Γιατί οι δράστες με βιτριόλι πέφτουν στα μαλακά
29/05/2020Η πρόσφατη επίθεση που δέχθηκε η νεαρή γυναίκα στην Καλλιθέα με θειικό οξύ (βιτριόλι) επανέφερε στην μνήμη μας παλιότερες επιθέσεις που είχαν συγκλονίσει την κοινή γνώμη. Παράλληλα, ανέδειξε και ως μείζον πρόβλημα το επιεικές θεσμικό πλαίσιο ποινικής τιμωρίας για τις εν λόγω εγκληματικές πράξεις. Οι επιθέσεις με βιτριόλι, όπως και με άλλα καυστικά υγρά, πχ. με υδροχλωρικό οξύ (ακουαφόρτε), δεν ήταν σπάνιες πριν από μερικές δεκαετίες στην Ελλάδα.
Αντιθέτως, οι ειδεχθείς αυτές πράξεις αποτελούσαν συνηθισμένες τακτικές, τις οποίες ακολουθούσαν τα “θύματα της αγάπης”! Απατημένες σύζυγοι, με τον τρόπο αυτό “εκδικούνταν” τους συντρόφους τους, θεωρώντας πως υπερασπίζονται την πληγείσα αξιοπρέπειά τους. Στη σύγχρονη πραγματικότητα έχουν περιοριστεί οι εν λόγω ενέργειες. Υπήρξαν ωστόσο περιπτώσεις που απασχόλησαν το πανελλήνιο, όπως επί παραδείγματι η επίθεση που δέχθηκε το Δεκέμβριο του 2008 η καθαρίστρια και μετέπειτα ευρωβουλευτής Κωνσταντίνα Κούνεβα και ένα χρόνο νωρίτερα, ο γνωστός ποινικολόγος Παύλος Σαράκης.
Το οξύμωρο του πράγματος έγκειται στο γεγονός πως, αν και οι ανωτέρω επιθέσεις προκαλούν επί της ουσίας ανεπανόρθωτη βλάβη στα θύματά τους, τόσο σε σωματικό επίπεδο (παντοτινή σωματική δυσμορφία) όσο και σε ψυχολογικό, φαίνεται να αντιμετωπίζονται με σχετική επιείκεια από το ποινικό δίκαιο! Ειδικότερα, το 16o κεφάλαιο του Ποινικού Kώδικα προασπίζει το έννομο αγαθό της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας.
Στην πλειονότητα τους, τα εγκλήματα των σωματικών βλαβών επισύρουν πλημμεληματικές ποινές. Σε δύο μόνο περιπτώσεις το ισχύον ποινικό πλαίσιο επιφυλάσσει κακουργηματικές ευθύνες στο δράστη. Η πρώτη περίπτωση αφορά τη «θανατηφόρα σωματική βλάβη» που κατοχυρώνεται στο άρθρο 311 του Ποινικού Κώδικα. Για τη στοιχειοθέτησή της απαιτείται η από πρόθεση τέλεση της σωματικής βλάβης αλλά και επιπροσθέτως, η από αμέλεια του δράστη επέλευση ενός σοβαρότερου αποτελέσματος, ήτοι αυτού της προσβολής του εννόμου αγαθού της ζωής του θύματος.
Πώς νοείται η βαριά σωματική βλάβη
Συνεπώς, πρόκειται για ένα «γνήσιο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα» (βλ. άρθρο 29 του Ποινικού Κώδικα). Κατά ρητή επιταγή του ως άνω άρθρου, η «θανατηφόρα σωματική βλάβη» δύναται να επισύρει ποινή πρόσκαιρης καθείρξεως έως και 15 έτη. Η δεύτερη περίπτωση κατά την οποία το έγκλημα των σωματικών βλαβών αντιμετωπίζεται ως κακούργημα από το δίκαιο, θεμελιώνεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 310 του ποινικού κώδικα. Πρόκειται, για την «βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη». Για την πλήρωση της υποστάσεώς της θα πρέπει να συντρέχουν δύο στοιχεία, ένα αντικειμενικό και ένα υποκειμενικό.
Αντικειμενικά, θα πρέπει το θύμα να υποστεί από το δράστη πράγματι μεγάλης έντασης και βαρύτητας σωματική βλάβη, όπου αυτή είτε του «δημιούργησε περαιτέρω κίνδυνο για το έννομο αγαθό της ζωής του», είτε «του προκάλεσε βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό», είτε «τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα και τη διάνοιά του».
Υποκειμενικά, θα πρέπει να προέβη στις ανωτέρω πράξεις με δόλο και μάλιστα όχι με οποιονδήποτε δόλο, αλλά υποχρεωτικά με δόλο «επιδίωξης». Αυτό σημαίνει πως ο δράστης γνωρίζει και παράλληλα επιδιώκει βουλητικά την επέλευση του κακού που προκαλεί. Στις περιπτώσεις λοιπόν αυτές, ο ποινικός νομοθέτης επιφυλάσσει κακουργηματική μεν ποινική ευθύνη, επιβάλλοντας ωστόσο, πρόσκαιρη κάθειρξη που ανώτερο όριό της μπορεί να είναι μέχρι και τα δέκα (10) έτη!
Η ποινή οφείλει να έχει διττό περιεχόμενο
Εν προκειμένω, η επίθεση με καυστικό οξύ που δέχθηκε η νεαρή γυναίκα, κατά την πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 2454/2003, ΜΟΔ 280/2019), εντάσσεται ακριβώς στις περιπτώσεις της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, όπως η τελευταία αναλύθηκε ανωτέρω. Η ποινή, αν και κακουργηματική, φαίνεται αρκετά επιεικής και σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα αν συνυπολογίσει κανείς αφενός το στυγερό και άμεσο τρόπο τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος και αφετέρου τις ανεπανόρθωτες βλάβες που προξενεί στο σώμα και την ψυχή του θύματος.
Συνεπώς, καθίσταται επιβεβλημένο να επέλθει νομοθετική τροποποίηση η οποία θα πρέπει να αυξήσει το πλαίσιο ποινικής τιμώρησης για τέτοιου είδους εγκλήματα. Άλλωστε, αφενός η ευκολία του να προμηθευτεί ο εκάστοτε δράστης το καυστικό υγρό και αφετέρου οι δυσμενέστατες συνέπειες που επιφέρουν οι ως άνω πράξεις στο θύμα, συνηγορούν στο ότι εφεξής οι εν λόγω ενέργειες θα πρέπει να αποτελούν ιδιώνυμα εγκλήματα (delictum sui generis) και να τιμωρούνται ξεχωριστά και αυστηρότερα από τις λοιπές «βαριές σκοπούμενες σωματικές βλάβες».
Τα ιδιώνυμα εγκλήματα, αν και εμφανίζουν κάποια νομοτεχνικά κοινά χαρακτηριστικά με τα “βασικά” της κατηγορίας τους, η κοινωνικοηθική τους απαξία διαφέρει ποιοτικά τόσο έντονα που στην ουσία θεωρούνται αυτοτελή εγκλήματα. Εν κατακλείδι η επιβληθείσα από το δίκαιο ποινή οφείλει να έχει πάντοτε διττό περιεχόμενο.
Από την μια πλευρά πρωτίστως θα πρέπει να τιμωρεί προσωποκεντρικά την παραβατική και έκνομη συμπεριφορά του δράστη και από την άλλη, να προσδίδει το απαραίτητο αίσθημα ασφάλειας και δικαιοσύνης. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο αν ο νομοθέτης αντιμετωπίζει με αυστηρότητα ειδεχθή εγκλήματα που δίχως αμφιβολία διασαλεύουν έντονα την εύρυθμη κοινωνική λειτουργία.