Η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης να περιλάβει και τους δικαστές
23/07/2025
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής οδηγεί πολλές ευρωπαϊκές χώρες στην αύξηση του ορίου για τη σύνταξη. Την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στη Δανία στα 70 χρόνια αναμένεται να την ακολουθήσουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες και η χώρα μας από το 2027, γιατί το θέμα θα συζητηθεί τέλη 2026-αρχές 2027, με βάση τη μελέτη της αναλογιστικής αρχής που εκπονείται κάθε τρία χρόνια και θα αποτυπώσει την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, χωρίς να λάβει θέση για την αύξηση των ορίων για τη σύνταξη, που είναι και πολιτικό θέμα.
Σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου, το όριο ηλικίας για σύνταξη από 1-1-2024 θα καθορίζεται ανά τριετία, με βάση το προσδόκιμο ζωής. Η τελευταία αύξηση των ορίων έγινε το 2013, που αυξήθηκαν στα 67 χρόνια για την κανονική και στα 62 χρόνια για την πρόωρη συνταξιοδότηση.
Με τον ν.4336/ 2015 αυξήθηκαν και όλα τα ενδιάμεσα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης. Με βάση την έκθεση της European Aging Report Group, αναμένεται η αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά ενάμιση έτος από το 2030, με συνέπεια τα παραπάνω όρια να αυξηθούν σε 68,1/2 και 63,3/12 αντίστοιχα. Η αύξηση θα γίνει σταδιακά με βάση συγκεκριμένους δείκτες. Ήδη, χωρίς ιδιαίτερη δημοσιότητα, προβλέπονται μικρές υπερβάσεις των παραπάνω ορίων σύνταξης σε κάποιες κατηγορίες εργαζόμενων στο Δημόσιο.
Κατόπιν της αυξήσεως των ορίων συνταξιοδότησης για όλους τους εργαζόμενους, σκόπιμο και επιβεβλημένο παρίσταται η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και για τις κατηγορίες των δημοσίων λειτουργών, των οποίων τα όρια αποχώρησης καθορίζονται από το Σύνταγμα, και για την αύξηση των οποίων απαιτείται αναθεώρηση των σχετικών άρθρων του Συντάγματος και όχι απλός νόμος. Συνεπώς, η Κυβέρνηση πρέπει να περιλάβει τη σχετική πρόβλεψη στις προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2027.
Το ισχύον καθεστώς της συνταξιοδότησης των δικαστών
Οι δικαστικοί λειτουργοί της τακτικής δικαιοσύνης, διοικητικής δικαιοσύνης-Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣΤΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είναι ισόβιοι και αποχωρούν από την υπηρεσία την 30η Ιουνίου του έτους, όταν συμπληρώσουν το 67ο έτος της ηλικίας τους οι ανώτατοι δικαστές, ήτοι από το βαθμό του Προέδρου Εφετών και άνω, και το 65ο έτος οι λοιποί.
Με το Σύνταγμα του 1864 θεσπίστηκε το 75ο έτος της ηλικίας για την αποχώρηση των ανώτατων δικαστών, με το Σύνταγμα του 1911 το όριο περιορίστηκε στο 70ο έτος και με το Σύνταγμα του 1975 στο 67ο έτος, με ταυτόσημη ρύθμιση για τους καθηγητές των ΑΕΙ. Ήδη, γίνονται κάποιες συζητήσεις σε νομικούς κύκλους και ΜΜΕ για την αύξηση των ηλικιακών ορίων για την αποχώρηση των δικαστών, για μεν τους ανώτατους στο 72ο έτος, για δε τους λοιπούς στο 70ο, σύμφωνα με τα ισχύοντα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και την αύξηση του προσδόκιμου ζωής για τη χώρα μας.
Φυσικά, αυτό απαιτεί συνταγματική αναθεώρηση, αλλά δεν έχει εκδηλωθεί μέχρι τώρα επίσημη κυβερνητική βούληση για το θέμα αυτό, φαίνεται όμως ότι υπάρχει πολιτική βούληση προς τούτο, ενώ οι συνδικαλιστές της τακτικής δικαιοσύνης είναι κάθετα αντίθετοι για οποιαδήποτε αύξηση των ορίων αποχώρησης των δικαστών. Σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμα αυξηθούν τα όρια αποχώρησης των δικαστών, η έξοδος θα είναι εθελοντική, όπως δήλωσε ο Υπουργός Δικαιοσύνης, κ. Φλωρίδης, σε συνέδριο της ΕΔΕ.
Κατά τη προσωπική μου άποψη, η αύξηση του ορίου ηλικίας για την αποχώρηση των δικαστικών λειτουργών παρουσιάζει πολλά θετικά σημεία, όπως η θητεία της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων θα είναι τετραετής, αντί ένα ή δύο χρόνια όπως συμβαίνει τώρα, αρκετό διάστημα, ώστε να μπορεί να διαμορφώνεται συγκεκριμένη πρακτική για την αντιμετώπιση νομικών και υπηρεσιακών θεμάτων, η πείρα των δικαστών δεν θα σπαταλιέται με τη πρόωρη αποχώρηση των δικαστών, τα βιολογικά κριτήρια για τους δικαστές έχουν βελτιωθεί κατά πολύ από την αναθεώρηση του 1975, ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στο λειτούργημα τους και, σε κάθε περίπτωση, οι δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να εργάζονται με τους αυτούς όρους, όπως οι άλλοι εργαζόμενοι, με μόνο αρνητικό σημείο να είναι η επιβράδυνση προώθησης των κατωτέρων δικαστών σε ανώτερα κλιμάκια. Φυσικά, τα όσα επιμέρους προβλήματα ανακύψουν από τη ρύθμιση αυτή μπορούν να επιλυθούν με κοινό νόμο.