Η αφομοίωση των μεταναστών και η περίπτωση Αντετοκούμπο
11/10/2021Η ειρωνεία ήταν γλυκιά! Με μπόλικη –και δικαιολογημένη– χαιρεκακία πολλοί ήταν αυτοί που σχολίασαν την παρουσία του Μάκη Βορίδη δίπλα στον Γιάννη Αντετοκούμπο κατά την τελετή απονομής της ελληνικής υπηκοότητας στην οικογένειά του, αναδεικνύοντας την αντίφαση με τις παλαιότερες απόψεις του για το ότι Έλληνας μπορείς να γίνεις μόνον από καταγωγή. Το ισοκράτειο κριτήριο για τους μετέχοντας της “ημετέρας παιδείας”, αναδεικνύεται σε πολλά σύγχρονα ξενικά επίθετα: Αβέρωφ, Έβερτ, Βόζενμπεργκ, Καραϊβάζ, Μοντιάνο, Αξαρλιάν κλπ.
Σε μια εποχή που οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί είναι ιδιαίτερα μεγάλοι και συγκεντρωμένοι, η συζήτηση περί της δυνατότητας αφομοίωσής τους έπρεπε επιτέλους να ξαναξεκινήσει, πολλά χρόνια μετά την υπόθεση του Οδυσσέα Τσενάι. Η διεθνής φήμη του Γιάννη Αντετοκούμπο λειτούργησε καταλυτικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Παράλληλα όμως, αυτή η φήμη μας έκανε υπερβολικά ευαίσθητους στις δηλώσεις του. Πολλοί π.χ. πληγώθηκαν όταν σε συνεντεύξεις ανέφερε ότι στο σπίτι του «δεν υπήρχε ελληνική κουλτούρα» ή ότι στην Ελλάδα γνώρισε ρατσισμό. Αντιθέτως, ποτέ κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για τυχόν αντίστοιχες δηλώσεις του Κενυάτη ιατροδικαστή Σαμουήλ Ντούγκου, του οποίου η αφομοίωση στην Ελλάδα είναι το ίδιο άψογη.
Προφανώς, αν δηλώνει Έλληνας ένας εργατικός, σεμνός, ικανός και τίμιος άνθρωπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα και που την αγαπάει, με χαρά μου να τον μετρήσω ως έναν από μας. Αν πάλι δηλώνει Νιγηριανός, σεβαστό, με το ζόρι παντρειά δεν γίνεται. Το ζήτημα των ριζών και της ταυτότητας είναι τόσο περίπλοκο, που δεν θα μπορούσα να μεμφθώ κανέναν για τυχόν ανάμικτα αισθήματα. Αν τέλος κάποιος, όπως ενδεχομένως ο Οδυσσέας Τσενάι, νιώθει ότι η Ελλάδα τον αδίκησε, ας τον παρηγορεί ότι έχει παρέα σ’ αυτή την πικρία μερικά εκατομμύρια εξ αίματος Ελλήνων.
Η επιτυχημένη ένταξη των Αντετοκούμπο
Να ξεκαθαρίσω λοιπόν ότι το κρίσιμο δεν είναι οι δηλώσεις μιας διάσημης προσωπικότητας, της οποίας κάθε λέξη –και στραβοπάτημα– καταγράφεται, και οι οποίες μπορεί και να υπαγορεύονται από τις woke απαιτήσεις του κοινού στο οποίο απευθύνεται. Ούτε αν αυτές οι δηλώσεις τονώνουν ή πληγώνουν το εθνικό μας αίσθημα. Αλίμονο, άλλωστε, αν η αυτοεκτίμησή μας ως λαού και πολιτισμού εξαρτιόταν από την επικύρωση ενός και μόνο ανθρώπου, όσο αξιόλογος κι αν ήταν αυτός.
Το κρίσιμο θέμα είναι αν οι εκατοντάδες χιλιάδες μεταναστών που βρίσκονται σήμερα στην Ελλάδα αφομοιώνουν καθημερινά και στην πράξη τα ελληνικά ήθη και, αν ναι, υπό ποίους όρους αυτό γίνεται εφικτό. Για τον Γιάννη Αντετοκούμπο τρανταχτή απάντηση σε αυτό το “αν” δίνουν οι φωτογραφίες του ως τσολιά, σημαιοφόρου, στρατιώτη, της μητέρας του με την εικόνα της Παναγίας, ο εθνικός ύμνος στο γήπεδο των Bucks, το ότι από σεβασμό δεν υπογράφει στην ελληνική σημαία.
Ακούγοντάς τον να μιλάει για την οικογένειά του, για τον Θεό και για την Ελλάδα διαπιστώνεις ότι είναι η ενσάρκωση του “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια”, προκαλώντας βραχυκύκλωμα σε πολλούς. Αν ήταν γηγενής και λευκός, οι “προοδευτικοί” που σήμερα τον ευλογούν θα τον έλουζαν με τα χειρότερα επίθετα. Υπό ποίους όρους, λοιπόν, συνέβη αυτή η επιτυχής αφομοίωση;
Βασικό ερμηνευτικό κλειδί ασφαλώς αποτελεί το πολιτισμικό υπόβαθρο. Εκτός από εργασιακή ηθική και σεβασμό στον θεσμό της οικογένειας, οι γονείς του βάφτισαν τα παιδιά τους Χριστιανούς Ορθοδόξους, τους έδωσαν ελληνικά ονόματα (Γιάννης, Θανάσης, Κώστας, Αλέξης) και τους εμφύσησαν σεβασμό στην έννοια της πατρίδας – Ελλάδας ή Νιγηρίας. Κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να μετάσχουν της “ημετέρας παιδείας”, σε γλώσσα, θρησκεία, ήθη και έθιμα.
Η ποσότητα γίνεται ποιότητα
Κάτι που, αντιθέτως, δεν προσπαθούν επ’ ουδενί σύγχρονοι πληθυσμοί μεταναστών από μουσουλμανικές χώρες της Αφρικής, Μέσης Ανατολής και Ασίας. Όταν λοιπόν κατατάσσουμε ανθρώπους σαν τους Αντετοκούμπο απλώς στην κατηγορία του “μετανάστη”, υποτιμούμε τις προσπάθειές τους για αφομοίωση καθώς και τους καρπούς αυτών των προσπαθειών. Πώς κανείς μπορεί να τους τσουβαλιάζει μαζί με τον Τζαβέντ Ασλάμ, που ευκαιρία δεν χάνει να στάξει χολή για την δήθεν ρατσιστική και φασιστική Ελλάδα, η οποία 25 χρόνια τον φιλοξενεί και καλή κουβέντα δεν έχει ακούσει από τα χείλη του. Όμως αυτή η επιτυχής αφομοίωση προήλθε και από εξωγενείς παράγοντες.
Πρώτον, η Ελλάδα της δεκαετίας του 1990 δεν είχε δεχθεί το δεύτερο μεγάλο κύμα μεταναστών. Οι μετανάστες ήταν αρκετά λιγότεροι, βίωναν στενότερα τον ελληνικό τρόπο ζωής, τον οποίο είχαν ισχυρότερο κίνητρο να αφομοιώσουν, εφαρμόζοντας τον χρυσό κανόνα της αφομοίωσης: “Στην Ρώμη κάνε ό,τι οι Ρωμαίοι”. Σήμερα οι αριθμοί είναι τέτοιοι που οι μετανάστες δημιουργούν ομοιογενείς συσσωματώσεις, εντός των οποίων αναπαράγουν την συμπεριφορά και τα ήθη των πατρίδων τους. Όπου αυτές εγκαθίστανται εκδιώκουν τους Έλληνες και, αφού δεν υπάρχουν πλέον δίπλα τους “Ρωμαίοι” των οποίων την παιδεία να μιμηθούν, φτάνουμε στο σχήμα των Μαρξ και Ένγκελς: μετά από κάποιο σημείο, η ποσότητα γίνεται ποιότητα.
Δεύτερον, το 1991 οι Αντετοκούμπο έφτασαν σε μια Ελλάδα όπου ακόμη η πολιτική των ταυτοτήτων και η εθνομηδενιστική ιστοριογραφία δεν είχαν αποδομήσει την ελληνική ταυτότητα σε κάτι βδελυρό, για το οποίο έπρεπε να ντρέπεται κανείς – τότε η διαδικασία μόλις άρχιζε. Έτσι, οι Έλληνες υποδείκνυαν τα ντόπια ήθη –την “ημετέρα παιδεία”– στους ξένους με αυτοπεποίθηση και χωρίς ενοχές.
Οι Αμνημόνευτοι…
Σήμερα, οι μαθητικές παρελάσεις –που άλλοτε προβάλλονταν από το αντιρατσιστικό κίνημα ως ο χώρος έμπρακτης ενσωμάτωσης του αριστούχου μετανάστη– στιγματίζονται σαν μιλιταριστικές και διακωμωδούνται από τους συμμετέχοντες Έλληνες(!) μαθητές. Από “Νέους της Σιδώνος”, υπερβολικά αμόρφωτους για να καταλάβουν έστω και αυτήν την αναφορά. Οι “μπούμερς” της μεταπολίτευσης γαλούχησαν τα παιδιά και τα εγγόνια τους στον καταναλωτικό μηδενισμό, κάνοντας τον ποιητή Χριστιανόπουλο να γράψει: «Καημένε Μακρυγιάννη να ’ξερες γιατί το τζάκισες το χέρι σου. Το τζάκισες για να χορεύουν σέικ τα κωλόπαιδα».
Ο Αγιασμός στα σχολεία είναι ανάθεμα για τους “άθεους”, που δεν έχουν διαβάσει αρκετή ιστορία για να κατανοήσουν τον ρόλο της Ορθοδοξίας στην επιβίωση του Ελληνισμού, ούτε καν το ίδιο το Σύνταγμα – ή κάθε Σύνταγμα από το 1822! Οι μαχητικότεροι δε από αυτούς οργανώνουν Grill Party την Μεγάλη Παρασκευή με μοναδικό σκοπό να προσβάλλουν το μακραίωνο θρησκευτικό αίσθημα της πλειοψηφίας των συμπατριωτών τους, ενώ “αλληλέγγυοι” σαν τον Γιαννούλη του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν «σαδισμό» και «κτηνωδία» να τρώμε χοιρινό και να πίνουμε αλκοόλ δίπλα σε μουσουλμάνους μετανάστες, γιατί το δικό τους θρησκευτικό αίσθημα είναι για κάποιον λόγο ιερό.
Στους “Αμνημόνευτους” (“Les Immémoriaux”) ο Βικτώρ Σεγκαλέν περιγράφει πώς οι Μαορί προσηλυτίζονται από τους Ιεραπόστολους, διότι είχαν ήδη αρχίσει να ξεχνάνε τις παραδόσεις τους –την προφορική αφήγηση της γενεαλογίας τους– και άρα ήταν έτοιμοι για προσηλυτισμό.
Σήμερα οι “Ρωμαίοι” ντρέπονται για τον τρόπο ζωής και τις παραδόσεις τους και προφανώς δεν διανοούνται να πουν στους νεοφερμένους να κάνουν ό,τι και οι ίδιοι. Να μετάσχουν της “σφετέρας παιδείας”. Σε μια τέτοια Ελλάδα δεν θα υπάρξουν καινούργιες οικογένειες Αντετοκούμπο. Μάλλον ήμασταν τυχεροί που υπήρξε έστω και μία.