Η νοητική υστέρηση και οι ”Φόρεστ Γκαμπ” της διαφορετικότητας
17/01/2023Μέχρι να μπω σε τάξη για πρώτη φορά, είχα σαν γενική οδηγία στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου τη συμβουλή των δασκάλων γονιών μου: «Ο καλός εκπαιδευτικός πρέπει να είναι ανυπόκριτος, φυσικός απέναντι στους μαθητές του, χωρίς να επιδεικνύει τις γνώσεις του και να τους καλοπιάνει με βαθμούς που δεν τους αξίζουν για να κερδίσει τη συμπάθειά τους. Πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους με την ειλικρίνειά του και να τους δώσει τα εφόδια που χρειάζονται ώστε να γίνουν ικανοί να σταθούν στα πόδια τους και να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους… ».
Ακολούθησα πιστά αυτόν τον ”κανόνα” στην αρχή και βγήκα κερδισμένη, μέχρι που σκόνταψα στις ”ειδικές περιπτώσεις” μαθητών οι οποίοι δεν καλύπτονταν πλήρως απ’ τις συμβουλές των γονιών μου. Και δεν καλύπτονταν πλήρως γιατί μέσα σ’ αυτούς υπήρχαν και “διαφορετικοί’ μαθητές: Μαθητές με μειονεξία -για παράδειγμα- λόγω νοητικής υστέρησης, τους οποίους εντάσσαμε στην ίδια κατηγορία με εκείνους που είχαν μαθησιακές δυσκολίες.
Οι της νοητικής υστέρησης όμως απαιτούν περισσότερα σκαλοπάτια προσπάθειας εκ μέρους του εκπαιδευτικού σε κάθε περίπτωση και εποχή, για να μπορεί να τους προσαρμόσει αυτός — με γνώμονα τις δυνατότητές τους -στις απαιτήσεις του σχολείου. Η προσαρμογή φυσικά είναι δύσκολη, αλλά όχι αδύνατη. Αρκεί ο εκπαιδευτικός να έχει υπομονή, επιμονή και θέληση για εξειδικευμένη προσέγγιση των ”διαφορετικών” παιδιών, καθώς και διάθεση να ανακαλύψει τις κρυφές ικανότητές τους. Ικανότητες που αποκτούν κατά την επαφή τους με ποικίλες πληροφορίες και ερεθίσματα. Ικανότητες που συνδέονται με τη συνειρμική μνήμη σε συνδυασμό με τις εγγενείς, ενστικτώδεις δυνάμεις τους και την ικανότητα πολλών εξ αυτών να αποστηθίζουν.
Η εκπαιδευτική εμπειρία
Αυτά τα ανακάλυψα εμπειρικά στη ροή του χρόνου, γιατί δεν υπήρχαν στη διάθεση των εκπαιδευτικών δεδομένα των σχολικών επιδόσεών τους υπό μορφή διαγνωστικών τεστ (σταθμισμένων ψυχομετρικών και τεστ αξιολόγησης των ικανοτήτων τους). Το επιπλέον μάλιστα πρόβλημα, το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται έως σήμερα, είναι ότι στην περίπτωση των παιδιών με νοητική υστέρηση δεν θεωρείται αυτονόητη η στενή συνεργασία εκπαιδευτικών-γονέων, γιατί πολλοί απ’ τους πρώτους αρνούνται να αποδεχθούν την περιορισμένη πνευματική λειτουργία των παιδιών τους, την ανεπαρκή προσαρμοστική συμπεριφορά τους στο σχολικό περιβάλλον και την αδυναμία τους να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του σχολικού προγράμματος.
Όταν ξεπεραστεί το πρόβλημα αυτό, πράγμα που απαιτεί την καλή προαίρεση αμφοτέρων των πλευρών, τότε οι μαθητές βγαίνουν αναμφισβήτητα κερδισμένοι. Η αγαστή συνεργασία κηδεμόνων-δασκάλων σε κάθε περίπτωση (πολύ περισσότερο στην περίπτωση των παιδιών με μειωμένη νοητική ικανότητα) έχει θετικό αντίκτυπο όχι μόνο στις σχολικές επιδόσεις τους, αλλά και στην ψυχική υγεία και τη συμπεριφορά τους.
Ασφαλώς οι εκπαιδευτικοί δεν είναι θαυματοποιοί για να αποκαταστήσουν μια παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται στην περίοδο ανάπτυξής τους από τη σύλληψη μέχρι το 16ο έτος της ηλικίας τους. Δεν είναι γιατροί για να παρέμβουν θεραπευτικά στα παιδιά τα οποία (για προγεννητικούς, περιγεννητικούς ή μεταγεννητικούς λόγους) πάσχουν από νοητική υστέρηση. Μπορούν όμως να κάνουν μικρά ”θαύματα αγάπης” στην περίπτωση εκείνων με οριακή νοημοσύνη ή ελαφρά Ν.Υ — που αποτελούν και την πολυπληθέστερη ομάδα (85%) — αν προσαρμόσουν (σε ειδική προεργασία) τη διδασκαλία τους στις ιδιαιτερότητες και ικανότητές τους.
Ιδιαιτερότητες και ικανότητες οι οποίες θα αποτυπωθούν στα φύλλα εργασίας τα οποία θα πάρουν στο σπίτι, για να τα μελετήσουν και να τα απαντήσουν με τη βοήθεια των γονέων και κηδεμόνων τους. Η συνέργεια των τελευταίων είναι απαιτητή, προφανώς, ώστε να μπορούν τα παιδιά αυτά να ανταποκριθούν στις σχολικές απαιτήσεις, καθώς αντιμετωπίζουν τα περισσότερα νευρολογικά προβλήματα και ενίοτε οργανικά (όρασης, ακοής). Αντιμετωπίζουν, επίσης, προβλήματα περιορισμένης ικανότητας στην αφηρημένη σκέψη, αδυναμίας να εξωτερικεύσουν τις εμπειρίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους και περιορισμένης συγκέντρωσης προσοχής.
Επιπλέον στερούνται αντιληπτικής ικανότητας, ικανότητας προσανατολισμού, γλωσσικής ανάπτυξης (πολύ φτωχό λεξιλόγιο), επικοινωνίας, δυνατότητας εύρεσης ομοιοτήτων-διαφορών και ταξινόμησης αντικειμένων.
Η άσκηση της φαντασίας
Τα παιδιά με νοητική υστέρηση αδυνατούν, ακόμα, να χρησιμοποιήσουν λειτουργικά τη φαντασία τους. Έχουν μικρό εύρος μνήμης (αν εξαιρέσουμε τη συνειρμική), φτωχή οργάνωση σκέψης και δυσκολία κοινωνικής προσαρμογής, αν και διαθέτουν επαγγελματικές δεξιότητες που απαιτούν για να αναδειχθούν την καθοδήγηση ενός εργοθεραπευτή, ώστε να αποκαταστήσει σε κάποιο βαθμό την αισθητηριακή, νοητική, ψυχολογική και κοινωνική δυσλειτουργία τους, με παράλληλη επίβλεψη των γονιών τους.
Με παράλληλη επίβλεψη της μάνας, προπάντων, η οποία — γνωρίζοντας τι αντιμετωπίζει το παιδί της — μπορεί, από κάποιο σημείο κι ύστερα, να του δείξει την εμπιστοσύνη της παρέχοντάς του αυτονομία και ανεξαρτησία με μέτρο, για να αποκτήσει πίστη στις δυνατότητές του, πράγμα που θα το βοηθήσει να βελτιώσει τη ζωή του.
Θα το βοηθήσει, σε συνεργασία με τους δασκάλους του (οι οποίοι πρέπει να συμμετέχουν στην όλη προσπάθεια και να μη μένουν ψυχροί και αποστασιοποιημένοι. Με τη συνέργεια όλων αυτών θα μπορέσει το παιδί μεγαλώνοντας να αναπτύξει σιγουριά για τον εαυτό του, όσο του το επιτρέπει ασφαλώς η φυσική του προδιάθεση και η ψυχολογική ιδιοσυγκρασία του (οι φυσικές και συναισθηματικές, δηλαδή, αντοχές του), ώστε να αντιμετωπίσει την απαξία στο σχολικό και το κοινωνικό περιβάλλον διαβίωσής του. Να αντιμετωπίσει πριν απ’ αυτά και πάνω από αυτά τη μειονεξία που νιώθει λόγω των περιορισμών της λειτουργικότητάς του. Περιορισμών που μπορεί να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά με τη βοήθεια ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας.
Αυτή η στήριξη του δασκάλου στο σχολείο και η αγάπη της οικογένειάς του θα βοηθήσουν τον μαθητή με νοητική υστέρηση να αποβάλει τα καταθλιπτικά ”σύνδρομα” της παιδικής ηλικίας και εφηβείας του (αυτομομφή, παθητικότητα, αρνητισμός).
Η περίπτωση Φόρεστ Γκαμπ
Έτσι, απαλλαγμένος από αυτά, θα δεχθεί να τον εκπαιδεύσουν γνωστικά και κοινωνικά, ώστε να γίνει ένας νέος… ”Φόρεστ Γκαμπ” προσαρμοσμένος στη σημερινή πραγματικότητα. Ένας Έλληνας ”Φόρεστ Γκαμπ” ίδιος και απαράλλαχτος με τον Αμερικανό ήρωα του μυθιστορήματος του Γουίνστον Γκρουμ και της βραβευμένης με Όσκαρ ομώνυμης ταινίας (1994).
Τον άνθρωπο-σύμβολο της ίδιας της διαφορετικότητας, ο οποίος — αν και με μειωμένη διανοητική ικανότητα εν καιρώ μεταπολεμικής Αμερικής — έφτασε στο σημείο να αφήσει πίσω του το συνονθύλευμα των αρνητικών συναισθημάτων που του είχε προκαλέσει το ”μπούλινγκ” και να μετατρέψει σε κίνητρο για μάθηση, δημιουργικότητα και εργασία την ανηλεή κοροϊδία και χλεύη που είχε δεχτεί.
Τώρα θα μου πουν οι ρεαλιστές ότι αυτά συμβαίνουν μόνο σε επίπεδο φαντασίας, στα παραμύθια και τα μυθιστορήματα. Μόνο που η ιστορία έχει αποδείξει ότι, και σ’ αυτήν την περίπτωση ακόμα, ο μύθος ενδέχεται να συναντήσει την πραγματικότητα και αυτή να υπερβεί την πιο τρελή φαντασία…