H απλήρωτη εργασία και ο φερετζές της μαθητείας
11/02/2019Η κρίση οδηγεί πολλούς νέους καλλιτέχνες σε αδιέξοδο. Έχοντας ως εφόδιο το ταλέντο και τις σπουδές τους, προσπαθούν να διεισδύσουν στη δύσκολη αγορά εργασίας. Ο Άλεξ Ντάντσον ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία. Ο νεαρός Βρετανός φωτογράφος εργάστηκε ως ασκούμενος στα γνωστά μεγάλης κυκλοφορίας περιοδικά Boat και Domus. Αν και τα πήγε καλά, δεν κέρδισε μια θέση εργασίας. Η ανεργία τον ώθησε να τολμήσει ένα άλμα. Δημιούργησε το δικό του περιοδικό, το οποίο εκδίδεται μόνο από ασκούμενους.
«Γνωρίστε τα ταλέντα και εμπλακείται στο ντιμπέιτ», ήταν το σύνθημα του τότε νέου ανεξάρτητου περιοδικού Intern. Το ντιμπέιτ αφορά την παγκόσμια κίνηση των ασκούμενων, η οποία ονομάζεται intern aware. Πρόκειται για μία διαδικτυακή καμπάνια, η οποία αναδεικνύει το παγκόσμιο πρόβλημα της απλήρωτης άσκησης εργασίας, του internship, όπως συνηθίζεται να λέγεται στο εξωτερικό.
Ο σχετικά άπειρος 29χρονος Βρετανός φωτογράφος αποφάσισε να δημιουργήσει το περιοδικό Intern, στο οποίο εργάζονται μόνο άτομα, τα οποία δεν έχουν συχνά καμία επαγγελματική εμπειρία. Με τον τρόπο αυτό ελπίζει να “ταρακουνήσει” τη βιομηχανία των Μίντια, η οποία όχι μόνο δεν αξιοποιεί τα νέα ταλέντα, αλλά και τα εκμεταλλεύεται άγρια, κάνοντας κατάχρηση του θεσμού της άσκησης.
Βήμα για καταγγελίες
Το περιοδικό εκδόθηκε για να παρουσιάζει τη δουλειά νέων φωτογράφων, δημοσιογράφων και καλλιτεχνών. Από την άλλη, όμως, τα έβαλε με εταιρείες κολοσσούς. Άτομα από όλο τον κόσμο αποκάλυψαν στις σελίδες του περιοδικού τις προσωπικές ιστορίες που βίωσαν ως ασκούμενοι σ’ όλους τους κλάδους. Οι καταγγέλλοντες κατονόμασαν γνωστές εταιρείες, όπως είναι η αλυσίδα ρούχων Topshop, η βρετανική αλυσίδα νεανικών ρούχων Urban Outfitters και το περιοδικό Harper’s Bazaar.
Κάποιοι από τους καταγγέλλοντες, μάλιστα, στράφηκαν στη Δικαιοσύνη. Μία πρώην μαθητευόμενη στο Harper’s Bazaar μήνυσε την εταιρεία που εκδίδει το περιοδικό, την Hearst Corporation, λέγοντας ότι η μαθητεία της παραβιάζει το εργατικό δίκαιο. Η 28χρονη Σουεντάν Ουάνγκ ήταν μαθητευόμενη στο τμήμα αξεσουάρ του περιοδικού από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011, όπου συνήθως εργαζόταν τουλάχιστον 40 ώρες την εβδομάδα και συχνά έως και 55 ώρες, χωρίς να πληρώνεται.
«Οι απλήρωτοι εκπαιδευόμενοι έχουν γίνει πλέον το αντίστοιχο των νεοπροσλαμβανόμενων εργαζόμενων, με τη διαφορά ότι οι εργοδότες δεν τους πληρώνουν για τις ώρες εργασίας τους», ανέφερε στην αγωγή της και πρόσθετε: «Η αποτυχία των εργοδοτών να ανταμείψουν τους μαθητευόμενους για την εργασία τους και το γεγονός ότι η πρακτική αυτή είναι ευρέως διαδεδομένη σε όλη τη χώρα, μειώνει τις ευκαιρίες για εργασία, προάγει τις ταξικές διαφορές μεταξύ αυτών που μπορούν να εργάζονται χωρίς μισθό και εκείνων που δεν μπορούν και συμβάλει εμμέσως στην αυξανόμενη ανεργία».
Στοχεύουν στην απόγνωση
Ο Ντάντσον αναγνωρίζει ότι «η πρακτική άσκηση μπορεί να βοηθήσει κάποιο νέο να εισχωρήσει στην αγορά εργασίας και να σταθεί στα πόδια του. Το πρόβλημα είναι ότι η άσκηση δεν περιλαμβάνει και τη μάθηση. Ολοένα και περισσότερες εταιρείες εκμεταλλεύονται την απόγνωση των νέων. Με τον τρόπο αυτό έχουν πάντα στη διάθεσή τους δωρεάν εργατικό δυναμικό, το οποίο στη συνέχεια το πετούν στον κάλαθο των ανέργων».
Εάν για τους Αμερικανούς και Δυτικοευρωπαίους νέους όλα τα παραπάνω ισχύον μία φορά για τους νέους της Ελλάδας ισχύουν επί δέκα. Δεν είναι μόνο η θεσμική κατεδάφιση των εργασιακών δικαιωμάτων. Ακόμα και τα υπολείμματα παραβιάζονται βάναυσα. Ο αγώνας για να βρουν μία έστω και κακοπληρωμένη και χωρίς δικαιώματα θέση εργασίας εξωθεί πολλούς νέους να μετατρέπονται σε εθελοντές «δούλους».