ΘΕΜΑ

Ένας δαιμόνιος Σπαρτιάτης στο ηφαίστειο της Χαβάης

Ένας δαιμόνιος Σπαρτιάτης στο ηφαίστειο της Χαβάης, Νεφέλη Λυγερού

Οι φωτιές στη Χαβάη έφεραν την καταστροφή στον τόπο, σπέρνοντας τον θάνατο και σοκ σε ντόπιους και τουρίστες. Οι περισσότεροι από αυτούς ούτε που είχαν διανοηθεί ότι θα κινδύνευαν ποτέ, σε αυτό το βαθμό. Διαβάσαμε μάλιστα και την δήλωση ενός Καναδού που έλεγε ότι πήγε με την γυναίκα του διακοπές στην Χαβάη, για… να αποφύγουν τις πυρκαγιές της Ελλάδας!

Συγκεκριμένα, όταν το ζευγάρι διάβασε για τις φωτιές στη Ρόδο, άλλαξαν εισιτήρια και βρέθηκαν στην Χαβάη. Τώρα το ταλαιπωρημένο ζευγάρι είναι μεταξύ των τουριστών που γυρίζουν άρον-άρον στην πατρίδα τους. Όμως υπάρχει ένας πολύ ενδιαφέρον συνδετικός κρίκος της Ελλάδας με το νησί αυτό: Εκείνος που ανέπτυξε τον τουρισμό στην Χαβάη ήταν ένας δαιμόνιος Σπαρτιάτης μετανάστης, που είδε το ηφαίστειο ως ατραξιόν!

Ο ίδιος έζησε εκεί και πέθανε σε ηλικία 101 ετών, το δε ξενοδοχείο του, χτισμένο σε μια πλαγιά “που έβλεπε” σε ένα από τα ηφαίστεια της χώρας, διατήρησε την ονομασία Volcano House και μετατράπηκε εν συνεχεία σε ξενώνα που εντάχθηκε στα Εθνικά Πάρκα του νησιού. Καθώς δεν βρίσκεται στο νησί Maui που έπληξε η φονική πυρκαγιά, πιθανών να μην απειλείται. Ποια είναι όμως η ιστορία του Γιώργου Λυκούργου, που μάλιστα υπερασπίστηκε και την ανεξαρτησία της Χαβάης, όταν οι Αμερικανοί ανέτρεψαν τη βασίλισσα του τόπου για να προσαρτήσουν το νησί;

Η ιστορία του Γιώργου Λυκούργου

Ο Γιώργος Λυκούργος αποχαιρέτησε τους γονείς και τα αδέλφια του στον ορεινό Βασσαρά Λακωνίας (24 χλμ βορείως της Σπάρτης) και το 1877 έβαλε πλώρη για την Αμερική –τον “νέο κόσμο”, όπως τον χαρακτήριζαν τότε οι Έλληνες κι όχι μόνο, οραματιζόμενοι μια χώρα γεμάτη ευκαιρίες και χρήματα. Ο νεαρός Έλληνας μετά βίας είχε στην τσέπη του τα χρήματα για να πληρώσει το μακρινό ταξίδι, ενώ όλα του τα υπάρχοντα ήταν στριμωγμένα σε μία βαλίτσα.

Ήταν, μόλις, 19 ετών, αλλά είχε ολοκληρώσει τη 18μηνη στρατιωτική του θητεία. Φοβισμένος, αλλά αποφασισμένος για μία νέα ζωή έφτασε στην Αθήνα κι από τον Πειραιά πήγε με καράβι στο Λίβερπουλ της Αγγλίας. Από εκεί, μετά από εβδομάδες κακουχιών σε πλοίο, είδε το λιμάνι της Νέας Υόρκης. Είχε φτάσει, αλλά το ταξίδι του μόλις άρχιζε. Δεν γνώριζε κανέναν. Δεν μιλούσε αγγλικά και είχε ξοδέψει τα ελάχιστα χρήματα που διέθετε. Μετά βίας μπόρεσε να βρει μία δουλειά του ποδαριού. Πουλούσε στο δρόμο λεμόνια. Χαμογελούσε στον κόσμο, τον χαιρετούσε στα ελληνικά και κουτσομάθαινε τις πρώτες του λέξεις στα αγγλικά: “Θενκ γιου”, “Λέμονς πλιζ”.

Το κρύο της Νέας Υόρκης δεν το άντεξε. Δεν θύμιζε σε τίποτα την πατρίδα. Έτσι, αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα ακόμα ταξίδι, αυτή τη φορά στην πιο ζεστή και λιγότερο αναπτυγμένη τότε Καλιφόρνια. Πράγματι, έφτασε στο Σαν Φρανσίσκο. Την περίοδο εκείνη, η πόλη αναπτυσσόταν με φρενήρεις ρυθμούς. Δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια από τον “πυρετό του χρυσού”, κατά τη διάρκεια του οποίου μετανάστες από όλο τον κόσμο έφταναν εκεί προς αναζήτηση του πολύτιμου μεταλλεύματος.

Οι περίπου χίλιοι κάτοικοι του Σαν Φρανσίσκο σε ένα χρόνο έγιναν 25.000 και η πληθυσμιακή έκρηξη συνεχίστηκε, καθώς η περιοχή προσέλκυε ακόμα και Κινέζους εργάτες για την κατασκευή της μεγάλης σιδηροδρομικής γραμμής στη δεκαετία του 1860. Ο Γιώργος Λυκούργος συνδέθηκε με δύο ξαδέλφια του, τον Γιάννη και τον Πέτρο κι αποφάσισαν να ασχοληθούν με το εμπόριο φρούτων. Έστελνε με το πλοίο από το Σαν Φρανσίσκο καλιφορνέζικα προϊόντα και κρασί  στον εξάδελφό του, στη Χονολουλού της Χαβάης και εκείνος του έστελνε μπανάνες από τη Χαβάη για να τις πουλήσει ο Λυκούργος σε διάφορες πολιτείες ως μεγαλοεισαγωγέας.

Ο “Δούκας της Σπάρτης”

Παράλληλα, ο Γιώργος Λυκούργος είχε ανοίξει ένα εστιατόριο. Με τον καιρό αγάπησε το Σαν Φρανσίσκο και ρίζωσε εκεί. Τίποτα δεν προμήνυε το επόμενο κεφάλαιο της ζωής του. Ήταν Φθινόπωρο του1889 και μία παρέα φίλων του θα πήγαιναν με πλοίο στην Χαβάη. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Κλάους Σπέκελς, μετανάστης από τη Γερμανία. Είχε, όπως και ο Γιώργος Λυκούργος, φτάσει στην Αμερική για μία καλύτερη ζωή, αλλά είχε και επιχειρηματικά σχέδια για την Χαβάη.

Ο Γερμανός είχε αναλάβει την εξαγωγή ζάχαρης από την Χαβάη προς την Καλιφόρνια. Είχε, μάλιστα, ιδρύσει το δικό του εργοστάσιο ζάχαρης εκεί, την οποία και έστελνε στις ΗΠΑ με δικά του πλοία. Ο Γιώργος Λυκούργος γνώριζε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του φίλου του, αλλά δεν είχε αποφασίσει να αφήσει το Σαν Φρανσίσκο και να εγκατασταθεί στη Χαβάη.

Ανέβηκε στο πλοίο μαζί τους για να τους αποχαιρετίσει και για να περάσει η ώρα μέχρι την αναχώρηση, το έριξαν στο χαρτάκι. Πριν το καταλάβουν, όμως, το πλοίο σήκωσε άγκυρα με το Γιώργο Λυκούργο να κατευθύνεται προς τη Χαβάη. Εκείνο που δεν γνώριζε ήταν το ότι η ζωή του θα άλλαζε δραστικά για δεύτερη φορά μετά τον πρώτο του ξεριζωμό από την πατρίδα. Η άφιξή του στο νησί σηματοδότησε όχι απλά ένα νέο κεφάλαιο, αλλά και έναν έρωτα που δεν έσβησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Αγάπησε με πάθος το νησί και καταπιάστηκε με διάφορες δουλειές. Διακρίθηκε στο εμπόριο της μπανάνας. Μέχρι το 1892 είχε καταφέρει να γίνει ιδιοκτήτης μίας εκ των δύο μεγαλύτερων εταιρειών της Χαβάης που εμπορεύονταν μπανάνες. Ασχολήθηκε και με το εμπόριο αλκοόλ. Προερχόμενος από την Σπάρτη, ο Γιώργος Λυκούργος ήταν φιλοβασιλικός, άρα δεν είχε κανένα πρόβλημα να πλησιάσει τον τότε βασιλιά του νησιού Καλακάουα, που είχε το προσωνύμιο “χαρούμενος μονάρχης”.

Οι δυο τους με τον καιρό καλλιέργησαν στενές φιλικές σχέσεις. Ήταν τότε που ο Λυκούργος απέκτησε την κυριότητα του μοναδικού τουριστικού θερέτρου του νησιού “San Souci”. Το όνομα προερχόταν από τη γαλλική φράση “ξέγνοιαστα” και για την εποχή ήταν ένα πρωτοποριακό θέρετρο στην παραλία Waikiki της Χονολουλού. Προσέλκυσε αξιόλογη πελατεία, συμπεριλαμβανομένου του συγγραφέα Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Είχε, όμως, και ο Λυκούργος εν τω μεταξύ κερδίσει τον δικό του τίτλο, ως “Δούκας της Σπάρτης”, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του.

Μετά τον θάνατο του βασιλιά της Χαβάης, στήριξε την διάδοχό του και τελευταία μονάρχη πριγκίπισσα Λιλιουοκαλάνι. Κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας της, η μονάρχης αυτή ξεκίνησε διαδικασίες σύνταξης Συντάγματος, με το οποίο θα παραχωρούσε το δικαίωμα ψήφου και στους οικονομικά ασθενέστερους υπηκόους της. Θα μείωνε το όριο των περιουσιακών στοιχείων που όφειλαν σύμφωνα με τον παλαιότερο νόμο να έχουν στο όνομά τους, για να δικαιούνται να ψηφίζουν.

Η Χαβάη πατρίδα του

Ο Έλληνας που πλέον θεωρούσε τη Χαβάη πατρίδα του τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της και πάλεψε να την κρατήσει στην εξουσία, εναντίον όσων υποστήριζαν την ανατροπή της και την ένωση της Χαβάης με τις ΗΠΑ. Αυτοί ήταν που συνεργάστηκαν με 300 Αμερικανούς πεζοναύτες που αποβιβάστηκαν στη Χονολουλού, με αποτέλεσμα την επίσημη προσάρτηση των νήσων της Χαβάης το 1898. Ο Λυκούργος αναγκάστηκε να τους φιλοξενήσει στο ξενοδοχείο του και να φροντίζει για την σίτισή τους.

Λίγο μετά, συνελήφθη και φυλακίστηκε από το νέο καθεστώς, με την κατηγορία της προδοσίας. Αν και χωρίς αποδείξεις πίστευαν ότι εκείνος ήταν που είχε προμηθεύσει όπλα στην αποτυχημένη αντεπανάσταση των φιλοβασιλικών. Έμεινε 51 ημέρες στη φυλακή, επειδή αρνιόταν να υπογράψει ένα έγγραφο, με το οποίο δεν θα είχε καμία οικονομική αξίωση εναντίον των αρχών. Παρέμεινε ανένδοτος.

Μετά την αποφυλάκισή του, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να επιστρέψει στην Ελλάδα για να δει φίλους και συγγενείς. Κατά την επιστροφή του στη Χαβάη εν συνεχεία, ξεκινάει το πιο λαμπρό μέρος της δραστηριότητάς του, καθώς ανοίγει το Union Grill. Τώρα έχει νέου μπελάδες, επειδή σερβίρει παρανόμως αλκοόλ. Η νέα κυβέρνηση, ελεγχόμενη από συντηρητικούς ιεραποστόλους, έβαλε πρόστιμο στον Γιώργο Λυκούργο επειδή διέθετε οινοπνευματώδη ποτά στα ξενοδοχεία του.

Δεν τους άρεσε και το γεγονός ότι στο ξενοδοχείο του δέσποζε ένα μνημείο αφιερωμένο στην εκθρονισμένη βασίλισσα Λιλιουοκαλάνι. Παρά τα εμπόδια, το 1904 έγινε ιδιοκτήτης του κτιρίου που θα γινόταν εν συνεχεία το περίφημο Volcano House. Το είχε βάλει στο μάτι από χρόνια και πίστευε ότι το ηφαίστειο θα ήταν το “ψωμί” του τουρισμού μελλοντικά, μια που ήξερε ότι πολλοί πήγαιναν και στη Σαντορίνη μόνο και μόνο για την Καλντέρα. Η αγορά του έγινε πρωτοσέλιδο και σε αμερικανικές εφημερίδες. Έπιασε αμέσως δουλειά, ανακαινίζοντας το χώρο ώστε να καταστεί προσιτός στους ντόπιους, αλλά ασφαλώς και σε τουρίστες.

Δεν ξέχασε την Ελλάδα 

Προκάλεσε και πάλι τις αρχές, όταν κάλεσε την εθνική μπάντα να παίξει στα εγκαίνια του ξενοδοχείου. Αγνόησε επιδεικτικά το γεγονός ότι η χαβανέζικη μουσική και ο χορός hula είχαν απαγορευτεί με διάταγμα να παίζονται δημόσια, καθώς θεωρούνταν ανήθικοι. Αυτό οφειλόταν στο ότι είχε δεσμούς με τη βασίλισσα που είχε ανατραπεί, αλλά και ότι διέβλεπε τουριστικά πως θα προσέλκυε τουρίστες με το τοπικό χρώμα και όχι με σεμνοτυφίες.

Το ξενοδοχείο Volcano House αποτέλεσε τη βάση της τουριστικής ανάπτυξης όλου του νησιού και έγινε πόλος έλξης πολλών Ελλήνων που έφταναν στο νησί, γνωρίζοντας ότι έχουν εξασφαλισμένη εργασία από τον “θείο Γιώργο”, όπως τον αποκαλούσαν.

Ο Λυκούργος ποτέ δεν ξέχασε την Ελλάδα. Οι συγγενείς του ταξίδευαν συχνά για να απολαύσουν την φιλοξενία του. Ένας από αυτούς, μάλιστα, του έφερε και φασιανούς, ώστε να τους εκθρέψει στο νησί. Έζησε ευτυχισμένος με τη σύζυγό του Αθηνά Γερασίμου με καταγωγή επίσης από τη Σπάρτη. Απέκτησαν την οικογένειά τους και συχνά πυκνά η ζωή και η δραστηριότητά τους γινόταν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, όπως η συλλογή με τα αυτοκίνητά του, το ταξίδι του στην Κίνα και πολλά ακόμα. Το Volcano House έχει πλέον περίοπτη θέση στα ιστορικά κτίρια της Χαβάης, πολλά εκ των οποίων κατέστρεψε η φονική πυρκαγιά…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι