Κόντρα για τις “χρυσές φούστες”
12/02/2018της Άννας Ρέμπελου –
Πριν από λίγα χρόνια, στην Γερμανία αποφασίστηκε να επιβληθεί ποσόστωση στην συμμετοχή των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια των γερμανικών επιχειρήσεων. Για την ακρίβεια, το γερμανικό εθνικό ποσοστό γυναικών θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 30% έως το 2016. Η απόφαση αυτή δεν ήταν τυχαία.
Από το 2013 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει εγκρίνει πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που προβλέπει ότι το 40% των μη εκτελεστικών μελών των διοικητικών συμβουλίων των εισηγμένων ευρωπαϊκών εταιριών οφείλει να ανέρχεται στο 40% μέχρι το 2020.
Εάν οι εταιρείες δεν πιάσουν τον συγκεκριμένο στόχο, θα πρέπει να αλλάξουν στρατηγική όσον αφορά την πρόσληψη και την προώθηση γυναικών εντός τους. Διαφορετικά θα αντιμετωπίσουν κυρώσεις όπως η εξαίρεσή τους από χρηματοδοτικά κονδύλια της ΕΕ. Ωστόσο, μην νομίζετε ότι πρόκειται για μια απλή και άνευ αντιδράσεων απόφαση, τόσο σε επίπεδο ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό. Μάλιστα, στην γερμανική Βουλή αυτή η συζήτηση ήταν ιδιαιτέρως επεισοδιακή.
Το σχετικό νομοσχέδιο παρουσίασαν με πάθος η Γερμανίδα υπουργός Δικαιοσύνης Heiko Maas και η υπουργός Οικογένειας και Γυναικείων Θεμάτων Manuela Schwesig. Και οι δύο είναι μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό. Κατά τις δύο υπουργούς, αν και οι γυναίκες στην Γερμανία αντιστοιχούν στο 43% της αγοράς απασχόλησης με το 53% αυτών να είναι απόφοιτοι πανεπιστήμιου, κατέχουν μόλις το 4% των θέσεων των διοικητικών συμβουλίων και το 15% των θέσεων των εποπτικών συμβουλίων των 200 μεγαλύτερων επιχειρήσεων της χώρας.
Αντιδράσεις και προσβολές
Η επιχειρηματολογία τους προκάλεσε την έντονη αντίδραση μελών του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και κυρίως του αδελφού κόμματος CSU, με τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του CDU, Volker Kauder, να αποκαλέσει στο τέλος την κυρία Schwesig «κλαψιάρα». Το επεισόδιο αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση της υπουργού Οικογενείας με αποτέλεσμα να παρέμβει η καγκελάριος Αγκέλα Μέρκελ, υποστηρίζοντας την υπουργό της παρά τους αρχικούς δισταγμούς της για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο.
Εν τέλει, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε και βάσει αυτού, εάν οι γερμανικές επιχειρήσεις δεν μπορέσουν να πετύχουν την ποσόστωση του 30% στα διοικητικά συμβούλια θα ήταν υποχρεωμένες να διατηρήσουν κενές τις θέσεις έως ότου βρεθούν οι γυναίκες-στελέχη που θα τις καλύψουν. Η «κλαψιάρα» και η «ξανθιά», λοιπόν, όπως αποκάλεσαν υποτιμητικά τις κυρίες Schwesig και Maas, νίκησαν. Και, μάλιστα, παρά τις έντονες αντιδράσεις του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνδέσμου Βιομηχάνων, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ανεύρεση των κατάλληλων στελεχών δεν έχει να κάνει με το φύλο αλλά με τα προσόντα.
Σύμφωνα με τις κυρίες Maas και Schwesig, ο νέος νόμος απαιτεί μόλις 170 νέα γυναικεία μέλη και στην χώρα σίγουρα υπάρχουν περισσότερες ικανές γυναίκες με τα προσόντα που απαιτούνται. Πάντως, ορισμένες γερμανικές επιχειρήσεις έχουν απειλήσει με μεταφορά της έδρας τους μακριά από την χώρα, δείχνοντας πόσο παρεξηγήσιμο είναι το συγκεκριμένο ζήτημα.
Το παράδειγμα της Νορβηγίας
Η υποστήριξη των προτάσεων της Κομισιόν από το Ευρωκοινοβούλιο το Νοέμβριο του 2013 σαφώς και ήταν ένα σημαντικό βήμα μπροστά. Αλλά ο «πόλεμος» δεν έχει κερδηθεί ακόμα και δεν μιλάμε από φεμινιστική σκοπιά. Η κουβέντα περιστρέφεται κυρίως γύρω από την αντίληψη της δίκαιης μεταχείρισης.
Είναι γεγονός ότι οι γυναίκες αποτελούν σε όλες τις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου την πλειοψηφία των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και παρόλα αυτά ανεβαίνουν ελάχιστες την επιχειρηματική κλίμακα. Είναι κοινός τόπος, επίσης, ότι αρκετές επιχειρήσεις αποφεύγουν την πρόσληψη γυναικών, λόγω της πιθανότητας να μείνουν έγκυες και να πρέπει να λείψουν για κάποιο διάστημα, ή επειδή η δημιουργία οικογένειας δεν επιτρέπει την πλήρη και ολοκληρωτική αφοσίωση στην εταιρεία.
Και όμως, το παράδειγμα της Νορβηγίας, η οποία έχει ψηφίσει την υποχρεωτική ποσόστωση των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών από το 2003, δείχνει ότι κάτι τέτοιο διόλου καταστρεπτικό δεν ήταν, όπως επιμένουν οι Κασσάνδρες. «Ως αρχή, δεν μου αρέσουν οι ποσοστώσεις. Αλλά δεν μπόρεσα να βρω κανένα μεγάλο πρόβλημα όταν ο σχετικός νόμος μπήκε σε εφαρμογή» δήλωνε στον βρετανικό Economist δύο χρόνια μετά την ψήφιση της ποσόστωσης στην Νορβηγία, ο Ider Kreutzer, διευθύνων σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρείας Storebrand.
Να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δέχθηκε σκληρή κριτική όταν ανακοίνωσε τα 23 μέλη του διοικητικού συμβουλίου της, τα οποία ήταν όλα άνδρες. Ως αποτέλεσμα, η ΕΚΤ δεσμεύθηκε να καλύψει το 28% των ανώτερων διοικητικών θέσεών της με γυναίκες έως το 2019.
Οι Βρετανοί αντιδρούν
Η Βρετανία είναι από τις χώρες που είχαν αντιδράσει πολύ έντονα στις προθέσεις της ΕΕ. Είχε υποστηρίξει ότι η ποσόστωση ανδρών-γυναικών στα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών θα έπρεπε να είναι απόφαση των εθνικών κυβερνήσεων. Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία (υποχρεώνει το 20% των μη εκτελεστικών διευθυντικών θέσεων να καλύπτεται από γυναίκες), η Ολλανδία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Αυστρία, οι σκανδιναβικές χώρες, η Πορτογαλία, η Σλοβενία, η Σλοβακία και η Γερμανία, υποστηρίζουν και εφαρμόζουν ήδη την ποσόστωση.
Οι ΗΠΑ έχουν αποφύγει την υποχρεωτική ποσόστωση γυναικών στα διοικητικά συμβούλια, αλλά σε σχέση με την Ευρώπη επιτρέπουν πιο εύκολα και συχνότερα την άνοδο των γυναικών στην επιχειρηματική κλίμακα. Παρόλο που σχεδόν το 50% του επιχειρηματικού κόσμου στην ΕΕ αντιτίθεται στο ενδεχόμενο Κοινοτικής Οδηγίας που θα τους υποχρεώνει να προωθήσουν γυναίκες στην διοίκηση, βάσει σχετικής έρευνας της Grant Thornton, υπάρχουν κολοσσοί που κάνουν την διαφορά.
Ο διευθύνων σύμβουλος της αυτοκινητοβιομηχανίας Renault-Nissan, Κάρλος Γκοσν τόνισε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός του 2014: «Όταν έχεις 2% της διοικητικής δεξαμενής σου αποτελούμενο από γυναίκες δεν υπάρχει περίπτωση να το αλλάξεις αυτό με υψηλές αρχές και καλή συμπεριφορά. Επομένως, τα ποσοστά είναι σημαντικά, διότι οδηγούν στην δράση. Και δράση σημαίνει, προσλήψεις, εκπαίδευση, καθοδήγηση».
Παρόμοια άποψη εξέφρασε στο ίδιο φόρουμ και η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ. «Όλες οι οικονομίες έχουν αποταμιεύσεις και παραγωγικότητα όταν οι γυναίκες έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Δεν είναι μόνον ηθικό και φιλοσοφικό το ζήτημα ή θέμα ίσων ευκαιριών…».
Γυναίκες διευθυντές, καλύτερα αποτελέσματα
Μιλώντας τη γλώσσα της αγοράς, έρευνα της συμβουλευτικής εταιρίας EY καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εταιρείες με γυναίκες διευθυντές στα διοικητικά τους συμβούλια έχουν καλύτερα αποτελέσματα. Δηλαδή, υψηλότερες αποδόσεις στις μετοχές, υψηλότερα κέρδη και σημαντικά ποσοστά ανάπτυξης, εν συγκρίσει με τις εταιρείες που τα διοικητικά συμβούλιά τους αποτελούνται αποκλειστικά από άνδρες.
Παρόμοιο είναι και το αποτέλεσμα έρευνας της εταιρείας Catalyst. Επιχειρήσεις με τρεις ή περισσότερες γυναίκες στο διοικητικό συμβούλιό τους για τουλάχιστον τέσσερα ή πέντε χρόνια, είχαν υπεραποδόσεις. Πάντως, αυτό στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι είναι πως το ζητούμενο δεν είναι άλλο από την ισορροπία και τη στενή συνεργασία των δύο φύλων στην επιχειρηματική αρένα. Τα άκρα ποτέ δεν ωφέλησαν.