Η Δικαιοσύνη ως «θεσμικό εμπόδιο»; – 1
06/08/2017του Δημήτρη Τραυλού-Τζανετάτου –
Είναι διαχρονικό ζήτημα η αφανής ή εμφανής σχέση έντασης της δικαστικής εξουσίας με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Και συνακόλουθα θέτει το ζήτημα των εγγενών ορίων αυτής της σχέσης έντασης, στο πλαίσιο της θεμελιώδους αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Όπως είναι παγκοίνως γνωστό, η αρχή αυτή αποτελεί θεμέλιο και ακρογωνιαίο λίθο του κράτους δικαίου, στο πλαίσιο του αστικοδημοκρατικού συντάγματος.
Από κοινωνιολογική-πραγματολογική σκοπιά δεν πρέπει, βεβαίως, να παροράται το γεγονός ότι και οι τρεις εξουσίες, παρά τις λειτουργικές ιδιαιτερότητές τους, ως βασικές συνιστώσες του κράτους, δηλαδή της πολιτικής εξουσίας, υπηρετούν τελικά το κυρίαρχο οικονομικό-πολιτικό σύστημα και τις επιλογές του. Πάντα σύμφωνα με το υφιστάμενο κάθε φορά συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων και των συνθηκών της εκάστοτε συγκυρίας.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας –ως κατασταλτικού βασικά μηχανισμού του κράτους– διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία διασφάλισης και αναπαραγωγής του κυρίαρχου οικονομικού-πολιτικού συστήματος. Ωστόσο, στο πλαίσιο εύρυθμης λειτουργίας ενός αστικοδημοκρατικού Συντάγματος, κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει η διασφάλιση –μέσω της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας– μιας σχετικής αυτονομίας της έναντι των άλλων εξουσιών.
Ο έλεγχος συνταγματικότητας
Οι παρεχόμενες από το Σύνταγμα εγγυήσεις αποσκοπούν στην, κατά το δυνατόν, απρόσκοπτη εκτέλεση του έργου της δικαστικής εξουσίας. Δηλαδή, στην ακριβοδίκαιη απονομή της δικαιοσύνης, χωρίς εξωτερικές ή εσωτερικές επιρροές, εξαρτήσεις, ιδεοληψίες και υποκειμενισμούς. Επίσης, τηρουμένων ευλαβικά τόσο της κορυφαίας αρχής της διασφάλισης μιας δίκαιης δίκης, όσο και των κανόνων της μεθοδολογίας και ερμηνείας του δικαίου. Κρίσιμος και καθοριστικός του δικαιοδοτικού έργου είναι ο διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος συνταγματικότητας των επιλογών της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας.
Πράγματι, ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων και των διοικητικών πράξεων συγκροτεί το σκληρό πυρήνα του δικαιοδοτικού έργου. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα έργο κρίσιμο και επίπονο. Από τη φύση του πράγματος, είναι αντικειμενικά έργο εκτεθειμένο, λιγότερο ή περισσότερο, σε εξωγενείς επιρροές. Κι αυτό, λόγω της σπουδαιότητας των συγκρουόμενων επίδικων συμφερόντων και της αντανάκλασής τους στην πολιτική διαμάχη. Επίσης, είναι εκτεθειμένο και σε εσωγενείς εντάσεις με τη νομοθετική και συνακόλουθα την εκτελεστική εξουσία.
Ο κίνδυνος κλονισμού της ευαίσθητης θέσης της Δικαιοσύνης και εμπλοκής της δικανικής κρίσης στον κοινωνικοπολιτικό ανταγωνισμό εμφανίζει ιδιαίτερη έξαρση σε περιόδους δομικής και παρατεταμένης κρίσης του οικονομικού συστήματος. Ειδικά όταν η κρίση διαχέεται σε ολόκληρο το ιδεολογικοπολιτικό και θεσμικό εποικοδόμημα. Συνέπεια αυτής της εξέλιξης –συχνά αναπότρεπτη, αλλά και τροφοδοτούσα τη γενικότερη κρίση εμπιστοσύνης στους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς– είναι η περιέλευση της δικαστικής εξουσίας σε ανοικτή πια σύγκρουση με τις κυβερνητικές πολιτικές και πρακτικές.
Οι συγκρούσεις με την κυβέρνηση
Τέτοιες συγκρούσεις έχουν προκύψει. Και είναι άκρως βλαπτικές για τα συμφέροντα της βαρύτατα τραυματισμένης από τη μνημονιακή επιτήρηση κοινωνίας και απορρυθμιστική των υπολειμμάτων λαϊκής κυριαρχίας στη χώρα μας. Οι συγκρούσεις αυτές είναι σε μεγάλο βαθμό αποκαλυπτικές των εγγενών αδυναμιών και της αυξανόμενα προβληματικής σχέσης του καπιταλισμού με τη δημοκρατία. Η κυριαρχία των αγορών, σε συνδυασμό με την “διαρκή κατάσταση ανάγκης” ως νέας, κρίσιμης κανονικότητας, οδηγεί σε μεταδημοκρατικές μεταλλάξεις.
Η ευθύνη γι’ αυτές τις συγκρούσεις δεν πρέπει να χρεώνεται ακρίτως και μονομερώς στην εκτελεστική εξουσία, ακόμα και αν από την πλευρά της έχουν γίνει αδέξιοι χειρισμοί. Οι άγαρμπες συμπεριφορές προκαλούνται εξαιτίας μη αρεστών στην Κυβέρνηση, δικαστικών αποφάσεων ιδίως των Ανωτάτων Δικαστηρίων, επειδή θεωρούνται ανασχετικές της πολιτικής της.
Αντίστοιχη, αν όχι μεγαλύτερη, ευθύνη, όμως, βαρύνει και τη Δικαιοσύνη. Ιδίως σε περιπτώσεις λεκτικών υπερβάσεων ή παρεμβάσεων της εκτελεστικής εξουσίας, οφείλει να επιδεικνύει την επιβαλλόμενη από τη θεσμική της θέση νηφαλιότητα και αυτοσυγκράτηση. Να αποφεύγει την εμπλοκή της στην πολιτική διαμάχη.
Προάγγελος δημοκρατικής εκτροπής;
Το έναυσμα της τελευταίας σύγκρουσης της δικαστικής εξουσίας με την Κυβέρνηση αποτέλεσε η 1738/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα της παράτασης της παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου πέραν της πενταετίας. Είχε, βεβαίως, προηγηθεί η ακόμα οξύτερη σύγκρουση για τις τηλεοπτικές άδειες. Τούτο δε, καθώς θεωρήθηκε από την Κυβέρνηση και όχι μόνο, ότι ευνοεί τους μεγαλοφοροφυγάδες εις βάρος των ταμειακών αναγκών του κράτους σε μια κρίσιμη για τη χώρα δημοσιονομική καμπή.
Αποτέλεσμα της θεώρησης αυτής υπήρξε η έντονη αποδοκιμασία της, αλλά όχι με το ενδεδειγμένο ύφος. Έτσι έδωσε την εντύπωση ανεπίτρεπτης παρέμβασης στο έργο της δικαστικής εξουσίας. Η επίμαχη απόφαση είχε διχάσει τα πνεύματα μεταξύ ειδικών και πολιτικών. Ως θρυαλλίδα που πυροδότησε την έντονη αντίδραση των δικαστών φαίνεται ότι λειτούργησε ο μάλλον δόκιμος, αν όχι παρεξηγήσιμος, χαρακτηρισμός της Δικαιοσύνης ως «θεσμικού εμποδίου».
Ο χαρακτηρισμός αυτός θεωρήθηκε από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων –και βεβαίως από την αντιπολίτευση που έσπευσε να αξιολογήσει το “ατόπημα”– ως αποκαλυπτικός των προθέσεων της Κυβέρνησης να χειραγωγήσει τη Δικαιοσύνη. Επίσης, θεωρήθηκε και προάγγελος δημοκρατικής εκτροπής. Η ακραία και εκτός ιστορικού τόπου και χρόνου αυτή αντίδραση είναι δυσεξήγητη και αποδοκιμαστέα.
Συγκρίσεις με την Τουρκία!
Σύγκριναν την κατάσταση στην Ελλάδα με τα τεκταινόμενα στην Τουρκία! Και όλα αυτά σε περίοδο αυστηρής επιτήρησης της χώρας και ασφυκτικού περιορισμού της λαϊκής κυριαρχίας. Όταν βρίσκονται σε εξέλιξη ιταμές παρεμβάσεις από τους δανειστές σ’ ολόκληρο το φάσμα των τριών εξουσιών (π.χ. υπόθεση Γεωργίου και αποφυγή χαρακτηρισμού περικοπής συντάξεων ως αντισυνταγματικής).
Η εν λόγω ανακοίνωση αδικεί την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων που βρίσκεται στις επάλξεις προάσπισης των κοινωνικών δικαιωμάτων (βλ. π.χ. τις θέσεις της έναντι των περιλαμβανομένων στο Ν. 4472/2017, άρθρα 16-20, απορρυθμιστικών των σχέσεων εργασίας διατάξεων, ΕΕργΔ 2017. 858). Φαίνεται δε να υποκρύπτει μια αδικαιολόγητη σύγχυση μεταξύ κριτικής των δικαστικών αποφάσεων, έστω και οξείας και άδικης, και της πολεμικής κατά του θεσμού της Δικαιοσύνης.
Θα ήταν παράλειψη να μη σημειωθεί και η πρόσφατη δημόσια παρέμβαση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για την υπόθεση Novartis.