Για τις αλλαγές στο Πειθαρχικό Δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων
17/05/2025
Η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ διέπεται από τον ΚΠΔΥ (Ν.3528/2007) και ΚΥΔ (ν.3584/2007). Σε ιδιαίτερα κεφάλαια των κωδίκων αυτών ρυθμίζεται λεπτομερώς η πειθαρχική ευθύνη των υπαλλήλων, τα πειθαρχικά αδικήματα και οι προβλεπόμενες ποινές, η προδικασία, η άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, η κυρία διαδικασία και τα πειθαρχικά όργανα, οι πειθαρχικές αποφάσεις , η άσκηση ενδίκων μέτρων και τα ειδικότερα σχετικά θέματα.
Ο Δημόσιος Τομέας στη χώρα μας πάσχει κυρίως λόγω της κακοδιοίκησης, που συνίσταται στη μη εκτέλεση του υπηρεσιακού καθήκοντος από κάποιους υπαλλήλους από πρόθεση ή από αμέλεια. Την κατάσταση επιτείνει η διαφθορά, που σύμφωνα με το γενικά αποδεκτό ορισμό της Διεθνούς Τραπέζης συνίσταται στη χρήση του δημοσίου αξιώματος για όφελος του ιδίου η τρίτου.
Ο υπάλληλος ευθύνεται πειθαρχικά για πράξεις ή παραλείψεις του εντός ή εκτός της υπηρεσίας του, που προβλέπονται όμως ρητά από το νόμο ως πειθαρχικά αδικήματα, ποινικά για ποινικά αδικήματα που διέπραξε, που μπορεί ταυτόχρονα να αποτελούν και πειθαρχικά αδικήματα και αστικά για τη ζημία, που προκάλεσε στο Δημόσιο ευθέως ή κατά αναγωγή.
Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους οι υπάλληλοι του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ αξιολογούνται κάθε χρόνο με βάση συγκεκριμένα κριτήρια για την εν γένει υπηρεσιακή τους απόδοση και συντάσσεται έκθεση αξιολόγησης, η οποία χρησιμεύει κυρίως για την προαγωγή και τοποθέτηση του υπαλλήλου σε θέση ευθύνης. Με τον ν.4940/2022 για τους υπαλλήλους συγκεκριμένων υπουργείων, μεταξύ των οποίων και του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, ανατράπηκε το ισχύον μέχρι τότε καθεστώς αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων και καθιερώθηκε ένα νέο σύστημα αξιολόγησης με παροχές κινήτρων και ανταμοιβών, όταν επιτυγχάνονται συγκεκριμένοι στόχοι.
Με τον παραπάνω νόμο καταργήθηκε η βαθμολογική αξιολόγηση των παραπάνω δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι χαρακτηρίζονται μόνο επαρκείς ή μη επαρκείς. Οι υπάλληλοι των οποίων η αξιολόγηση είναι χαμηλή σε συνεννόηση με τους προϊστάμενους εντοπίζουν τις δεξιότητες που χρειάζονται βελτίωση και παρακολουθούν επιμορφωτικά προγράμματα για τη βελτίωση των δεξιοτήτων.
Κάποιες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων ιδίως εκπαιδευτικών αρνούνται διαχρονικά και συστηματικά υπό την κάλυψη κάποιων πολιτικών κομμάτων να υποβληθούν σε αξιολόγηση. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο άρνησης αξιολόγησης προτίθεται να θεσπίσει ως πειθαρχικό αδίκημα την άρνηση του δημόσιου υπαλλήλου για αξιολόγηση με την εξής διαβάθμιση ποινών: Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης υπαλλήλου να συμμετάσχει ή να προβεί σε ενέργεια που αφορά τον προγραμματισμό στην αξιολόγηση, στη στοχοθεσία, στις μετρήσεις ή στις επιμορφώσεις και σε κάθε άλλη διαδικασία σχετικά με την απόδοση ή την ποιότητα των υπηρεσιών του Δημοσίου, θα επιβάλλεται από το πειθαρχικό συμβούλιο πειθαρχική ποινή όχι κατώτερη από πρόστιμο ίσο με τις αποδοχές δύο μηνών.
Επίσης, μπορεί να επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης στην περίπτωση της κατ’ επανάληψη για δύο συνεχόμενες αξιολογικές περιόδους άρνησης του υπαλλήλου να λάβει μέρος, να διευκολύνει ή να προβεί στη διαδικασία αξιολόγησης είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος. Φαίνεται, ότι οδηγούμαστε σε σύγκρουση μεταξύ κυβέρνησης και εκπαιδευτικών με ενδεχόμενες απεργιακές κινητοποιήσεις και με θύματα τους μαθητές, δεν μπορώ όμως να προβλέψω ούτε τη διάρκεια της ούτε το αποτέλεσμα, αλλά πιστεύω, ότι η κυβέρνηση δεν θα υποχωρήσει, γιατί από την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών εξαρτάται η ποιότητα του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου.
Αξιολόγηση και δημόσιοι υπάλληλοι
Η σύνθεση των πρωτοβαθμίων πειθαρχικών συμβουλίων παίζει σπουδαίο ρόλο τόσο για την ποιότητα όσο για την ταχύτητα απόδοσης της πειθαρχικής δικαιοσύνης. Μέχρι το 2007 τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια συγκροτούντο από μέλη, που όριζε η Διοίκηση και εκλέγανε οι δημόσιοι υπάλληλοι. Με εισήγηση μου ως ΓΕΔΔ θεσπίστηκε, όπως στη θέση των μελών που όριζε η Διοίκηση τοποθετούντο με διετή θητεία δικαστές και εισαγγελείς με επιλογή από τα αρμόδια όργανα της δικαιοσύνης και με παράλληλη απασχόληση με τα κύρια καθήκοντά τους.
Η συμμετοχή όμως των δικαστικών λειτουργών στα πειθαρχικά όργανα αποτελούσε σημαντική επιβάρυνση στον αυξημένο φόρτο εργασίας και λόγω των παραλλήλων καθηκόντων τους δημιουργείται χρονική επιβράδυνση της πειθαρχικής διαδικασίας. Για την επίλυση του προβλήματος αυτού η κυβέρνηση προσανατολίζεται σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες στη δημιουργία ενός νέου πειθαρχικού οργάνου, που θα ονομάζεται Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα, που θα στελεχωθεί από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αποκλειστικής αρμοδιότητας, ώστε να επιταχυνθεί η πειθαρχική διαδικασία.
Η πειθαρχική διαδικασία διεξάγεται ανεξάρτητα, αλλά παράλληλα με την ποινική διαδικασία με μόνη τη δυνατότητα το πειθαρχικό όργανο να αναμένει την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας, γιατί τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την ποινική απόφαση ή βούλευμα γίνονται υποχρεωτικά δεκτά από το πειθαρχικό όργανο. Σύμφωνα πάλι με τις δημοσιογραφικές πληροφορίες, αποσυνδέεται η πειθαρχική διαδικασία από την ενδεχόμενη ποινική εξέλιξη της υπόθεσης.