ΓΝΩΜΗ

Η ψηφιακή πειρατεία σε μία θάλασσα από νόμους

Η ψηφιακή πειρατεία σε μία θάλασσα από νόμους, Εύα Γιαλίδη

Με αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου επιχειρεί η πολιτεία να αντιμετωπίσει την πειρατεία οπτικοακουστικού περιεχομένου μέσω διαδικτύου, δηλαδή προσβολές που τελούνται από τελικούς χρήστες μέσω λήψεων (downloading) ή μέσω συνεχούς ροής (streaming). Τσουχτερά διοικητικά πρόστιμα, αλλά και ποινικοποίηση, ακόμη και για τον ιδιώτη, απλό χρήστη, περιλαμβάνονται στα αποτρεπτικά – μα όχι ρεαλιστικά – μέτρα.

Η πειρατεία οπτικοακουστικού περιεχομένου αποτελεί ένα μείζον οικονομικό – και κοινωνικό – πρόβλημα, το οποίο προσβάλλει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και το συγγενικό δικαίωμα ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και ζημιώνει τους δημιουργούς, τους παρόχους συνδρομητικής τηλεόρασης και το κράτος.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για λογαριασμό της Εταιρίας Προστασίας Οπτικοακουστικών Έργων (ΕΠΟΕ), η συνολική ετήσια επίπτωση στο ΑΕΠ της χώρας από την οπτικοακουστική πειρατεία, εκτιμάται σε πάνω από 400 εκατ. ευρώ. Επίσης, οι θέσεις εργασίας που χάνονται κάθε χρόνο ξεπερνούν ακόμη και τις 5.000 (σύνολο οικονομίας). Οι απώλειες φόρων από τη συνδρομητική τηλεόραση (ΦΠΑ, ειδικό τέλος 10%) υπολογίζονται σε έως και 59 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ οι απώλειες για την εγχώρια νόμιμη αγορά ανέρχονται σε έως και 162 εκατ. ευρώ ετησίως.

Στο πλαίσιο αυτό και με σκοπό την καταπολέμηση του φαινομένου της πειρατείας, για πρώτη φορά με το Νόμο 5179/2025 εισήχθη η επιβολή διοικητικού προστίμου σε βάρος και του ιδιώτη-χρήστη, που αποκτά παράνομα πρόσβαση σε οπτικοακουστικά έργα, στα οποία προβλέπεται συνδρομή (συνδρομητικές τηλεοράσεις και πλατφόρμες). Επιπλέον, σύμφωνα με νέο νόμο που ψηφίστηκε πριν από λίγες ημέρες, η παράνομη πρόσβαση σε προστατευμένο περιεχόμενο για τους απλούς χρήστες αναβαθμίζεται και σε ποινικό αδίκημα πλημμεληματικού χαρακτήρα, για το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους (1-5 έτη) και χρηματική ποινή τουλάχιστον 2.900 ευρώ.

Παράλληλα, υπεγράφη η ΚΥΑ των Υπουργείων Πολιτισμού και Οικονομικών, η οποία προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία επιβολής προστίμων τόσο στους διακινητές, όσο και στους τελικούς χρήστες πειρατικού περιεχομένου, προβλέποντας εν προκειμένω για τον τελικό χρήστη πρόστιμο 750 ευρώ, διπλασιαζόμενο σε περίπτωση υποτροπής.

Αρμόδιες αρχές, που έχουν την εξουσία να διαπιστώνουν τις παραβάσεις και να επιβάλλουν τα πρόστιμα είναι η ΑΑΔΕ, η Γενική Διεύθυνση του ΣΔΟΕ, η ΔΙΜΕΑ, καθώς και οι Αστυνομικές, Λιμενικές και Τελωνειακές Αρχές. Οι αρμόδιες αρχές θα μπορούν να ταυτοποιούν τους χρήστες μέσω της IP και του αντίστοιχου ΑΦΜ , ζητώντας τις σχετικές πληροφορίες από τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους.

Ωστόσο, αυτό ακριβώς αποτελεί και το μελανό σημείο της νέας πραγματικότητας, το οποίο πραγματεύεται το παρόν άρθρο, και καθιστά τις νέες ρυθμίσεις πεδίο σύγκρουσης δικαιωμάτων, όπου από τη μία πλευρά της νομικής πλάστιγγας τίθεται η προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων – και των δημόσιων οικονομικών – και από την άλλη η προστασία των προσωπικών δεδομένων των χρηστών. Διότι, τόσο η σύνδεση μίας διεύθυνσης IP με ένα ΑΦΜ, η επεξεργασία και διαμοιρασμός δεδομένων των χρηστών από τους παρόχους, όσο και η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, ως απαραβίαστη συνταγματική αρχή, καθιστούν εν τέλει αντίθετη τη διαδικασία με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και ανεφάρμοστη από νομικής σκοπιάς.

Οι νομικοί σκόπελοι των νέων μέτρων για την πειρατεία

Στο άρθρο 19 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το απαραβίαστο του απορρήτου των επικοινωνιών, το οποίο υποχωρεί μόνον ενώπιον λόγων εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, όπως αυτά περιοριστικά απαριθμούνται στο αρ. 6 του Ν. 5002/2022.

Μεταξύ των αδικημάτων, για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου, είναι και η κακουργηματική μορφή της παρ. 3 του άρθρου 66 του ν. 2121/1993 περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, για την στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται το όφελος που επιδιώχθηκε ή η ζημιά που απειλήθηκε να είναι ιδιαίτερα μεγάλα, κατ’ επάγγελμα ή σε εμπορική κλίμακα τέλεση ή ιδιαίτερη επικινδυνότητα του υπαιτίου, διάταξη η οποία αναφέρεται σε επιχειρήσεις και όχι σε απλούς χρήστες/ιδιώτες και εκ του λόγου αυτού τίθεται ως παρεπόμενη ποινή η αφαίρεση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης.

Η διαδικασία της άρσης του απορρήτου είναι επίσης αυστηρή, καθώς απαιτείται ειδικά αιτιολογημένο βούλευμά του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, μετά από πρόταση του εισαγγελέα και μόνον σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής. Κάθε δε στοιχείο ή γνώση που αποκτάται κατά την άρση αξιοποιείται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ποινικής δίκης για την οποία εξεδόθη το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή η εισαγγελική διάταξη και όχι για άλλη, πολλώ δε μάλλον διοικητική, διαδικασία.

Σημειωτέον ότι το απόρρητο των επικοινωνιών, καθώς η συνταγματική επιταγή δεν διακρίνει, καταλαμβάνει τόσο τα εσωτερικά – περιεχόμενο, όσο και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, δηλαδή τα δεδομένα κίνησης και θέσης, όπως αυτά προσδιορίζονται από την κοινοτική Οδηγία 2002/58/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Ν. 3471/2006 και μεταξύ των οποίων σαφώς περιλαμβάνεται η διεύθυνση IP, αν και το εν λόγω ζήτημα έχει πολλάκις απασχολήσει το νομικό κόσμο και τα εθνικά δικαστήρια.

Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, η περίπτωση της επιβολής διοικητικού προστίμου ή και η δίωξη μίας πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξης προσβολής της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι εφικτή νομικά με το υπάρχον πλαίσιο. Έτσι, η άρση του απορρήτου, δηλαδή η παροχή προσωπικών στοιχείων από τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους με αίτημα μάλιστα αρχών που δεν συμπεριλαμβάνονται στις δικαστικές ή εισαγγελικές όπως απαιτείται, σχετικά με μία συγκεκριμένη IP και η διασύνδεση της με ένα ΑΦΜ συναντά το σκόπελο της συνταγματικής απαγόρευσης του απολύτως απαραβίαστου απορρήτου των επικοινωνιών.

Το δεύτερο νομικό ζήτημα συναντάται στο Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (GDPR), σύμφωνα με το οποίο οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι υποχρεούνται να διαχειρίζονται τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών τους με αυστηρούς κανόνες. Οι IP διευθύνσεις θεωρούνται προσωπικά δεδομένα, όταν μπορούν να ταυτοποιήσουν άμεσα ή έμμεσα ένα φυσικό πρόσωπο. Έτσι, η επεξεργασία και αποκάλυψη των στοιχείων αυτών από τον πάροχο σε τρίτους χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση του χρήστη συνιστά αθέμιτη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.

Συμπερασματικά, η πρόθεση της πολιτείας για καταπολέμηση της ψηφιακής πειρατείας και άρσης της προσβολής των πνευματικών δικαιωμάτων είναι απολύτως θεμιτή και απαραίτητη σε μία ευνομούμενη κοινωνία, ωστόσο θα πρέπει για να είναι υλοποιήσιμη, θα πρέπει να λειτουργήσει πέραν από την αποτροπή, που δημιουργούν τα πυροτεχνήματα, όπως εν προκειμένω, σε μία ρεαλιστική νομική βάση, συγκροτημένα και όχι βιαστικά και πρόχειρα, προσαρμόζοντας ολόκληρο το – δαιδαλώδες – νομικό πλαίσιο, εφόσον τούτο είναι δυνατό, προς την επιθυμητή κατεύθυνση, εστιάζοντας κυρίως στους διακινητές του περιεχομένου (όπως διαχειριστές παράνομων streaming υπηρεσιών) και όχι στους τελικούς χρήστες.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx