν όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες (πλην εξαιρέσεων ασθενών και νέων) που φοροδιαφεύγουν, αντί της φορολόγησης βάση τεκμηρίων, ασφυκτικών οικονομικών ελέγχων και επιβολή κυρώσεων. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα το 53,19% των Ελλήνων δηλώνει λιγότερα έσοδα από τα πραγματικά.
Σε κάθε περίπτωση η φοροδιαφυγή αποβαίνει σε βάρος των συνεπών φορολογούμενων, που είναι κυρίως οι μισθωτοί, συνταξιούχοι και με εισοδήματα από ενοίκια, που καταβάλλουν το 89% των αμέσων φόρων. Άλλωστε, όλοι μας έχομε ιδία γνώση της συστημικής φοροδιαφυγής των ελεύθερων επαγγελματιών από τους τεχνίτες μέχρι γιατρούς και δικηγόρους με την κλασσική ερώτηση “με ή χωρίς απόδειξη”…
Η Πολιτεία –ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους– πρέπει να λάβει μέτρα με τη θέσπιση και κυρίως με νόμιμες παρεμβάσεις για την εφαρμογή των νόμων ακόμη και με προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την ακύρωση των χωρίς νόμιμη αιτιολογία αποφάσεων των Δικηγορικών Συλλόγων (ΝΠΔΔ), ώστε να εξασφαλίσει την ταχεία και αξιόπιστη απονομή της δικαιοσύνης, τον περιορισμό του “βαθέος κράτους” και την εμπέδωση του Κράτους Δικαίου στη χώρα μας. Παράλληλα οφείλει να ρυθμίσει την παροχή υπηρεσιών από κοινωνικές ομάδες με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην είναι δυνατή η εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης τους για την επιβολή των απόψεων τους.