Η “αγορά προσωπικότητας” στον καιρό μας
19/08/2019Το να εμπορεύεται κάποιος τον εαυτό του ήταν άλλοτε ένα άθλημα που το επέβαλαν οι καταστάσεις. Έπρεπε ο φιλόδοξος εργαζόμενος να ανταποκρίνεται στη ζήτηση. Αν του ζητούσαν ελαστικότητα, τη διέθετε. Αν περίμεναν απ’ αυτόν ευχέρεια πειθούς, τη διέθετε κι αυτήν. Η λεγόμενη “αγορά προσωπικότητας” προσδιόριζε τι είδους προετοιμασίες έπρεπε να κάνει το άτομο για να επιτύχει. Προπόνηση στο μειδίαμα, εξάσκηση στο να αποφεύγει τις κακοτοπιές.
Αυτή η προσπάθεια άλλοτε απέδιδε κι άλλοτε όχι, το βέβαιο όμως είναι ότι η αγορά ήταν αρκετά οριοθετημένη. Διακρίνονταν οι πιο δύσκολες περιοχές, οι ζώνες, τα χαντάκια. Σήμερα δεν είναι το ίδιο· η έκταση αυτή απλώνεται τόσο πολύ, ώστε στο τέλος χάνεται. Όποιος θα θέλει να μπει στο πνεύμα των σύγχρονων καιρών, μένει από την αρχή μετέωρος, γιατί απουσιάζει η κυρίαρχη τάση.
Με τι να ευθυγραμμιστεί; Πριν από μερικές δεκαετίες διανεμόταν ένας οδηγός στους υποψήφιους της αναρρίχησης. Περιελάμβανε τεστ νοημοσύνης (που δεν ήταν παρά τεστ προσαρμογής), υποδείξεις για το πώς θ’ αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους στην εργασία και τις κοινωνικές σχέσεις. Έπειτα τα εξειδικευμένα συνταγολόγια ξεπεράστηκαν. Από όλες τις μεριές (διαφημίσεις, κινηματογράφος, τηλεόραση, αγγελίες) έρχονται πλέον σήματα που δεν συνθέτουν κάποιο σύνολο. Λείπουν οι άξονες. Άρα και ο πωλητής του εαυτού του θα πράξει αναλόγως: θα αποκλίνει από οποιαδήποτε “γραμμή” προσωπικότητας.
Κυκλοφορεί έτσι το καινούργιο είδος, το αέρινο, που έχει τον σκέτο αέρα του για πώληση. Στις μεγάλες επιχειρήσεις, για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια ενθαρρυνόταν ο τύπος μάνατζερ που ξεχωρίζει για την ικανότητα επιρροής. Το να επηρεάζεις ήταν πιο σημαντικό από το να οργανώνεις. Αλλά για να επηρεάσεις, πρέπει να έχεις μια άποψη που θα την προωθήσεις και θα την υποστηρίξεις με τα κατάλληλα μέσα.
Σύντομες δοσοληψίες
Οι απόψεις όμως δεσμεύουν. Συνεπώς τις αφήνει κανείς παράμερα και προχωρεί ελεύθερος. Προς τα πού; Όταν λείπουν οι πρωτοβουλίες και τα ευρύτερα σχέδια, το μικρεμπόριο διατηρεί τα δικά του θέλγητρα. Να ’το, λοιπόν, το νέο πεδίο. Άτομα που δεν τα χαρακτηρίζει μια γνώμη ή μια άποψη (ο χαρακτηρισμός άλλωστε είναι μια ετικέτα, και πώς να την ξεκολλήσουν αν χρειαστεί;), άτομα που θέλουν το κέρδος, αλλά χωρίς έξοδα, παίρνουν τη θέση των παλιών, αποφασιστικών αρπακτικών.
Μετρημένες κινήσεις, επιφυλακή, σύντομες δοσοληψίες για να ακολουθήσουν οι επόμενες. Εκεί που τον 18ο αιώνα σάρωνε με τη δράση του ο πειρατής της κοινωνίας, εκεί που τον 19ο αιώνα δέσποζε ο αμείλικτος σχεδιαστής της συσσώρευσης του κεφαλαίου, βρίσκεται σήμερα ο καιροσκόπος με το (δήθεν) χαμηλό προφίλ. Ακόμη πιο καθαρά απ’ ό,τι στην οικονομία το φαινόμενο παρουσιάζεται στη σφαίρα της κοινωνικής συμπεριφοράς. Εδώ, το μικρεμπόριο από μόδα έγινε συνήθεια και από συνήθεια υποχρέωση.
Μια και σπανίζουν οι πεποιθήσεις και οι ιδέες πρέπει κάτι να βρεθεί που να έχει μια αξία διεγερτική για τους άλλους. Και ανακαλύπτεται. Είναι οι πληροφορίες “εκτός εμπορίου” (υποτίθεται). Κάτι ιδιαίτερο ξέρει ο κάτοχός τους που οι άλλοι το αγνοούν. Θα τον ρωτήσουν: «Πού άκουσες αυτό που μόλις μας είπες;», «πώς θα μας γνωρίσεις τον άλφα ή τον βήτα που μας ενδιαφέρει πολύ και που τυχαίνει να είναι γνωστός σου;» και τα λοιπά. Αντί για απάντηση, όμως, έρχονται οι υπεκφυγές: το μυστικό κρύβεται για ν’ αυξηθεί η αξία του.
«Βάση των μεγάλων περιουσιών είναι η ιδιωτική πληροφορία» αποφαινόταν ο Όσκαρ Ουάιλντ. Όμως, εδώ δεν πρόκειται για τον πλούτο. Η κρυψίνοια που κυριαρχεί προέρχεται από την ανάγκη που έχει ο κρυψίνους να βρει κάποιο έρεισμα ταυτότητας, έστω και μικρό. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει. Δεν είναι για να κερδίσει πολλά, είναι για να μη χάσουν εντελώς οι άλλοι το ήδη μηδαμινό ενδιαφέρον που έχουν γι’ αυτόν.
Εννοείται πως αν μεγαλώσει αυτή η κατηγορία των συμπολιτών μας θα εξαπλωθεί και ο φόβος για τις υπεξαιρέσεις. Μην πείτε κάτι έξυπνο, θα σας το πάρουν. Μην αναφέρετε μια γνώση σας, θα την σφετεριστούν κάποιοι καυχησιολόγοι. Εξάλλου, οι καιροί μας επιτρέπουν στον καθένα να κλείσει το στόμα του και να μείνει ήσυχος. Ελάχιστοι θα υποψιαστούν πως ο σιωπηλός πιθανόν να μην έχει τίποτα να πει.