Η γήρανση του πληθυσμού, το ασφαλιστικό και ο σύγχρονος Καιάδας
13/03/2019Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα αυξημένο επιστημονικό, κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον για τις επερχόμενες μελλοντικά δημογραφικές αλλαγές σε διεθνές επίπεδο. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται αποκλειστικά στο μέλλον του παγκόσμιου πληθυσμού. Συνδέεται όλο και περισσότερο με τις πιθανές κοινωνικές-οικονομικές επιπτώσεις, οι οποίες προκύπτουν από τις δημογραφικές αλλαγές αλλά και από τις προοπτικές σχεδιασμού και υλοποίησης των αντίστοιχων πολιτικών στο ασφαλιστικό σύστημα.
Τέτοιοι τομείς είναι -μεταξύ άλλων- η εκπαίδευση, η αγορά εργασίας και η Κοινωνική Ασφάλιση. Στο πλαίσιο αυτό, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η μείωση της γονιμότητας αποτελούν χωρίς καμία αμφιβολία τη σημαντικότερη εξέλιξη στην ιστορία των πληθυσμών. Ειδικότερα για τις χώρες της ΕΕ, το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αποτελεί την περίοδο, κατά την οποία το προσδόκιμο ζωής έφτασε σε πρωτόγνωρα υψηλά επίπεδα.
Αντίθετα, η γονιμότητα, έπειτα από μία σύντομη περίοδο ανάκαμψης, παρουσίασε απότομη μείωση. Η μείωση συνοδεύτηκε από μία τάση σταθεροποίησης σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, τα οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είχαν παρατηρηθεί ποτέ στην μακροχρόνια ιστορία του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι δύο αυτές μεταβολές οδήγησαν αναπόφευκτα στην διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης, δηλαδή στην αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων στον συνολικό πληθυσμό.
Κι αυτό, γιατί οι αυριανοί ηλικιωμένοι θα είναι περισσότεροι από τους σημερινούς. Όχι μόνο επειδή θα προέρχονται από πολυπληθέστερες γενιές, αλλά και επειδή το προσδόκιμο ζωής τους θα είναι αισθητά υψηλότερο από αυτό των σημερινών ηλικιωμένων. Η χαμηλή θνησιμότητα θα συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων στις χώρες της ΕΕ και για έναν ακόμη λόγο.
Ουσιαστικά με την πάροδο του χρόνου, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η οποία ιστορικά προέκυψε από τη μείωση της βρεφικής και της παιδικής θνησιμότητας, συνδέεται όλο και πιο στενά με την μείωση της θνησιμότητας στις μεγάλες ηλικίες. Συμβάλει και αυτό το γεγονός στην διεύρυνση της μακροβιότητας των ηλικιωμένων. Με άλλα λόγια, η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων δεν είναι παρά μία από τις σημαντικές αλλαγές που συντελούνται στην κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ευρώπης.
Tο ασφαλιστικό σύστημα
Από την άποψη αυτή, οι επιπτώσεις των μελλοντικών δημογραφικών αλλαγών και ειδικότερα του προσδόκιμου ζωής στην βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κι αυτό, επειδή η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων, εκτός των άλλων κοινωνικών-οικονομικών συνεπειών, συναρτάται και με την αύξηση των δαπανών για τις συντάξεις.
Ως εκ τούτου, το προσδόκιμο ζωής είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος για την βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων, δεδομένου ότι συνεπάγεται μεγαλύτερο χρόνο πληρωμής των συντάξεων και άρα αύξηση των δαπανών των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Επιπλέον συναρτάται με τον μονομερή προσανατολισμό των ασκούμενων πολιτικών. Αυτές έχουν στόχο τη μείωση των ελλειμμάτων των συνταξιοδοτικών συστημάτων στην Ελλάδα και την ΕΕ, διαμέσου των περικοπών του επιπέδου των συντάξεων, της αύξησης των εισφορών, της αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης ή διαμέσου ενός συνδυασμού των τριών αυτών μεταβλητών.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής αντιμετωπίζεται από τις ασκούμενες πολιτικές περισσότερο ως απειλή για τα συνταξιοδοτικά συστήματα και λιγότερο ως πρόκληση για την κατάκτηση της επιστημονικής και κοινωνικής-οικονομικής εξέλιξης, η οποία θα επιτρέψει την επιμήκυνση του ανθρώπινου βίου. Από την άποψη αυτή, η επίδραση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής στην βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, αποτελεί πρόκληση για την κοινωνική, ασφαλιστική και δημογραφική πολιτικής.
Το χρηματοδοτικό κενό
Αποτελεί πρόκληση με την έννοια ότι απαιτείται αλλαγή κατεύθυνσης και περιεχομένου των περιοριστικών πολιτικών του παρόντος.Για παράδειγμα, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής στην Γαλλία κατά 1,7 έτη (COR, Ιούνιος 2017) στην περίοδο 2017-2060 θα έχει επίδραση στην βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος. Για την ακρίβεια θα δημιουργήσει ελλείμματα μέχρι το 2050. Αυτό συνιστά πρόκληση για τις γαλλικές κυβερνήσεις.
Εξίσου πρόκληση για την παγκόσμια οικονομία αποτελεί και η αντιμετώπιση της αύξησης του χρηματοδοτικού κενού των έξι μεγαλύτερων συνταξιοδοτικών συστημάτων κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα (αμερικανικό, βρετανικό, ιαπωνικό, ολλανδικό, καναδικό, αυστραλιανό). Το κενό αυτό υπολογίζεται σε 70 τρισ δολάρια σήμερα και θα φθάσει σε 400 τρισ το 2050 (Παγκόσμιο Οικονομικό Forum Davos, 2017), εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της μείωσης του ποσοστού αποταμίευσης.
Ας προσεγγίσουμε αναλυτικά τις εξελίξεις του προσδόκιμου ζωής και τις επιπτώσεις του στην βιωσιμότητα του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και με προβλέψεις του ΟΗΕ, το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων αυξήθηκε για τους άνδρες από τα 76,8 έτη το 2005 στα 78,1 το 2010 και σε 78,5 το 2014. Για τις γυναίκες από 81,7 το 2005 σε 82,8 το 2010 και σε 83,5 το 2014. Σε μια δεκαετία, δηλαδή, το προσδόκιμο ζωής τόσο στους άνδρες, όσο και στις γυναίκες αυξήθηκε κατά περίπου δύο έτη στην δεκαετία 2005-2014.
Δεν είναι λύση οι περικοπές
Για την ανάλυση μας χρησιμοποιούμε κατάλληλα προσαρμοσμένους πίνακες θνησιμότητας, ώστε να ενσωματώνουν αυτή την τάση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και να λαμβάνουν υπόψη τις μειώσεις των συντάξεων. Θεωρώντας όλες τις άλλες οικονομικές και δημογραφικές παραμέτρους σταθερές, το σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθεί, μόνο εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, περισσότερο από 37,3 δισ ευρώ σε παρούσες αξίες.
Η συνολική αυτή επιβάρυνση μεταφράζεται σε πάνω από 1,3 δισ ευρώ ανά έτος για την περίοδο 2017-2057. Το εύρημα αυτό αναδεικνύει με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η επιβάρυνση αυτή του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής δεν εξισορροπείται με περαιτέρω περικοπές των συντάξεων. Οι περικοπές αποδεικνύονται ανεπαρκείς.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, η κάλυψη της επίδρασης της αύξησης του προσδόκιμου ζωής με ρυθμό δύο έτη ανά δεκαετία, απαιτεί χρηματοδότηση με 0,5% του ΑΕΠ, θεωρώντας ότι το ΑΕΠ θα αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,5%. Μεταξύ άλλων, αυτό θα περιόριζε το χάσμα μεταξύ παραγωγικότητας και κοινωνικών ανισοτήτων στην Ελλάδα.