ΑΦΗΓΗΜΑ

Ένας χαριτωμένος καλοκαιρινός εφιάλτης…

Ένας χαριτωμένος καλοκαιρινός εφιάλτης... Πάνος Σαββόπουλος

Τα καλοκαίρια στην Ελλάδα έχουν μία “πληρότητα”, που δεν έχουν οι άλλες εποχές! Δεν είναι μόνο η καλοκαιρία, το φως, το ύπαιθρο, οι διακοπές, οι γιορτές, τα φρούτα, τα ελάχιστα ρούχα, η χαρά που λαμβάνει εκθετική αύξηση… Είναι και οι μαγικές νύχτες, οι οποίες με το “μαγικό ραβδί” τους, μπορούν να μεταμορφώσουν ακόμα και μία ταλαιπωρία σε θριαμβική απόλαυση… Μία τέτοια προσωπική εμπειρία, θα σας διηγηθώ σήμερα.

Λοιπόν, πριν μερικά χρόνια βρέθηκα με μια δικιά μου, σ’ ένα γειτονικό νησί για ένα μόνο βράδυ. Θα έπαιρνα συνέντευξη από έναν ηλικιωμένο καλλιτέχνη, που μάλιστα μετά από μία εβδομάδα “την έκανε…”. Τη μοναδική βραδιά που κοιμηθήκαμε εκεί, ζήσαμε ιστορίες απείρου κάλλους και μεγάλης τρέλας, που δεν είμαι σίγουρος σε ποιο άλλο μέρος του κόσμου θα μπορούσαμε να τις είχαμε ζήσει!

Φτάσαμε Σάββατο απογεματάκι γύρω στις 5 και πήγαμε κατευθείαν στην πανσιόν που είχαμε κάνει κράτηση, μια πανσιόν 40-50 m από τη θάλασσα. Και επειδή το δωμάτιο είχε πολύ ευρύχωρη βεράντα, κάναμε και σχέδια για το πώς θα περνούσαμε το βράδυ μας, καθώς και ένα μέρος από τη νύχτα, αφού η σελήνη ήταν πολύ… γκαστρωμένη! Τακτοποιηθήκαμε στο δωμάτιο, κάναμε ένα απογευματινό θαλασσινό μπάνιο, πήραμε κι έναν υπνάκο, ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε.

Κάναμε βόλτα, κόψαμε κίνηση και πήραμε “ειδικές” πληροφορίες από ντόπιους, για τη “σωστή” ταβέρνα που είχε (εγγυημένα) φρέσκο ψαράκι… Κάποιοι, που κάθονταν παραδίπλα μας στην ταβέρνα, μουρμούριζαν και γκρίνιαζαν στο γκαρσόνι ότι τα κοψίδια ήτανε σκληρά σαν σόλες και μάλιστα μύριζαν ιδρώτα (ήγουν ξινίλα) – φτου κακά. Καλά πάθανε, αφού πήγαν σε ειδική ψαροταβέρνα και παράγγελλαν κοψίδια! Τι να πεις;  Έλληνες χοληστερίνηδες και γουρουνοκοψίδηδες… Τα μπακαλιαράκια που πήραμε εμείς, το χταποδάκι, τα χορταράκια, η φάβα και το ουζάκι, μαζί με τη μυρουδιά της βραδινής θαλασσινής αύρας, κάνανε το θαύμα τους!

Φάγαμε καλά, δίπλα στο κύμα και απολαύσαμε αυτά τα απλά, νόστιμα και (τελικώς) οικονομικά, που προσφέρει η Ελλάδα!Εξυπακούεται ότι δε θα πατούσαμε το ποδάρι μας σε μέρη τύπου “Μύκονος”. (Μάλιστα γελάω, τώρα, με την κατάντια της…). Κάναμε μια μεγάλη βόλτα, παρά θιν αλός και μετά επιστρέψαμε στο δωμάτιό μας για να απολαύσουμε, στη βεράντα, το φωτεινό φεγγαράκι, τ’ αστέρια, τον καθαρό αέρα, τη νυχτερινή ησυχία, αλλά και τον ήχο της θάλασσας. Τα μικρά αυτά και απλά “όνειρά” μας, δεν έμελε να πραγματοποιηθούν εκείνο το βράδυ!

 

 

Οι «νεκροθάφτες» της νύφης τους… και οι κάφροι

Μόλις βολευτήκαμε σε δύο πλαστικές πολυθρόνες, άρχισαν να φτάνουν στ’ αυτιά μας οι κουβέντες από ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, που καθόντουσαν στη διπλανή βεράντα. Κουβέντιαζαν για την νύφη τους, δηλαδή την γυναίκα του γιου τους, και την έθαβαν σαν “νεκροθάφτες”. Η γυναίκα είχε μία τσιριχτή φωνή και επαναλάμβανε υστερικά, 2-3 φορές, την ίδια φράση, προφανώς για να της δώσει έμφαση: «Λουσάρα, λουσάρα, Σπάταλη, σπάταλη σπάταλη,  Ανεπρόκοπη, ανεπρόκοπη…»

Τα είχε με τον άντρα της και τον κατηγορούσε: «Και εσύ σαν πατέρας τι έκανες; Γιατί δεν τον εμπόδισες να την πάρει; Αυτή η γυναίκα είναι η καταστροφή του παιδιού μας και η δική μας». Μου θύμισε αμέσως, ένα καταπληκτικό ρεμπέτικο του 1936, με τίτλο “Η πεθερά μου” (βίντεο), σύνθεση του Σταύρου Παντελίδη, με τραγουδιστή τον Στελλάκη Περπινιάδη, που αρχίζει έτσι: «Η πεθερά μου, βρε παιδιά θα με μουρλάνει, έχει μια γλώσσα, όπου κόβει σα δρεπάνι».

Συνεχίζουμε, ο σύζυγος είχε βραχνή φωνή, κουρασμένη και μονότονη, η δε απάντησή του στα σχόλια της γυναίκας του, ήταν πάντα η ίδια: «Ρε άστηνα να πά στο γερο-διάολο, τι ασχολείσαι μαζί της;» Μιλούσαν πολύ δυνατά και κατέστρεφαν την ατμόσφαιρα των τριζονίων, αλλά ενίσχυαν τη δική μας πλάκα… Μετανιώνω πού δεν τους ηχογράφησα, και μόνο για λαογραφικούς λόγους! Αφού γελάσαμε, μεταφέραμε τις  πολυθρόνες μας στην άλλη άκρη της βεράντας, έστω κι αν αυτό είχε κάποιο κόστος στη θέα.

Πράγματι, εκεί, οι ηλικιωμένοι ακουγόντουσαν ελάχιστα. Όμως στη βεράντα, ένα όροφο παρακάτω, έβλεπαν ποδόσφαιρο (ελληνικό ματς) και είχαν δυνατά την τηλεόραση. Αλλά ο ενοχλητικός και  εκνευριστικός ήχος ερχόταν από τους 4-5 βάρβαρους, κάφρους, αναίσθητους τηλεθεατές, οι οποίοι σχολίαζαν ποικιλοτρόπως. Σε κάθε φάση που δεν συμφωνούσαν με την απόφαση του διαιτητή, τον περιέλουζαν με τις χειρότερες βρισιές, αποκαλώντας τον πουλημένο, άσχετο από ποδόσφαιρο και κίναιδο… Δεν τους έφτανε μόνο αυτό, αλλά έβριζαν και τη μητέρα του, “ενημερώνοντάς” τον επανειλημμένα, ότι η μητέρα του συνουσιάζεται ασυστόλως… Κάποια στιγμή τελείωσε το ματς, οι “ευγενείς” φίλαθλοι έκλεισαν την τηλεόραση με σταυροπαναγίες ξεγυρισμένες (είχε χάσει, προφανώς, η ομάδα τους), οι δε ηλικιωμένοι είχαν αποσυρθεί.

Η άπιστη κυρία και ο “βιαστής” κλέφτης…

Είπαμε κι εμείς, ότι επιτέλους θα ερχόταν η ησυχία… Αμ δε, όμως! Στη διπλανή βεράντα και στον ίδιο όροφο με μάς, έσκασε μύτη μία τριαντάχρονη κυρία. Έριξε μια ερευνητική ματιά από την κουπαστή της βεράντας, σκύβοντας μάλιστα λίγο και στάθηκε εκεί. Δε μας είδε, γιατί μας έκρυβε μία ζαρντινιέρα με πρασινάδες και δεν ανάψαμε το φως της βεράντας… Και τότε, μέσα στην απόλυτη ησυχία, ακούστηκε μία φωνούλα από το δωμάτιο:

– «Μαμά τι κάνεις στο μπαλκόνι;

– Παίρνω αέρα και σκέφτομαι τον μπαμπά σου χρυσό μου, είπε αυτή.

– Πότε θα έρθει ο μπαμπάς μαμά; ξαναρώτησε η φωνούλα.

– Το άλλο Σάββατο χρυσό μου.  Έλα τώρα κοιμήσου για να μην ξυπνήσει κι η αδερφούλα σου».

Όρθια η 30χρονη στην κουπαστή, σα να περίμενε κάτι, και πράγματι, σε λίγο εμφανίστηκε από κάτω ένα γκαρσόνι του εστιατορίου, που πριν ένα δίωρο περίπου, είχαμε φάει. Ο γκαρσόνιος έκανε τη γνωστή χειρονομία συστροφής της καμπυλωμένης παλάμης του χεριού και με ανοιχτά δάχτυλα, το οποίο σημαίνει “πότε;” Και η κυρία, λες κι έκανε οτοστόπ, έδειξε με τον αντίχειρα μέσα στο δωμάτιο και μετά έφερε την παλάμη της στο μάγουλό της, ενώ ταυτόχρονα έγειρε λίγο το κεφάλι της, το οποίο σημαίνει όταν κοιμηθούν τα παιδιά, μέσα. (Από πολύ μακριά ακουγόταν ο Στελάρας, να τραγουδάει Παπαγιαννοπούλου: “Δυο πόρτες έχει η ζωή”). Ο γκαρσόνιος από κάτω, δεν έπαιρνε χαμπάρι από νοήματα και έτσι κάτι, της ψιθύρισε. Αυτή αντιψιθύρισε, ξανά και ξανά ψίθυρος και αντιψύθιρος…  και τότε πάλι ακούστηκε η φωνούλα μέσα από το δωμάτιο:

– «Μαμάαα…  με ποιον μιλάς;

– Με τον αέρα παιδί μου! Να πάρει τα λόγια μου και να τα πάει στον μπαμπά σου. Έλα! Κοιμήσου τώρα».

Και λες και τόπε σε μας, σηκωθήκαμε, παρατήσαμε, φεγγάρια, ζωάκια αστεριών, τριζόνια και δροσιές και πήγαμε κατευθείαν για ύπνο. Εγώ… ονειρεύτηκα τον Σαργκάνη να πιάνει πέναλτι του Αναστόπουλου και όλο το γεμάτο γήπεδο να τραγουδάει μ’ ένα στόμα  «αγρίμια κι αγριμάκια μου, βούρδουλας που σας πρέπει…». Αν νομίσατε, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και αδελφές βεβαίως, λέω, αν νομίσατε ότι κοιμηθήκαμε ήσυχα ως το πρωί πλανάσθε πλάνην οικτράν! Δυο-τρεις ώρες αργότερα, μας ξύπνησε σαματάς μέγας με κραυγές και είπαμε, ή σεισμός έγινε ή έπιασε φωτιά!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μπα, τίποτ’ απ’ αυτά. Ένας 25άρης από τον κάτω όροφο, είχε πηδήξει στο διπλανό διαμέρισμα  από το διαχωριστικό της βεράντας. Είχε μπει προφανώς για να κλέψει την 65χρονη χοντρή κυρία που κοιμόταν εκεί. Αυτή ξύπνησε, έβαλε τις φωνές, έτρεξε ο κόσμος, ξυπνήσαμε κι εμείς, εγώ έτρεξα (πρώτος και καλύτερος που λένε, γιατί δεν τα χάνω τέτοια κελεπούρια, έστω και στα άγρια μεσάνυχτα. Εγώ μέχρι που… πληρώνω για τέτοιες πλάκες). Σε λίγο έφτασε και ο ιδιοκτήτης της πανσιόν, ο οποίος ρώτησε τον 25χρονο, κρατώντας τον σφιχτά από το μπράτσο: «Τι δουλειά είχες βρε στο δωμάτιο της κυρίας;»

Ο άλλος δυσκολευόταν να απαντήσει και μουρμούριζε, ενώ η κυρία φώναζε «να με βιάσει ήθελε να με βιάσει ήθελε, το κτήνος». Ο ιδιοκτήτης ξαναρώτησε τον δράστη τι ζητούσε στο δωμάτιο της κυρίας κι αυτός, τι να πει; Τελικά, στην άκρα ησυχία της αναμονής, άνοιξε το στόμα του και είπε: «Όχι, όχι δεν πήγα να τη βιάσω εγώ είμαι καλό παιδί, δουλεύω σε καφετέρια και δεν κάνω τέτοια πράγματα. Εγώ ερωτεύτηκα την κυρία και πήγα να της κάνω ερωτική εξομολόγηση».

Τότε προχώρησε μπροστά η γκόμενα του δράστη, που είχε μαζί του! Άνοιξε κι αυτή το στόμα της και του φώναξε: «Τι λες ρε ξεδιάντροπε; Αυτή τη φώκια ερωτεύτηκες; Τι δουλειά κάνω εγώ; (εννοείται στη σχέση τους…). Αυτός της απάντησε: Ταμίας στον Σκλαβενίτη είσαι». Και τότε πήρε το λόγο η “φώκια”: «Τι λες μωρή χτικιάρα, κοκκαλιάρα, σκελετωμένη, φυματικιά, που βρωμάνε τα χνώτα σου από την πείνα; Έχεις εσύ τις χάρες και τα πλούτη τα δικά μου;» Και ταυτοχρόνως έβαζε τα χέρια της στο στήθος της και στους γλουτούς της… Εγώ γελώντας τρανταχτά και πριν φύγω για το δωμάτιο, τους την είπα: «Για να γίνονται τέτοια πράγματα, πρέπει να υπάρχει Θεός… Καλημέρα τέκνα μου» και τους ευλόγησα.

 

 

Ο… δολοφόνος ήταν ένα ποντικάκι

Ανέβηκα στο δωμάτιο, η δικιά μου κοιμόταν του καλού καιρού, ξάπλωσα κι εγώ, ηρέμησα από τα “σκληρά” γεγονότα και με πήρε ο ύπνος.  Όχι όμως για πολύ. Τη στιγμή που με ανύψωνε ο Μορφέας, σ’ αυτόν τον γλυκό θεϊκό πρωινό ύπνο, που όλοι ξέρουμε τι σημαίνει, πλάκωσαν οι “μπουλντόζες”, δηλαδή οι δύο ηλικιωμένοι οι οποίοι ροχάλιζαν απερίγραπτα… Έβαλα αμέσως ωτασπίδες, έκλεισα πατζούρια, μπαλκονόπορτες, ακόμα και κουρτίνες και ο Μορφέας ξανάρθε.

Ξυπνήσαμε, Κυριακή πρωί, γύρω στις 9:00, λίγο ταλαιπωρημένοι και χωρίς ιδιαίτερη όρεξη για πρωινό ή για μπάνιο στη θάλασσα. Εγώ έκανα ένα βιαστικό κρύο ντους, οπότε ψιλοπείνασα και κατεβήκαμε στην τραπεζαρία. Εκεί, κατηφείς, ήταν συγκεντρωμένοι άπαντες οι δράστες της νύχτας. Η ατμόσφαιρα θύμιζε ανάλογη σκηνή από έργο της Αγκάθα Κρίστι (“Έγκλημα στο Νείλο”) με τον Ηρακλή Πουαρό, οποίος έχει μαζέψει όλους τους ύποπτους και αργά-αργά και βασανιστικά, τους ξετυλίγει το πώς έγινε το έγκλημα και ποιος είναι τελικά ο δολοφόνος!

Και την ώρα που σκεφτόμουν όλα αυτά έγινε το ανεπανάληπτο: Ένα μικρό ποντικάκι μεγέθους καρυδιού Πηλίου, βρέθηκε μέσα στην αίθουσα, ίσως βγαίνοντας από κάτι σκαψίματα που ήταν δίπλα στην είσοδο. Ανάστατες οι κυρίες, τα παιδιά και οι “ευαίσθητοι”… Μία υστερική Κρητικιά, φώναζε ασταμάτητα «ποντίτσι, ποντίτσι…»  κι έκανε τα δάχτυλά της σα να ήθελε να το σκίσει με τα νύχια της… Εμείς γελούσαμε με την ψυχή μας, ξαναβρήκαμε καλά το κέφι μας, τελειώσαμε το πρωινό και τον καφέ, μάλιστα είπαμε να τραγουδήσουμε “Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει”, αλλά σκεφτήκαμε ότι μπορεί να μας περάσουν για ακροδεξιούς του… Πυτιριδιάρη. Όμως εγώ, ψιθύρισα απλώς τη φράση και η δικιά μου, απάντησε: «τέτοια κουφάλα που είναι πώς να πεθάνει;»

Υ.Γ. Αναρωτιόμασταν αργότερα, μετά το μπάνιο στη θάλασσα, ποιος καλός θεούλης έστειλε αυτό το αδύναμο ποντικάτσι; Ώρα, λοιπόν, να μιλήσουμε για τον… Λένιν, ο οποίος στην αρχή της επανάστασης εκθείαζε τους μπολσεβίκους, που σήκωσαν στους ώμους τους όλη τη “δουλειά”, αλλά μετά τους έκανε στην άκρη και τις αποφάσεις τις έπαιρνε το Политбюро… то есть лидер-изгой

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx