Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν…

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν..., Λίλη Μιχαηλίδου

Με προορισμό μιαν ουτοπία
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά…
Ουαρσάν Σάιρ

Συναντήθηκαν στο σταθμό. Μπήκαν στην ίδια αμαξοστοιχία που οδηγούσε στο βορρά. Τους περιτριγύριζαν άνθρωποι όπως αυτοί που αναζητούν μιαν ουτοπία και τα σταχτιά μάτια τους εκπέμπουν μια σκούρα αβεβαιότητα, ή όπως κάποιοι που βυθίζονταν σε έναν ύπνο τυφλό. Υπήρχαν, όμως, κι αυτοί που έψαχναν άλλους τόπους να φυτέψουν το μέλλον τους, να ριζώσουν μια νέα ζωή μακριά, να γλιτώσουν από τις βόμβες που τράνταζαν γύρω τους.

Την αγκάλιαζε, κρύος αέρας έμπαινε από τις χαραμάδες, δρόσιζε τις σκέψεις και ξεσκόνιζε τα μαλλιά τους. Προσπερνούσαν πόλεις, λόφους, ελαιώνες, λίμνες που συνομιλούσαν σε μια γλώσσα που μόνο αυτός καταλάβαινε. Τα ποτάμια ακολουθούσαν τις ράγες χωρίς να κοιτάζουν πίσω τους.

Το τρένο ακολουθούσε την καθορισμένη διαδρομή, σταματώντας στους καθορισμένους σταθμούς, διασχίζοντας το ακαθόριστο βάρος της αβεβαιότητας. Το σκοτάδι πύκνωνε σιγά σιγά και τα φώτα στην καμπίνα χαμήλωσαν. Θυμότανε τις στιγμές που ζούσανε σε μια πόλη ραμμένη στη μέση με συρματόπλεγμα. Για να περάσουν από το ένα μέρος της στο άλλο, δείχνανε ταυτότητα. διπλές, σκυφτές προσωπικότητες, προσωπεία, μάσκες. μια ψυχική καταβύθιση που θέλει να ξεχάσει. μα δεν τον εγκαταλείπει ούτε στιγμή.

Την ίδια ώρα στο Χαλέπι, ουρές ανθρώπινοι σκυφτοί μπόγοι άφηναν πίσω τους μια πόλη ξηλωμένη, καταρρακωμένη κι αβοήθητη, με τα μάτια γεμάτα ήλιο και τα στόματα να χάσκουν σαν σκυλιά, κι ο ιδρώτας να διασχίζει τα σώματα, να πέφτει στο χώμα και τα πόδια τους να παλεύουν να ξελασπώσουν, να φύγουν μακριά, ν’ απελευθερωθούν.

Θυμότανε τους περιπάτους τους στο πάρκο με τους πορφυρούς ευκάλυπτους και τα πεύκα. Το φθινόπωρο μάζευαν κουκουνάρια, ενώ τα σύννεφα προμήνυαν χειμώνα. πόσο ανέμελα περπατούσαν. μια αδέξια αυτοάμυνα ανεμελιάς, όταν λίγο πιο έξω οι ειδήσεις κατακρεουργούσαν τον κόσμο κι οι πολιτικοί ζούσαν σ’ έναν παροξυσμό.

Την ίδια ώρα στη Δαμασκό οι πολιτικοί εκφωνούσαν λόγους, ντυμένοι επίσημα, καταστρώνοντας σχέδια εκεχειρίας κάτω από πολυτελείς θόλους, πίνοντας Αράκ, το γάλα των λιονταριών, σε γυάλινα κύπελλα. ο δικός τους παροξυσμός είχε βέβαια επηρεαστεί από τις βόμβες, μα δεν κατέρρευσε όπως οι γειτονιές στη Μοσούλη.

Θυμότανε τη νύχτα που οι καρδιές τους αντάμωσαν και τα χείλη τους πρωτοφιλήθηκαν κι ο ουρανός έκανε κύκλους. την πρώτη φορά που στένεψε ο δρόμος και χάθηκαν στο δάσος. δεν το είχανε προβλέψει. το πρώτο και μοναδικό γράμμα που της έγραψε. οι λέξεις στριφογύριζαν κι ακολουθούσαν τις καμπύλες των σωμάτων τους.

Την ίδια ώρα στη Συρία ο αέρας κτυπούσε στις καμπύλες ανθρώπινων πτωμάτων και θρηνούσε, κοιτάζοντας τις ζωές να σβήνουν και τα μάτια να ασπρίζουν το ένα μετά το άλλο. μάζευε την αποπνικτική μυρωδιά τους, τους καπνούς, τη σκόνη, το ρόγχο της γης. στροβιλίζοντας έφτανε στο πρώτο νησί που έβρισκε στο δρόμο του κι άπλωνε πάνω του να ξαποστάσει.

Η νύχτα τον άγγιζε βαθιά. Έσυρε τα δάχτυλά του με δυσπιστία, όπως ο άπιστος Θωμάς, θέλοντας να επιβεβαιώσει την ανάσα της, τη ζωηράδα των ματιών της, το περίγραμμα του προσώπου της. έκλεισε τα βλέφαρά του. «Δύσκολα ξεγελάς την αίσθηση της αφής», ψιθύρισε στον εαυτό του.

«Φτάνουμε σε λίγο», της είπε.
«Φτάνουμε; Πού;»

Το τρένο δεν ξέρει τι φορτίο κουβαλάει μέσα του, δε νοιάζεται για το μαρτύριο των ανθρώπων που διαρκώς αναπλάθεται. Δεν το αφορά αν ταξιδεύουν με προορισμό μιαν ουτοπία, ένα άγνωστο μυστήριο. Σταματά στον καθορισμένο σταθμό, αναμένει στον καθορισμένο χρόνο, φεύγει βιαστικά χωρίς αποχαιρετισμούς, χωρίς κλάματα κι εξαφανίζεται, όπως οι αρουραίοι ανάμεσα στις ράγες.

Απομείνανε στην αποβάθρα. Φευγαλέες στιγμές. Ένα κρύο ρεύμα διαπέρασε τα σώματα, όπως όταν μαζεύονται σύννεφα κι ακολουθεί απρόσμενη καταιγίδα. Αναμονή. Αβεβαιότητα. τέφρα της θλίψης. Επίπεδη, ατέλειωτη αναμονή. Δίπλα τους μια νεαρή μητέρα θήλαζε το νεογέννητο μωρό της. Τα θολά της μάτια είχαν το χρώμα του λαδιού κι απ’ τις υγρές αυλακιές του προσώπου της έσταζαν ερωτηματικά στο ανοιχτό της στήθος. Γάλα και δάκρυα θήλαζε. Μια στιγμιαία θρυαλλίδα έφερε το σκοτάδι της στο φως. Αλληλοκοιταχτήκανε κι ένιωσαν τη βελόνα του χρόνου να ενώνει τις ζωές τους, με χοντρή κλωστή.

…με αφορμή ένα νεαρό ζευγάρι από τη Συρία που ζει στον καταυλισμό στην Κοφίνου*.


*H Κύπρος απέχει μόνο 326 χιλιόμετρα από τη Συρία.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι