Η μάχη που θα κρίνει την διαδικτυακή ενημέρωση
19/02/2021Στα άκρα οδηγείται η αντιπαράθεση της Αυστραλίας και του Facebook, μετά το “μαύρο” που έριξε το δημοφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης σε όλους τους συνδέσμους πληροφόρησης, εγχώριων και διεθνών ειδησεογραφικών μέσων, έπειτα από το σχέδιο νόμου της αυστραλιανής κυβέρνησης που υποχρεώνει τις ψηφιακές πλατφόρμες να αμείβουν τα μέσα ενημέρωσης για το περιεχόμενο που αντλούν από αυτά.
Σύμφωνα με τον Αυστραλό υπουργό Οικονομικών Τζος Φράιντενμπεργκ τα «μέτρα είναι άχρηστα, αυθαίρετα και θα ζημιώσουν την φήμη την φήμη του Facebook στην Αυστραλία», με τον ίδιο να δηλώνει πως «η κυβέρνηση της χώρας είναι αποφασισμένη να προχωρήσει» με το επίμαχο νομοσχέδιο, το οποίο υιοθετήθηκε την περασμένη εβδομάδα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τώρα βρίσκεται ενώπιον της Γερουσίας.
Όπως είχε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο του το Slpress, αυτό το νομοσχέδιο, αν τελικώς εφαρμοστεί, θα σημάνει μία ιστορική εξέλιξη στον χώρο της ενημέρωσης. Θα πρόκειται για την πρώτη νομοθετική ρύθμιση που θα αναγκάσει τις ψηφιακές πλατφόρμες να πληρώνουν τα μέσα ενημέρωσης, ανάλογα με την επισκεψιμότητα που θα έχουν τα άρθρα και οι ειδήσεις τους, γεγονός μπορεί να λειτουργήσει ως προηγούμενο και για άλλες χώρες.
Το νομοσχέδιο, σύμφωνα με την κυβέρνηση του Αυστραλού πρωθυπουργού Σκοτ Μόρισον, είναι αναγκαίο προκειμένου να προστατευτεί ο κλάδος των μέσων ενημέρωσης στην χώρα (ο οποίος επλήγη βαρύτατα από την πανδημία του κορονοϊού, με την τεράστια πτώση των διαφημιστικών του εσόδων) και για να «εξασφαλίσει ότι οι δημοσιογραφικές επιχειρήσεις θα αποζημιώνονται δίκαια για το περιεχόμενο που δημιουργούν, ώστε να υποστηριχθεί η δημοσιογραφία υπέρ του δημοσίου συμφέροντος».
«Επικίνδυνη και ανησυχητική στροφή»
Η απόφαση του Facebook να επιβάλει τον ολικό αποκλεισμό άρθρων, ενημερωτικών δημοσιεύσεων, μέχρι και των απλών ειδήσεων, έχει προκαλέσει αντιδράσεις στην Αυστραλία. Από τον αποκλεισμό δεν εξαιρέθηκαν ούτε οι σελίδες υπηρεσιών αρωγής που ενημερώνουν τον πληθυσμό για φυσικές καταστροφές, ακόμα και για την πανδημία, ενώ η διευθύντρια του Αυστραλιανού Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η σελίδα του οποίου επίσης αποκλείστηκε, αναφέρθηκε σε «επικίνδυνη και ανησυχητική στροφή» του Facebook.
Σε ανακοίνωση του το Facebook δήλωσε πως πήρε την απόφαση να αποκλείσει τους ειδησεογραφικούς συνδέσμους με «βαριά καρδιά», σε μία χώρα όπου έχει 18 εκατομμύρια επισκέπτες σε καθημερινή βάση, χαρακτηρίζοντας το επίμαχο νομοσχέδιο ως «αποτέλεσμα μιας κακής κατανόησης της σχέσης μεταξύ της πλατφόρμας μας και των εκδοτών», σημειώνοντας πως «ο νόμος αγνοεί τις πραγματικότητες αυτής της σχέσης».
Η Google φαίνεται να επιλέγει μία πιο συμβιβαστική λύση, συνάπτοντας ξεχωριστές συμφωνίες με ομίλους μέσων ενημέρωσης, όπως με την News Corporation του Αυστραλού μεγιστάνα Ρούμπερτ Μέρντοχ. Η συμφωνία προβλέπει η Google να πληρώνει τον όμιλο για την δημοσίευση περιεχομένου από την Wall Street Journal, το Market Watch, το Barron’s και την New York Post.
Πάντως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βρέθηκαν και πάλι πρόσφατα στο μάτι του κυκλώνα μετά την απόφαση τους να αποκλείσουν δια παντώς τους λογαριασμούς που διατηρούσε ο πρώην πρόεδρος Τραμπ στα social media, προκαλώντας προβληματισμό για το ενδεχόμενο επιβολής μίας παγκόσμιας λογοκρίσιας, ενώ τον Μάρτιο του 2018 το Facebook είχε βρεθεί αντιμέτωπο με ένα σκάνδαλο μαζικής διαρροής και κατάχρησης προσωπικών δεδομένων, τουλάχιστον 50 εκατομμύρια χρηστών του.
Η διαδικτυακή ενημέρωση στα χέρια ενός καρτέλ
Όταν τα στοιχεία των αυστραλιανών αρχών ανταγωνισμού δείχνουν πως το Facebook και το Google συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 80% των διαφημιστικών εσόδων, με τα μέσα ενημέρωσης να μοιράζονται τα “ψίχουλα” που απομένουν, η αυστραλιανή κυβέρνηση έχει κάποιο δίκιο όταν αναφέρεται σε «κυρίαρχη θέση των ψηφιακών γιγάντων στην οικονομία και το ψηφιακό τοπίο».
Μπορεί άραγε μία πολύμηνη δημοσιογραφική έρευνα, ένα αποκλειστικό ρεπορτάζ, μία πολεμική ανταπόκριση που κάνει ο δημοσιογράφος με κίνδυνο της ζωής του, να αρκεστεί σε περιοριστεί σε μερικά “ψιλά”, όταν το μερίδιο της διαφημιστικής πίτας κατευθυνθεί σε ένα ψηφιακό μονοπώλιο εταιρειών, που λειτουργούν όλο και περισσότερο σαν ένα καρτέλ, δίχως κάποιον έλεγχο και δίχως να λογοδοτούν σε κυβερνήσεις ή άλλες ανεξάρτητες αρχές;
Η μαζική διάδοση ενός άρθρου, ενός αποκλειστικού ρεπορτάζ, μιας συνέντευξης, στις ψηφιακές πλατφόρμες, χωρίς να επιβραβεύεται το μέσο και κατ’ επέκταση ο δημοσιογράφος, μήπως δεν συνιστά κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων, στην ίδια λογική που έχει το “πειρατικό” κατέβασμα μιας ταινίας από το διαδίκτυο; Μήπως όμως δεν έχουμε και εμείς μερίδιο ευθύνης, ως αναγνώστες και ως πολίτες;
Άραγε δεν υπάρχει και μερίδιο ευθύνης σε μερίδα του αναγνωστικού κοινού που επιλέγει να διαβάσει το “τσάμπα” και ότι του σερβίρει το Google και το Facebook, με ότι και αν αυτό σημαίνει για την ποιότητα της ειδησιογραφίας και των μέσων ενημέρωσης; Δεν υπάρχει μερίδιο ευθύνης σε μία μερίδα του κοινού που έχει εθιστεί στην κουλτούρα του “viral”, φέρνοντας στο προσκήνιο τον “θρίαμβο της ασημαντότητας” των κάθε λογής influencers;
Τέλος, είναι δυνατόν να σιωπά η Ευρώπη σε μία διαμάχη που αφορά άμεσα την ίδια, τους πολίτες και τα μέσα ενημέρωσης της, όταν μάλιστα φιλοξενεί τις ναυαρχίδες του παγκόσμιο τύπου, τον “Guardian”, την “Le Figaro”, την “Handelsblatt”, την “El Pais”, υποκρινόμενη πως αυτή δεν την αφορά, την στιγμή που αναφερόμαστε σε μία διαμάχη ακριβώς για την «υπεράσπιση της δημοσιογραφίας υπέρ του δημοσίου συμφέροντος», η οποία θα κρίνει το μέλλον της παγκόσμιας διαδικτυακής ενημέρωσης;