Γιατί η ιατρική άλλα μας έλεγε στο παρελθόν για ένα θέμα κι άλλα τώρα
24/10/2021Πρόσφατα η διεθνείς οδηγίες για την ασπιρίνη άλλαξαν, παρότι εδώ και τριάντα χρόνια εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη στηρίζονταν σε αυτήν ως πρόσθετη προστασία για την καρδιά τους. Όμως, πρόσφατα η επιτροπή ειδικών των Προληπτικών Υπηρεσιών Υγείας στις ΗΠΑ φάνηκε σαν να ανατρέπει την καθημερινή πρακτική και τις σχετικές συμβουλές των γιατρών. «Όχι», λένε, «δεν πρέπει πια να συστήνουμε συλλήβδην σε όλους τους μεσήλικες να παίρνουν καθημερινά ασπιρίνη για την καρδιά τους».
Ένας από αυτούς, ο καρδιολόγος Έρικ Τοπόλ, καθηγητής μοριακής ιατρικής στην Καλιφόρνια, είπε στους New York Times ότι «η ασπιρίνη είχε καταντήσει κάτι σαν βιταμίνη για τους πιο πολλούς, όμως δεν είναι. Είναι φάρμακο». Η ανατροπή για την ασπιρίνη έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά παλινδρομήσεων, αμφιθυμιών και απανωτών αλλαγών της στάσης των ειδικών για τις μάσκες στην πανδημία, για το πώς μεταδίδεται ο ιός, για το αν τα σχολεία είναι φυτώρια μεταλλάξεων ή αν τα παιδιά “μεταδίδουν” ή “δεν μεταδίδουν”, για το πόσο απαραίτητη είναι ή δεν είναι η τρίτη δόση κτλ, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση στο κοινό.
Όμως οι ειδικοί λένε ότι τελικά είναι προς όφελος του κόσμου να γνωρίζει ότι ακόμα και οι πιο “σίγουρες” κατευθυντήριες οδηγίες της προληπτικής ιατρικής αναθεωρούνται και επικαιροποιούνται κατά καιρούς, με βάση τις επιστημονικές γνώσεις που αυξάνονται χρόνο με το χρόνο, είτε από ειδικά σχεδιασμένες πολυετείς επιστημονικές έρευνες εν εξελίξει, είτε από την πρακτική και την εμπειρία.
Κάποιοι νομίζουν ότι αυτές οι μεταστροφές σημειώνονται αιφνιδιαστικά εν μια νυκτί, όμως δεν δουλεύει έτσι η επιστήμη. Η ποσοτική συσσώρευση φέρνει τελικά την ποιοτική αλλαγή και στην ιατρική. Η συγκέντρωση και σύγκριση στοιχείων αλλάζει αυτό που μέχρι χτες ήταν δεδομένο και, κατά συνέπεια, “ξαφνικά” το στάνταρ ανατρέπεται. Όμως η διαδικασία είναι αργή και αποτέλεσμα εκτεταμένων μελετών. Απλώς οι αλλαγές κάποια μέρα ανακοινώνεται για πρώτη φορά.
Ο κίνδυνος είναι η στασιμότητα
Εξάλλου, αν έμεναν ίδιες οι κατευθυντήριες γραμμές, ο κόσμος θα έπρεπε να αναρωτιέται κατά πόσον η επιστήμη προοδεύει ή τελικά μένει στάσιμη και κατά πόσο οι γιατροί κάνουν ή όχι καλά τη δουλειά τους. Όσον αφορά ειδικά στην πανδημία, πέραν των πολιτικών ή οικονομικών συνιστωσών, οι κατευθυντήριες γραμμές άλλαζαν και για καθαρά επιστημονικούς λόγους, καθώς διευρύνονται οι γνώσεις γύρω από έναν καινούργιο υγειονομικό “εχθρό”. Όμως οι συστάσεις αλλάζουν και για πάγια προβλήματα.
Ένα παράδειγμα είναι η ορμονοθεραπεία στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, που χορηγείτο για την προστασία της γυναικείας καρδιάς και που εν συνεχεία απορρίφθηκε επειδή ενοχοποιήθηκε για καρκινογένεση. Ένα άλλο παράδειγμα, είναι το Vioxx, ένα φάρμακο που έπαιρναν με την σέσουλα οι άνθρωποι για την αρθρίτιδα επί πέντε χρόνια, επειδή είχε θεωρηθεί επαναστατικό αντιφλεγμονώδες, καθώς δεν προκαλούσε στομαχικά ή εντερικά προβλήματα. Όμως το 2004 η παρασκευάστρια εταιρεία το απέσυρε από την κυκλοφορία, γιατί διαπίστωσε ότι προκαλούσε καρδιολογικά προβλήματα.
Άλλη έρευνα Φινλανδών έδειξε το 2013 ότι η αφαίρεση φθαρμένου μηνίσκου δεν βοηθούσε όσο θεωρείτο έως τότε και έκτοτε οι περισσότεροι συνιστούν πλέον απλή φυσιοθεραπεία αντί για επεμβάσεις. Τα στεντ για την καρδιoπάθεια ήταν κι αυτό σταθερή πρακτική ως πανάκεια, μέχρι που έρευνα έδειξε, κατόπιν πενταετούς παρακολούθησης ασθενών όσον αφορά στην πρόληψη του εμφράγματος, ότι η επέμβαση είχε το ίδιο αποτέλεσμα με την φαρμακευτική αγωγή.
“Αναπροσαρμογή” με βάση την εξέλιξη
Οι περισσότερες πρακτικές που αποδεικνύονται στη πορεία λιγότερο χρήσιμες από όσο νομίζαμε, είχαν στηριχτεί ουσιαστικά εξαρχής όχι σε επιστημονικές έρευνες, αλλά “στην λογική”. Σύμφωνα δηλαδή με τον κοινό επιστημονικό νου, έδειχναν ότι “ασφαλώς και θα βοηθούσαν”. Άλλο είναι όμως κάτι “λογικά να βοηθάει” και άλλο να αποδεικνύεται από την εμπειρία και την έρευνα ότι πράγματι βοηθάει.
Η ασπιρίνη για παράδειγμα μειώνει όντως τον κίνδυνο εμφράγματος, αλλά αυξάνει τις πιθανότητες για εσωτερική αιμορραγία. Και ενώ οι πιθανότητες για εσωτερική αιμορραγία είναι πολύ λίγες, εντούτοις δεν παύουν να αυξάνουν όσο μεγαλώνει η ηλικία του ασθενούς. Οπότε η νεότερη σύσταση των Αμερικανών ειδικών είναι να μην χορηγείται αδιακρίτως σε όλους.
Ο καθηγητής ιστορίας της Ιατρικής αλλά και γιατρός Barron H. Lerner λέει ότι «ενώ φαίνεται σαν ανατροπή δεδομένων, ουσιαστικά είναι αναπροσαρμογή με βάση την εξελισσόμενη επιστήμη». Συγκεκριμένα, έρευνα του 1988 είχε δείξει τρομερά οφέλη από τη χρήση της ασπιρίνης σε όσους είχαν υποστεί έμφραγμα και ήθελαν να αποφύγουν το δεύτερο. Αυτό το συμπέρασμα παραμένει και με τη νέα έρευνα.
Δηλαδή για όσους έχουν ήδη υποστεί έμφραγμα ή είχαν άλλο σοβαρό καρδιολογικό επεισόδιο, η σύσταση να παίρνουν ασπιρίνη δεν αλλάζει. Εκείνο που αλλάζει είναι η σύσταση για χορήγηση ασπιρίνης για την πρόληψη του πρώτου εμφράγματος. Στις ΗΠΑ ειδικά είχαν αρχίσει να συνιστούν μία ασπιρίνη χαμηλής δόσης την ημέρα και σε άτομα άνω των 50 ετών, που ανήκαν σε ομάδα υψηλού κινδύνου, όπως οι καπνιστές.
Όμως από το 1988 μέχρι σήμερα άλλαξαν πολλά που μειώνουν τον κίνδυνο του εμφράγματος: η διατροφή, η ιατρική φαρέτρα που έχει περισσότερα όπλα για το σάκχαρο, την υπέρταση και τη χοληστερίνη, το κάπνισμα και η άθληση. Αυτές οι αλλαγές μείωσαν και το εντυπωσιακό έως τότε όφελος από την λήψη της ασπιρίνης.
Αλλάζουν και οι άνθρωποι
Οι νεότερες έρευνες έδειξαν εν ολίγοις ότι δεν μειώθηκε ο θετικός ρόλος της ασπιρίνης, αλλά αυξήθηκε ο θετικός ρόλος άλλων παρεμβάσεων, που συρρίκνωσαν έμμεσα τα οφέλη από αυτήν. Ο θετικός αντίκτυπος, δηλαδή, μειώθηκε επειδή έχουν αναδυθεί άλλες θεραπείες, ή συμπεριφορές που αποτρέπουν το έμφραγμα. Κατά συνέπεια το ρίσκο της γαστρορραγίας ή και της εγκεφαλικής αιμορραγίας επανεξετάσθηκε πλέον με βάση τα νέα δεδομένα, σε σχέση με τα οφέλη από τη λήψη ασπιρίνης σε καθημερινή βάση.
Για τη σύσταση να δίνεται με μεγαλύτερη φειδώ η ασπιρίνη, οι ειδικοί στις ΗΠΑ έλαβαν υπ’ όψιν τους τρεις έρευνες. Η μία ήταν του 2018 σε 19.000 υγιείς άνω των 65 ετών και έδειξε ότι η λήψη του σκευάσματος αύξανε σημαντικά τον κίνδυνο αιμορραγιών, χωρίς παράλληλα να μειώνει εντυπωσιακά τον κίνδυνο καρδιολογικών επεισοδίων. Την ίδια χρονιά, άλλη έρευνα σε 15.480 άτομα με διαβήτη, διαπίστωσε μεν σημαντικό όφελος για την καρδιά, αλλά και σημαντικό κίνδυνο αιμορραγίας.
Μια έρευνα σε επτά χώρες σε περίπου 12.400 άτομα που αντιμετώπιζαν μέτριο κίνδυνο για καρδιοπάθεια και ήταν ηλικίας 50 έως 70 ετών ολοκληρώθηκε άνευ συμπερασμάτων, επειδή συνέτρεχαν και άλλοι λόγοι (διατροφής, άσκησης κ.λπ.) που επιδρούσαν στο θετικό αποτέλεσμα. Οπότε η αρμόδια επιτροπή στις ΗΠΑ ανακοίνωσε τα συμπεράσματά της, ότι όσοι δεν έχουν υποστεί ποτέ έμφραγμα και είναι άνω των 60 ετών, δεν θα πρέπει να παίρνουν προληπτικά και καθημερινά ασπιρίνη.
Για τους ηλικίας 40-60 ετών, η επιτροπή συνιστά η αντίστοιχη απόφαση να λαμβάνεται κατόπιν συζήτησης του ασθενούς με το γιατρό για τα πιθανά οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους από τη λήψη του σκευάσματος. Ο λόγος είναι ότι στους νεότερους ο κίνδυνος αιμορραγίας είναι μικρότερος. Ο Dr. Chien-Wen Tseng, μέλος της επιτροπής, επιμένει ότι η αλλαγή των συστάσεων πρέπει να κάνει τον κόσμο να νιώθει μεγαλύτερη και όχι λιγότερη εμπιστοσύνη στις συστάσεις των ειδικών.
«Αυτά που θεωρούσαμε θέσφατο το 1980 πρέπει να επανελεγχθούν, γιατί όλοι είμαστε διαφορετικοί από αυτό που είμασταν 30 και 40 χρόνια πριν. Δεν αλλάζει μόνο η επιστήμη, μα και η κοινωνία. Μπορεί να ενοχλεί που κάποια πράγματα δεν μένουν ίδια εσαεί, όμως πιστεύω ότι είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι η ιατρική αυτοελέγχεται και αναπροσαρμόζεται τακτικά».