ΑΠΟΨΗ

Γιατί πληθαίνει η βία – Η σκοτεινή πλευρά του κάστρου

Γιατί πληθαίνουν τα ξεσπάσματα βίας – Η σκοτεινή πλευρά του κάστρου, Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Μέσα σε μόλις μερικές μέρες, μία σειρά εγκλημάτων απασχόλησαν την επικαιρότητα: Στην Αγία Βαρβάρα ένας 69χρονος δολοφόνησε τον γαμπρό του, με την ενθάρρυνση μάλιστα της (επίσης προφυλακισμένης συζύγου του).  Έπειτα από μερικά 24ωρα, ένας 64χρονος (με ιστορικό κακοποιητικής συμπεριφοράς, σύμφωνα με μαρτυρίες και δημοσιεύματα) δολοφόνησε επίσης τον γαμπρό του. Είναι χαρακτηριστικό πως οι δύο άνδρες δεν δίστασαν να εκδηλώσουν την δολοφονική τους μανία, μπροστά στα μάτια των εγγονών τους.

Σίγουρα η ανθρώπινη ιστορία και ειδικότερα το σκέλος της ανάλυσης του ιδιωτικού βίου των ανθρώπων είναι γεμάτη στυγερά εγκλήματα, δολοφονίες, επιθέσεις, κακουργηματικές πράξεις (εγκλήματα εκ προθέσεως, εξ αμελείας, με συνείδηση ή χωρίς συνείδηση, εν ψυχρώ ή εν θερμώ). Βεβαίως, οι ακραίες συμπεριφορές και τα ξεσπάσματα βίας αποτελούν συνήθως μια εξαίρεση, η οποία κάθε φορά επιβεβαιώνει τον κανόνα της ομαλής κοινωνικής συνύπαρξης των ατόμων, παρά τους διαγκωνισμούς, τις εχθροπάθειες, τα αντικρουόμενα συμφέροντα, τις δυστυχίες του κάθε ατόμου και τις δυσκολίες του καθημερινού βίου.

Παράλληλα, κάθε κοινωνία στην εκάστοτε ιστορική περίοδο έχει τις δικές της πολιτισμικώς και κοινωνικώς οριζόμενες βαλβίδες ασφαλείας και αποσυμφόρησης της έντασης, όπως έχει και τις δικές της κοινωνικές παθογένειες. Το να αναλύεται δημόσια (τηλεοπτικά ή γραπτά), εκ μέρους των ψυχολόγων και των ψυχιάτρων, η στάση και η συμπεριφορά του εκάστοτε δράστη, αφενός δεν συνιστά μια αντικειμενική ενημέρωση, αφετέρου είναι πολλαπλώς επικίνδυνο και άσχετο με τις αρχές, όχι μόνο της επιστήμης της ψυχολογίας, αλλά και των επαγγελματικών της εφαρμογών.

Για να εξαχθούν όσο το δυνατόν πιο ορθά και ακριβή συμπεράσματα αναφορικά με την συμπεριφορά ενός ατόμου γενικά, αλλά και ειδικότερα ενός προσώπου που έχει προβεί σε εγκληματικές πράξεις, απαιτείται μια σύνθετη διαδικασία κλινικής εκτίμησης και ψυχολογικής αξιολόγησης.

Προφανώς, οι ειδικοί που εξετάζουν και αξιολογούν κλινικά τον εκάστοτε δράστη λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία που απαιτούνται για να πραγματοποιηθούν έγκυρες αξιολογήσεις και διαγνώσεις, θα ήταν οι μοναδικοί καθ’ ύλην αρμόδιοι να εκφέρουν άποψη περί της ψυχικής κατάστασης και της κλινικής εικόνας του. Πρόκειται για ακριβώς εκείνους τους ειδικούς που λόγω της δέσμευσης τους από τους κανόνες δεοντολογίας του επαγγέλματός έχουν περιορισμούς ως προς τις δημόσιες τοποθετήσεις τους.

Συνεχή ξεσπάσματα βίας

Όλοι οι υπόλοιποι κοινωνικοί επιστήμονες και ψυχολόγοι ειδικότερα θα ήταν όμως θεμιτό και εύλογο να αναρωτηθούν τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία. Γιατί άραγε πληθαίνουν τα φαινομενικά ανεξήγητα ξεσπάσματα βίας, τα εγκλήματα και οι επιθετικές ενέργειες μεταξύ συμπολιτών μας; Την Δευτέρα διαβάσαμε πως πελάτης μαχαίρωσε τον μάγειρα ενός εστιατορίου, κυριολεκτικά για ασήμαντη αφορμή…

Προφανώς, κάθε έγκλημα ξεχωριστά μπορεί να λάβει τις ερμηνείες του ή να έχει τις εξηγήσεις του, όμως το γεγονός της αύξησης της εγκληματικότητας (όχι άμεσα – ή και καθόλου συνδεδεμένης με οικονομικά κριτήρια: κλοπές, ληστείες με σωματική βία και δολοφονίες κλπ.), θα έπρεπε να μας προβληματίσει. Οι ψυχοκοινωνικές παθογένειες είναι κάθε φορά ενδεικτικές της κοινωνίας μέσα στην οποία εκδηλώνονται. Οι εξαιρέσεις (κυρίως όταν πολλαπλασιάζονται) δίνουν πληροφορίες για τον κανόνα τον οποίο, όπως υποτίθεται, αντιστρατεύονται. Τα παραδείγματα όλο και πληθαίνουν: Συζυγοκτόνοι (που μετονομάζονται σε γυναικοκτόνοι) γίνονται το κατά καιρούς τηλεοπτικό μας σήριαλ, παιδόφιλοι, παιδοκτόνοι γονείς (μητέρες και πατέρες), βασανιστές παιδιών ή ανήμπορων, συμμορίες ανηλίκων, ξεσπάσματα βίας κτλ.

Έχουμε δει ακόμα τυφλά εγκλήματα, όπως προ ετών στην Μονεμβασιά όπου ένας άντρας γύρω στα πενήντα είχε παρασύρει και σκοτώσει δυο άντρες 77 ετών, πρώτα τον ένα και μετά επέστρεψε και παρέσυρε με το αγροτικό του αυτοκίνητο και τον δεύτερο. Ένα έγκλημα εκτός κοινής λογικής, όπως είχε περιγραφεί, δηλαδή χωρίς φανερά ή κρυφά κίνητρα (όπως τουλάχιστον φαίνεται μέχρι τώρα). Ένα έγκλημα που θα ξάφνιαζε μάλλον λιγότερο αν συνέβαινε σε κάποια πολιτεία της Αμερικής, αλλά δεν θα μπορούσε κανένας να διανοηθεί πως κάτι τέτοιο θα εμφανιστεί στην Ελλάδα και μάλιστα σε μια ήσυχη, ασφαλή και μικρή κοινότητα, όπως η Μονεμβασιά, που ακόμα τα παιδιά παίζουν ελεύθερα και οι άνθρωποι κυκλοφορούν στο δρόμο, χωρίς να αισθάνονται πως κινδυνεύουν από κάτι…

Κοινωνική εξαθλίωση και πολιτισμικό ξεχαρβάλωμα

Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως η κάθε εποχή και η κάθε κοινωνία έχει τις εξαιρέσεις της, τους ανθρώπους με ιδιαιτερότητες, τους εν δυνάμει εγκληματίες, τους παράφρονες, τα κακοποιά στοιχεία της κλπ. τι συμβαίνει με την ελληνική κοινωνία και τα εμφανίζει με τέτοια συχνότητα τώρα; Διότι, ακόμα και αν υπάρχει ο σπόρος της τρέλας, της ανομίας, της εγκληματικότητας, της νοσηρότητας στα μυαλά και στις ψυχές κάποιων ανθρώπων, αν αυτός ο σπόρος δεν βρει πρόσφορο έδαφος δεν θα πιάσει, δεν θα καλλιεργηθεί, δεν θα ανθίσει και τελικά δεν θα καρποφορήσει.

Στην σημερινή Ελλάδα φαίνεται πως τα κοινωνικά εδάφη γίνανε εύφορα για να ανθίσει ένα σύνολο από ψυχοκοινωνικές παθογένειες και να καρποφορήσει η εξαχρείωση των ηθών και η κατάργηση της κοινής λογικής. Εξ’ ου και τα διαρκή ξεσπάσματα βίας. Δεν είναι μόνο οι πολιτικοοικονομικές συνθήκες που λειτούργησαν ως λίπασμα της καλλιέργειας της παρακμής (αλλεπάλληλα μνημόνια, οικονομική εξαθλίωση, κοινωνιοπολιτισμικός ευτελισμός και ξεχαρβάλωμα).

Επιπλέον, ήρθαν και τα υγειονομικά μπολιάσματα στις προηγούμενες καλλιέργειες με τα επαναλαμβανόμενα lockdown, τον κοινωνικό απομονωτισμό ως επιλογή αυτοσυντήρησης, τους περιορισμούς στην κινητικότητα των πολιτών, το διαχωρισμό και τον κατακερματισμό της κοινωνίας με υγειονομικά κριτήρια, την υποχρεωτική μασκοφορία, την ίδια την καλλιέργεια μιας παρανοϊκής συνθήκης ύπαρξης όπου ο άλλος, ως φορέας μικροβίων, αποτελεί μια εν δυνάμει απειλή για το άτομο.

Κατασκευάστηκε λοιπόν ένα ψυχοδιανοητικό σύμπαν που ο “πλησίον” είναι ύποπτος, επικίνδυνος, ενδεχομένως και εχθρός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως κατά την περίοδο του πρώτου εγκλεισμού για υγειονομικούς λόγους, διαβάζαμε άρθρα, που παραποιώντας τις αξίες της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης, ισχυρίζονταν πως «αν αγαπάς τον πλησίον σου μείνε μακριά του». Και έτσι φτάσαμε σήμερα να περνάμε από το ένα σοκ στο άλλο, χωρίς να υπάρχει καν δυνατότητα επεξεργασίας, κατανόησης, ερμηνείας και διαχείρισης της εκάστοτε τραυματικής κατάστασης.

Η σκοτεινή πλευρά του “κάστρου” μας

Τα “χαστούκια”, είτε προέρχονται από τον πολιτικό βίο, είτε από την καθημερινή βιωμένη πραγματικότητα, είτε από την οικονομία, είτε από το αστυνομικό ρεπορτάζ, μας φέρνουν διαρκώς αντιμέτωπους με την ίδια διαδικασία: «Συμβαίνει κάτι που προηγουμένως ήταν α-δια-νόητο, που καταργεί κάθε τι που η κοινωνία θεωρούσε μέχρι χτες δεδομένο και αυτονόητο, κάτι που ξεπερνά την κοινή λογική, η οποία διέπει ακόμα και τις πιο ακραίες και εγκληματικές πράξεις, υποβαθμίζοντας την ανθρώπινη κατάσταση σε ένα επίπεδο πολύ υποδεέστερο εκείνου των άγριων ζώων.

Στην αρχή οι άνθρωποι σοκάρονται, την επόμενη φορά σοκάρονται εκ νέου, μα λίγο λιγότερο και κάθε φορά λίγο λιγότερο, μέχρι που στο τέλος συνηθίζουν, προσαρμόζοντας τη ζωή τους στα νέα αυτονόητα, οικοδομώντας νέες κοινές λογικές και νοοτροπίες, σύμφωνα με τις οποίες στη θέση των παλιών αδιανόητων εγκαθίστανται τα νέα πλαίσια ανοχής του αποτρόπαιου. “Εδώ που φτάσαμε όλα μπορούν να συμβούν!” αναφωνεί ο Έλληνας πολίτης, την ώρα που η εξαχρείωση και η αλλοτρίωση λαμβάνει χώρα και καταλαμβάνει την συνείδησή του»*.

Μαζί λαμβάνει χώρα και η αποξένωση. Όπως ακριβώς την περιγράφει ο Καμύ στο περιβόητο μυθιστόρημα “Ο Ξένος”, όπου η απουσία νοήματος διέρχεται μέσα από τη διαδικασία της σταδιακής ψυχικής αποξένωσης του ατόμου από την κοινότητα των ομοίων και οικείων του. Η αποξένωση και η ψυχοκοινωνική αδιαφορία αποτελεί τμήμα ενός ακήρυχτου κοινωνικού πολέμου, όπου όλοι εν δυνάμει μπορεί να στραφούν “εναντίον όλων”.

“Ο Ξένος”, στην αναμονή της εκτέλεσης της ποινής του για ένα αναίτιο έγκλημα που έχει διαπράξει, δηλώνει ότι από την κοινωνική αδιαφορία, από την αίσθηση ότι περνάει απαρατήρητος, από την έλλειψη σημασίας και προσοχής, προτιμά για λόγους υπαρξιακούς, να εισπράξει μίσος και αρνητικά συναισθήματα. Αυτά θα δώσουν κάποιο νόημα στη ζωή του.

«Για να συμπληρωθούν τα πάντα, για να νοιώθω λιγότερο μοναχός, δεν μου έμενε παρά να ευχηθώ να υπάρχουν πολλοί θεατές που θα με υποδέχονταν με κραυγές μίσους». Με αυτή ακριβώς την φράση τελειώνει το μυθιστόρημα του ο Καμύ. Και κάπως έτσι αρχίζει να σουρουπώνει στην Ελλάδα του φωτός. Κάπως έτσι ερχόμαστε όλοι σιγά σιγά αντιμέτωποι με την σκοτεινή και αφώτιστη πλευρά του “κάστρου”…


*Σαρηγιαννίδη, Ευγενία (2020). “Ψυχοκοινωνιολογικά Θραύσματα της Σύγχρονης Πραγματικότητας”. Αθήνα: εκδόσεις Ινφογνώμων, σ. 170 

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι