Πρέπει να κάνουμε τεστ αυτοαντισωμάτων;
10/09/2021Σύμφωνα με νέα έρευνα, ένα σχετικά απλό τεστ αυτοαντισωμάτων μπορεί να ωφελήσει το 1/3 των φορέων του ιού που μπορεί να κινδυνεύουν σοβαρά, δηλαδή να έχουν σοβαρές επιπλοκές. Όπως λένε οι ειδικοί το τεστ δεν καλύπτει τους πάντες, αλλά είναι χρήσιμο για πολλούς, καθώς ενημερώνει εγκαίρως τους γιατρούς ότι ίσως έχουν να κάνουν με ομάδα υψηλού κινδύνου που χρειάζεται στενότερη παρακολούθηση και οπωσδήποτε νοσηλεία, ανεξαρτήτως της, προς το παρόν, ηπιότητας των συμπτωμάτων.
Η έρευνα εστιάσθηκε στην παρουσία συγκεκριμένων αυτοαντισωμάτων στο αίμα των νοσηλευομένων ασθενών με Covid-19 και, ουσιαστικά, στο αυτοάνοσο νόσημα που παρουσιάζεται συχνά σε αυτούς, με αποτέλεσμα ο οργανισμός τους να επιτίθεται στον εαυτό του. Τα αυτοαντισώματα στον οργανισμό είναι πρωτεΐνες οι οποίες, αντί να αμύνονται έναντι των μικροβίων και των ιών, επιτίθενται στα υγιή κύτταρα του ασθενούς.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το απλό τεστ αίματος που ανιχνεύει τα αυτοαντισώματα θα μπορούσε να βοηθήσει στην πρόβλεψη του ποιοι φορείς έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα για σοβαρή Covid-19 και διασωλήνωση. Επίσης θα μπορούσε να δείξει εγκαίρως ποιος προσβεβλημένος από Covid-19, προτού φθάσει καν στο σημείο εισαγωγής σε νοσοκομείο, χρειάζεται στενότερη παρακολούθηση, επειδή κινδυνεύει περισσότερο με επιδείνωση της υγείας του σε μερικές ημέρες.
Η σημαντικότητα των αυτοαντισωμάτων
Μολονότι το τεστ αφορά μόνο τον ένα στους τρεις από όσους θα αρρωστήσουν βαριά, σύμφωνα με τους επιστήμονες, θα ήταν χρήσιμο να διερευνάται προληπτικά σε όλους. Η έρευνα έγινε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και του Ιατρικού Κέντρου Langone Health και συμμετείχε και ο ελληνικής καταγωγής Κίμων Αργυρόπουλος. Μελετήθηκαν οι ιατρικοί φάκελοι 115 ασθενών Covid-19 στο νοσοκομείο (οι μισοί με σοβαρή Covid-19, ενώ οι άλλοι μισοί με σχετικά ήπια). Δημοσίευσαν τα αποτελέσματα στην επιθεώρηση “Life Science Alliance” και εκεί ανέφεραν ότι ανίχνευσαν αυτοαντισώματα σε πάνω από το ένα τρίτο (36%) των ασθενών.
Εστιάσθηκαν ιδιαίτερα σε ένα τύπο αυτοαντισωμάτων που προσδένονται στο DNA ή σε ορισμένα λιπίδια του σώματος και διαπίστωσαν ότι αυτά είναι συχνά σχεδόν διπλάσια (αυξημένα κατά 86% και 93% αντίστοιχα) στην αρχή της λοίμωξης με κορονοϊό σε εκείνους που η κατάσταση της υγείας τους επιδεινώνεται γρήγορα, σε σχέση με όσους αρρωσταίνουν λιγότερο βαριά.
Οι ασθενείς με αυξημένα επίπεδα αυτοαντισωμάτων έχουν πέντε έως επτά φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν σοβαρή Covid-19, σε σχέση με όσους δεν έχουν αυξημένα αυτοαντισώματα μετά τη λοίμωξη. Οι πρώτοι κινδυνεύουν περισσότερο να χρειαστούν εισαγωγή σε ΜΕΘ και διασωλήνωση, ενώ οι δεύτεροι μπορούν να αναπνεύσουν μόνοι τους και αναρρώνουν ταχύτερα.
Πού θα οδηγήσουν οι έρευνες
«Μολονότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα, τα ευρήματα μας ήδη δείχνουν ότι ένα τεστ για την ανίχνευση αυτο-αντισωμάτων και ενός λιπιδίου (phosphatidyIserine), μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό των ασθενών που εισάγονται στο νοσοκομείο και κινδυνεύουν περισσότερο να χρειαστούν νοσηλεία σε ΜΕΘ και στενότερη παρακολούθηση», αναφέρουν.
Επίσης, τα αυξημένα επίπεδα αυτοαντισωμάτων συνδέονται με αύξηση του κινδύνου θρομβώσεων και βλάβης των μυϊκών ιστών λόγω θανάτου των κυττάρων, ιδίως της καρδιάς, επιπλοκές που έχουν παρατηρηθεί στις πιο σοβαρές περιπτώσεις Covid-19. «Οι παρατηρήσεις μας δείχνουν ότι στα βαριά περιστατικά Covid-19 η παραγωγή αυτοάνοσων αντισωμάτων παίζει ρόλο-κλειδί στην πρόκληση θρομβώσεων και στον κυτταρικό θάνατο. Η μελέτη μας επιβεβαιώνει ότι στη συγκεκριμένη νόσο η εσφαλμένη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος κάνει μεγαλύτερη ζημιά από την ίδια την λοίμωξη από τον κορονοϊό», αναφέρουν οι ερευνητές.
Χρειάζονται πάντως περαιτέρω έρευνες για να ξεκαθαριστεί μια ιδιαίτερα ουσιαστική λεπτομέρεια, δηλαδή αν όντως τα αυτοαντισώματα προκαλούν τις θρομβώσεις και τον κυτταρικό θάνατο ή αν αντιστρόφως είναι αποτέλεσμά τους. Αν πράγματι επιβεβαιωθεί ότι τα αυτοαντισώματα προκαλούν τα ανωτέρω, τότε μπορούν να αναζητηθούν και νέες θεραπείες που θα περιλαμβάνουν ενέσεις αντισωμάτων από υγιείς δότες, έτσι ώστε να μειωθεί το επίπεδο των αυτοκαταστροφικών αυτοαντισωμάτων. Εναλλακτικά, μπορεί να δοκιμαστούν βιοδιασπώμενα αντιγόνα που θα προσδένονται στα αυτοάνοσα αντισώματα και θα τα εξουδετερώνουν.