Η χρηματοδότηση των ελληνικών σχολείων στο εξωτερικό – Ο ελέφαντας στο δωμάτιο
22/09/2024Η πρόσφατη είδηση της χορήγησης δανείου ύψους $3 εκατομμυρίων στην Ελληνική Κοινότητα Αγ. Δημητρίου Αστόριας εκ μέρους της Αρχιεπισκοπής Αμερικής έναντι μεταβίβασης του ποσοστού της τάξεως του 39% ενός κτιρίου μεικτής χρήσεως που κατέχει η πρώτη, σηματοδότησε μια κακή αρχή για το νέο σχολικό έτος.
Μολονότι μια ένεση φρέσκου ρευστού που προορίζεται για επενδύσεις και ανακαινίσεις στις – μεταξύ άλλων – σχολικές εγκαταστάσεις της κοινότητας αυτής, αποτελεί ευπρόσδεκτη εξέλιξη, το γεγονός ότι η πάλαι ποτέ μεγαλύτερη ελληνική κοινότητα των ΗΠΑ χρειάστηκε να “πουλήσει τα ασημικά της” για να δανειστεί δημιουργεί εύλογο σκεπτικισμό για τα οικονομικά της. Και όταν πρόκειται για την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης προς ιδιωτικό σχολείο, η οικονομική ευεξία του είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Κρίση των ελληνικών σχολείων
Ειδικά, όταν μιλάμε για το μοναδικό δωδεκατάξιο σχολείο της Ομογένειας των ΗΠΑ, η ικανότητα να πετύχει την μακροπρόθεσμη δέσμευση των γονέων να κρατήσουν τους μαθητές τους εκεί έως και την Γ΄ λυκείου προϋποθέτει εμπιστοσύνη στην οικονομική ρευστότητα και τις προοπτικές ανάπτυξης του σχολείου. Σκοπός του σημερινού άρθρου δεν είναι να διεκτραγωδήσει την φαινομενική οικονομική δυσπραγία της Κοινότητας της Αστόριας ή έστω να αναρωτηθεί εάν τυχόν ατυχείς αποφάσεις του παρελθόντος συνέβαλαν στα σημερινά προβλήματα. Αντιθέτως, στοχεύει στο να θέσει ένα ηθικό δίλημμα σχετικά με τον τρόπο που άλλες όμορες ελληνικές κοινότητες, οι οποίες κάποτε διατηρούσαν κι αυτές δικά τους ελληνικά σχολεία αλλά σήμερα μισθώνουν τις εγκαταστάσεις τους σε εξωτερικούς ενοικιαστές (έναντι υψηλότατων μισθωμάτων), διαθέτουν τα αναπάντεχα αυτά κέρδη.
Είναι κοινό μυστικό ότι η ελληνική Παιδεία στις ΗΠΑ περνάει μια παρατεταμένη κρίση. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο αριθμός των μαθητών στα τοπικά σχολεία κινείται γενικώς πτωτικά. Σε κάποιες κοινότητες, τα πράγματα έφτασαν σε τέτοιο σημείο που η λειτουργία των σχολείων τους έμοιαζε μη βιώσιμη, οδηγώντας το ένα μετά το άλλο σε κλείσιμο. Όμως, αντί να ακολουθήσει μια ανασύνταξη, ο καταρτισμός ενός βιώσιμου σχεδίου λειτουργίας, ο επανασχεδιασμός τους ως ελληνικά σχολεία τύπου “τσάρτερ” (στο πρότυπο των δεκάδων τουρκικών που λειτουργούν στις ΗΠΑ) ή η συγχώνευσή τους με υπάρχοντα ελληνικά κοινοτικά σχολεία, οι ιθύνοντες των ενοριακών κοινοτήτων προτίμησαν να ενοικιάσουν τις άδειες πλέον εγκαταστάσεις τους σε εξωτερικούς οργανισμούς όπως δημόσια σχολεία, “ξένα” ημικρατικά σχολεία τύπου τσάρτερ, κτλ. Σημειωτέον, ότι το ετήσιο εισόδημα που εισπράττει ένας μισθωτής πλησιάζει ή ξεπερνάει το μισό εκατομμύριο, με όλα τα έξοδα καλυμμένα από τον ενοικιαστή.
Σε παλαιότερες εποχές, η ιδέα να μπει λουκέτο σε ελληνικό κοινοτικό σχολείο ήταν αδιανόητη. Η διοίκηση της ενορίας και οι ιερατικώς προϊστάμενοι έτρεμαν την δημόσια κατακραυγή και την “ρετσινιά”. Δυστυχώς, μέσα στα τελευταία 15-20 χρόνια έχει δημιουργηθεί ένα αρνητικό προηγούμενο και οι ελληνικές κοινότητες μπορούν πλέον να κλείνουν τα σχολεία τους χωρίς να φοβηθούν κανένα αρνητικό αντίκτυπο στην δημόσια εικόνα τους, καθ’ ην στιγμή εξασφαλίζουν τρελά κέρδη.
Χρηματοδότηση των σχολείων
Aνώτατοι αξιωματούχοι της Αρχιεπισκοπής Αμερικής δεν έκαναν απολύτως τίποτα για να εμποδίσουν το φαινόμενο αυτό (π.χ. δυσμενή μετάθεση των προϊσταμένων, αντικατάσταση των κοινοτικών συμβουλίων, αξίωση υποβολής σχεδίων με αυστηρό χρονοδιάγραμμα για την επαναλειτουργία των σχολείων). Το σημαντικότερο είναι βέβαια πως η καθιέρωση της αναδιανομής των κερδών από τα μίσθια προς ενίσχυση των εναπομεινάντων ελληνικών κοινοτικών σχολείων ενθάρρυνε (γράφε αποθράσυνε) τις κατά τόπους ελληνικές κοινότητες να φλερτάρουν με την κάποτε αδιανόητη αυτή επιλογή και εν τέλει να δελεαστούν από την προοπτική εύκολου πλουτισμού.
Η απογοητευτική αυτή τάση γεννά ένα πραγματικό ηθικό δίλημμα. Είναι δίκαιο για μια ενοριακή κοινότητα να πλουτίζει από την εκμετάλλευση ακινήτων που κτίστηκαν με τον σκοπό να λειτουργήσουν ως ελληνικά σχολεία; Σε τελική ανάλυση, ο μόνος λόγος που δημιουργήθηκαν οι εν λόγω εγκαταστάσεις οφείλεται στις δωρεές ανθρώπων που πίστευαν ότι θα λειτουργούσαν ως κέντρα ελληνικής παιδείας εις το διηνεκές. Άραγε, δεν δεσμεύονται οι κοινότητες αυτές απέναντι στους ιδρυτές των σχολείων τους και όλους τους δωρητές που τα συντήρησαν στο πέρασμα των χρόνων να εγγυηθούν ότι οι εγκαταστάσεις αυτές θα υπηρετούν τα ελληνικά γράμματα; Φυσικά, κανένας δεν μπορεί να προβλέψει δημογραφικές αλλαγές και άλλες μεταβολές που επηρεάζουν τις περιοχές όπου βρίσκονται τα εν λόγω σχολεία. Πλην όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι όταν ένα ελληνικό σχολείο καταστεί μη βιώσιμο βάσει του υπάρχοντος λειτουργικού σχεδίου παύεται αυτομάτως η θεμελιακή υποχρέωση της κοινότητας που το λειτουργούσε να προβάλλει και προωθεί την ελληνική παιδεία.
Η απλούστερη και πλέον πρακτική λύση θα ήταν η αναδιανομή των κερδών. Ενοριακές κοινότητες που κερδίζουν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε ανίδρωτο χρυσό από την μίσθωση εγκαταστάσεών τους όπου κάποτε λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία έχουν ηθική (και πιθανώς νομική;) υποχρέωση να μοιραστούν το προκύπτουν εισόδημα με τα εναπομείναντα ελληνικά σχολεία της περιοχής. Εάν η Αρχιεπισκοπή Αμερικής είχε εφαρμόσει την προφανή αυτή λύση, θα είχε ίσως αποτρέψει όχι μόνο το κλείσιμο κάποιων ελληνικών σχολείων, αλλά θα εξασφάλιζε παράλληλα και πολύτιμη οικονομική στήριξη για τα υπόλοιπα κοινοτικά σχολεία. Η ανάγκη της Κοινότητας του Αγ. Δημητρίου να επιβαρυνθεί με ένα δάνειο εκατομμυρίων δολαρίων και να μεταβιβάσει περιουσιακά της στοιχεία, ίσως, να μην υπήρχε καν.
Άλλες λύσεις συμπεριλαμβάνουν τον επανασχεδιασμό της ελληνικής παιδείας, με την ίδρυση ανεξαρτήτων ελληνικών σχολείων τύπου “τσάρτερ” που λειτουργούν άνευ διδάκτρων. Η συμβολή μεγάλων ευεργετών της παιδείας όπως το Ίδρυμα “Σταύρος Νιάρχος” θα μπορούσε να φανεί καθοριστική, ακόμη κι αν ο αποδέκτης της δωρεάς δεν είναι το Σχολείο του Αγίου Δημητρίου, αλλά ένα από τα γειτονικά σχολεία στο Μπρούκλιν ή το Κουήνς στα οποία περάστηκε λουκέτο και περιμένουν νεκρανάσταση. Αντί να συμπεριφέρεται σαν τράπεζα, θα ήταν προτιμότερο να πρόβαλλε η Αρχιεπισκοπή Αμερικής το ηθικό αυτό δίλημμα και να διευρύνει όσο γίνεται τη στήριξη προς τα υπάρχοντα ελληνικά σχολεία, καθιστώντας υπεύθυνες και τις όμορες κοινότητες. Η κίνηση αυτή θα αποτελούσε μια βαθιά τομή που θα λειτουργούσε εποικοδομητικά για την παιδεία, αντί να την αποδεκατίζει.