Για μια ριζική αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας
10/10/2025
Οι στατιστικές της υπογεννητικότητας στην χώρα μας είναι ζοφερές. Το 2024 οι γεννήσεις στην Ελλάδα έπεσαν κάτω από 70.000 ενώ το 1980 ήταν 148.134. Σχολεία κλείνουν ελλείψει μαθητών, τμήματα πανεπιστημίων υπολειτουργούν, οι στρατιωτικές σχολές δεν επανδρώνονται πια, ενώ πολλά χωριά ερημώνονται. Ο δείκτης γεννήσεων έχει πέσει στο 1.3 παιδιά ανά γυναίκα, ενώ για να διατηρείται σταθερός ένας πληθυσμός απαιτούνται περίπου 2.2 παιδιά ανά γυναίκα.
Η μέση ηλικία κατά την οποία μια γυναίκα γεννά το πρώτο παιδί από 26 ετών το 1980, έχει φτάσει τα 31 έτη, ενώ το ποσοστό γεννήσεων σε γυναίκες άνω των 40 ετών, από 1% ξεπερνά πια το 10%. Eπίσης υπολογίζεται ότι γίνονται περίπου 10.000 προσπάθειες για εξωσωματικές γονιμοποιήσεις στην Ελλάδα ανά έτος, αν και ακριβής καταγραφή δεν υπάρχει. Τα άτομα ηλικία 55 ετών είναι κατά περίπου 50% περισσότεροι από τους τριαντάρηδες – σε αυτό βέβαια έπαιξε ρόλο και η μετανάστευση των νέων, οι οποίοι πιθανόν να εγκατασταθούν μόνιμα στο εξωτερικό και έτσι να μην συνεισφέρουν στον πληθυσμό της χώρας. Και φυσικά, από τις ήδη μειωμένες γεννήσεις στην χώρα μας, δεν είναι σαφές τι ποσοστό αφορά αλλοδαπούς που πιθανόν να μεταναστεύσουν σε χώρες της Ευρώπης.
To πρόβλημα αυτό που έχει φτάσει σε κρίσιμο σημείο και απειλεί ακόμα και το μέλλον της χώρας από άποψη κοινωνική και γεωστρατηγική είχε ήδη γίνει αντιληπτό εδώ και αρκετά χρόνια. Σοβαρές μελέτες είχαν δημοσιευτεί από έγκριτους αναλυτές. Δυστυχώς, η πολιτική ηγεσία άργησε πολύ να το αντιληφθεί, ενώ νοοτροπίες “προοδευτικού” τύπου κατέπνιγαν φωνές αγωνίας διαφόρων φορέων στο όνομα της “αυτοδιάθεσης” της γυναίκας που θεωρούσαν τις βάσιμες ανησυχίες ως σκοταδιστικού τύπου προσεγγίσεις, της γυναίκας ως έχουσας αναπαραγωγικό ρόλο μόνο. Χαρακτηριστική υπήρξε η κατακραυγή ενός τηλεοπτικού μηνύματος που υπενθύμιζε σε εργαζόμενη γυναίκα να μην θυσιάζει την μητρότητα χάριν της σταδιοδρομίας – ένα αίτημα εύλογο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνιστώσες του προβλήματος υπήρξε η οικονομική κρίση και η συνεπαγόμενη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων νέων στο εξωτερικό προς εύρεση εργασίας. Δεν είναι όμως αυτά τα κύρια αίτια της υπογεννητικότητας. Αφουγκραζόμενοι τον κοινωνικό μας περίγυρο διαπιστώνουμε ότι ένα είδος ευδαιμονισμού είναι μια κύρια παράμετρος που κάνει τους νέους ανθρώπους να αναβάλουν την τεκνοποίηση.
Είναι αρκετοί αυτοί που δεν θέλουν να χαλάσουν τον τρόπο ζωής, δεν θέλουν να μπλέξουν στα “βάσανα” που συνδέονται με την ανατροφή ενός παιδιού, να συνεχίζουν τις εξορμήσεις του σαββατοκύριακου και τις νυχτερινές εξόδους στα μπαράκια. Αγνοούν ότι πολλές από αυτές τις απολαύσεις είναι εφικτές παρά την έλευση ενός παιδιού που απλώς αποκτούν άλλον χαρακτήρα. Βλέπουμε συχνά κυρίως αλλοδαπούς να ταξιδεύουν με τα παιδιά τους χωρίς σοβαρά προβλήματα.
Επίσης αγνοούν ότι η ζωή εμπλουτίζεται όταν ο άνθρωπος γίνεται γονέας. Τα μοναδικά συναισθήματα που αναπτύσσονται μπορεί να κάνουν την ζωή πιο σημαντική, πιο πλούσια και σε τελευταία ανάλυση τον άνθρωπο περισσότερο ώριμο. Ο βιωματικός πλούτος έχει μεγαλύτερη αξία από την “εγωκεντρική” ατομική ευδαιμονία “υλιστικού” τύπου.
Παιδί …μετά τα 40
Φυσικά η σταδιοδρομία των γυναικών είναι ένας άλλος παράγοντας που καθυστερεί την αρχή της τεκνοποίησης. Η γυναίκα σήμερα είναι ισότιμο μέλος στην αγορά εργασίας και είναι επόμενο να αισθάνεται ότι μια εγκυμοσύνη θα της μείωνε την ελκυστικότητα ως εργαζομένη, και ίσως να επηρέαζε αρνητικά την σταδιοδρομία της. Ως ένα βαθμό αυτές οι ανησυχίες είναι θεμιτές, αν και υπάρχουν πολλά παραδείγματα επιτυχημένων πολύτεκνων γυναικών.
Πολλές από αυτές τις γυναίκες αποφασίζουν να τεκνοποιήσουν μετά την επαγγελματική κατοχύρωση, ίσως και σε ηλικία άνω των 40, οπότε οι πιθανότητες επιτυχίας είναι μικρές, έτσι ώστε συχνά να καταφεύγουν σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής με όχι πάντα θετικά αποτελέσματα. Η βιολογία του ανθρώπινου σώματος δεν έχει προσαρμοστεί στις συνθήκες του σύγχρονου πολιτισμού και θέλει τον μεν άνδρα να ασχολείται με εργασίες που απαιτούν φυσικό κάματο (διαφορετικά αναπτύσσονται αρρώστιες του πολιτισμού, υπερχοληστεριναιμία, αγγειοπάθειες, παχυσαρκία), την δε γυναίκα να ολοκληρώνει τον κύκλο της μητρότητας από την πρώιμη νεότητα ως περίπου τα 40 έτη.
Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ο συβαριτισμός που επικρατεί ως κύρια νοοτροπία στην κοινωνία μας έχει αμβλύνει τα αντανακλαστικά επιβίωσης του λαού. Μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο που στοίχισε εκατομμύρια ζωές, εμφανίστηκε έκρηξη γεννήσεων και δημιουργήθηκε η γενιά των baby-boomers. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην μαζικότητα των θανάτων η κοινωνία αντέδρασε δημιουργώντας ζωή. Τέτοιου είδους αντανακλαστικά δεν είναι εμφανή στην κοινωνία μας, όταν βλέπεις ακόμα και νέα ζευγάρια με ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο να μένουν στο ένα παιδί.
Πώς αντιδρά η πολιτεία; Με ημίμετρα. Τα επιδόματα και οι φοροελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά ανακουφίζουν κάπως τους γονείς, αλλά σίγουρα δεν είναι κίνητρο σε κάποιον άτεκνο για να τεκνοποιήσει. Κανείς δεν θα ξεπερνούσε τα πραγματικά ή και φανταστικά εμπόδια που τον αποτρέπουν να τεκνοποιήσει με σκοπό να εισπράξει ένα επίδομα. Άρα τα μέτρα της πολιτείας είναι απελπιστικά κοντόθωρα και επιπόλαια.
Τι θα μπορούσε να γίνει; Φυσικά η αντιμετώπιση δεν πρέπει να επαφίεται σε πολιτικούς αλλά σε ειδικούς μελετητές – επιστήμονες που θα μπορούσαν να προτείνουν τα κατάλληλα μέτρα. Τα παρακάτω θα μπορούσαν να συζητηθούν σε ένα τέτοιο πλαίσιο.
Η ευαίσθητη θέση των γυναικών
Με βάση το γεγονός ότι πολλές γυναίκες αναγκάζονται λόγω επαγγελματικών επιδιώξεων να καθυστερήσουν την τεκνοποίηση και επειδή η γονιμότητα των γυναικών αρχίζει να μειώνεται προοδευτικά μετά την ηλικία των 35, θα έπρεπε η κρατική ασφάλιση να καλύπτει πλήρως την έγκαιρη κατάψυξη ωαρίων έως την ηλικία των 35, ώστε να μπορεί μια γυναίκα να τεκνοποιήσει αργότερα χρησιμοποιώντας τα νεανικά και περισσότερο εύρωστα φυλαγμένα ωάρια. Έτσι θα μειωθεί σημαντικά ο κίνδυνος ατεκνίας λόγω γήρανσης των ωαρίων σε ηλικίες άνω των 40. Το μέτρο αυτό θα έπρεπε να διαφημιστεί και να γίνει ευρύτερα γνωστό και κοινωνικά αποδεκτό.
Είναι επίσης γεγονός ότι αρκετές γυναίκες που επιθυμούν να δημιουργήσουν οικογένεια δεν βρίσκουν έναν κατάλληλο σύντροφο. Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες που δεν είναι της παρούσης, αλλά περιλαμβάνουν την καθυστέρηση στην οικονομική αυτάρκεια των ανδρών που διστάζουν να επωμιστούν το βάρος μιας οικογένειας, την επιθυμία για αποφυγή δεσμεύσεων, ανωριμότητα, δυσανεξία σε συνύπαρξη, αντικειμενική αδυναμία αλλά και μετανάστευση στο εξωτερικό. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υποστηρίζεται από την κοινωνία η επιθυμία κάθε γυναίκας για μητρότητα, έστω και χωρίς σύντροφο. Επομένως πρέπει να προωθηθεί ο θεσμός της ανύπαντρης μητέρας και να καλύπτεται από τα ασφαλιστική ταμεία η γονιμοποίηση με δότη από τράπεζα σπέρματος.
Δεν σημαίνει ότι υποβαθμίζουμε το ιδεατό, που είναι η δημιουργία κλασικής οικογένειας, αλλά με την μεγάλη αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπίζονται και αδυνατίζουν παραδοσιακοί θεσμοί, όπως αυτός του γάμου, η κοινωνία μας είναι έτοιμη για το επόμενο βήμα. Ψέματα θα έλεγε όποιος δεν έχει συναντήσει γυναίκα μετανιωμένη που η αδυναμία εύρεσης συντρόφου την απέτρεψε από την μητρότητα. Αν ξεπερνούσε κάποιες κοινωνικές συμβάσεις, πιθανόν να ζούσε πολύ πιο ευτυχισμένη έχοντας φέρει νέες ζωές στον κόσμο, επ’ ωφελεία και της κοινωνίας.
Αστικοποίηση και υπογεννητικότητα
Όποιος έχει ζήσει τόσο σε μεγάλα αστικά κέντρα όσο και στην επαρχία έχει διαπιστώσει πόσο η ποιότητα ζωής είναι ανώτερη στην επαρχία. Υπάρχει λιγότερο άγχος, περισσότερος ελεύθερος χρόνος, ανθρώπινες συνθήκες, και φυσικά πολύ χαμηλότερο κόστος ζωής. Η επαρχία είναι ιδανικός τόπος για να μεγαλώνουν παιδιά, έχουν περισσότερο υπαίθριο χώρο, πιο φιλικές γειτονιές, πιο δεμένες κοινωνίες, πιο υγιεινή διατροφή. Μπορούν να πηγαίνουν με τα πόδια στο σχολείο, να παίζουν σε πλατείες, αλάνες, να μην φοβούνται να περπατούν στην γειτονιά τους. Με την ανάπτυξη των κωμοπόλεων και με την γενική πρόσβαση στο διαδίκτυο, εκτός από κάποιες πολιτιστικές εκδηλώσεις, η επαρχία δεν υστερεί από την μεγαλούπολη. Γενικά, είναι πανθομολογούμενο ότι πολύ πιο εύκολα μεγαλώνει κανείς παιδιά στην επαρχία παρά στις μεγαλουπόλεις.
Πώς όμως θα επιτευχθεί η πολυπόθητη αποκέντρωση; Το να δίνεις επιδόματα μετεγκατάστασης σε ακριτικές περιοχές είναι σαν να ρίχνεις νερό στον πίθο των Δαναΐδων. Πρέπει να δημιουργείς συνθήκες που να ευνοούν την μόνιμη και παραγωγική εγκατάσταση νέων ανθρώπων. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι η άρση του αισθήματος απομόνωσης. Δημιουργία αεροδρομίων έστω για μικρά αεροπλάνα σε περιοχές όπως η Ορεστιάδα, η Γαύδος, η Σαμοθράκη, τα Ψαρά, η Φλώρινα κλπ. Υποδομές για υδροπλάνα σε μικρά νησιά ή παράκτιες περιοχές που χρήζουν υποστήριξης. Δημιουργία προαστιακού σιδηροδρομικού δικτύου με εκμετάλλευση υφιστάμενων γραμμών, πχ στον άξονα του Έβρου, της Θεσσαλονίκης, στη Θεσσαλία, ακόμα και στην Καλαμάτα.
Το παράδειγμα πρέπει να το δώσει το ίδιο το κράτος. Στην εποχή του διαδικτύου και των τηλεδιασκέψεων, δεν χρειάζεται να είναι όλες οι δημόσιες υπηρεσίας στην υδροκέφαλη πρωτεύουσα. Για παράδειγμα, το υπουργείο Γεωργίας θα μπορούσε να μεταφερθεί στις Σέρρες, το υπουργείο Άμυνας στην Λάρισα, όπου υπάρχουν και οι κατάλληλες υποδομές, το Υπουργείο Παιδείας στα Γρεβενά (κοντά σε εκπαιδευτικά κληροδοτήματα), το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην Κομοτηνή σε συνεργασία με την Νομική Σχολή, το Υπουργείο Πολιτισμού στην Βέροια (κοντά στα αρχαία Μακεδονικά Ανάκτορα) κ.ο.κ.
Στην πραγματικότητα μόνο το υπουργείο Εξωτερικών είναι ανάγκη να βρίσκεται στην Αθήνα. Ανάλογα, κρατικές ή ανεξάρτητες αρχές θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν στην περιφέρεια. Αυτή η μετατόπιση θα προκαλούσε μεταφορά εκατοντάδων χιλιάδων πληθυσμού στην επαρχία όπου, όπως προαναφέρθηκε, οι συνθήκες για την δημιουργία οικογένειας είναι πολύ πιο ευνοϊκές.
Και φυσικά πρέπει να ενισχυθεί με κάθε τρόπο η δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας για να διακοπεί η μετανάστευση των νέων, επομένως στήριξη της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας. Πράγμα που σημαίνει αύξηση της ανταγωνιστικότητας – άρα όχι επιδοτήσεις αλλά κίνητρα, μείωση του ενεργειακού κόστους για παραγωγικές επιχειρήσεις, μείωση της γραφειοκρατίας και αλλαγή νοοτροπίας των ελεγκτικών αρχών, ώστε ο επιχειρηματίας να αισθάνεται ότι έχει το κράτος σύμμαχο. Η αντιμετώπιση της μειωμένης ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας απαιτεί σοβαρή αντιμετώπιση από ομάδα ειδικών επιστημόνων και όχι μόνο από πολιτικούς. Γενικά η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία πρέπει να συμβουλεύεται επαΐοντες πριν λάβει σοβαρές περιπτώσεις.
Ο Χρήστος Εμμανουηλίδης είναι Ιατρός-Ογκολόγος, απόφοιτος φιλολογίας