ΑΠΟΨΗ

Μαθήματα απαιδευσίας και αφελληνισμού από την Πολιτεία

Μαθήματα απαιδευσίας και αφελληνισμού από την Πολιτεία, Κρινιώ Καλογερίδου

Απ’ το 2018 ακόμα, με το τέλος των “πέτρινων” χρόνων της οκταετίας των μνημονίων, άρχισε να παρατηρείται –σύμφωνα με την έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της Κομισιόν που ενέκρινε πρόσφατα τα 764 εκατ. ευρώ χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας στην 12η αξιολόγηση– μια μικρή αλλά σταθερά κλιμακούμενη αύξηση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία έφτασε σήμερα στο 2,6%.

Με δεδομένο αυτό, η αύξηση της μισθολογικής δαπάνης στο δημόσιο υπολογίζεται να φτάσει ως το τέλος του 2022 στο 6% (ήτοι: 9,5% του ΑΕΠ έναντι 9,3% το 2018), πράγμα που χτύπησε καμπανάκι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη δημοσιονομική πολιτική μας. Στο πλαίσιο αυτής, προηγουμένως, είχε καλωσορίσει την απόφαση της κυβέρνησης να ορίσει ανώτατο όριο πρόσληψης προσωπικού το 2022, ώστε να διατηρηθεί σταθερό το συνολικό κόστος της δημόσιας διοίκησης.

Έτσι, εν μέσω φωνών λαϊκισμού και αντιλαϊκισμού, το υπουργείο Παιδείας –φοβούμενο την αισθητή απόκλιση από το διαμορφωμένο πλαίσιο δημοσιονομικής σύνεσης για την εκπαίδευση– προχώρησε από την αρχή της νέας σχολικής χρονιάς σε συγχωνεύσεις σχολικών τμημάτων και καταργήσεις σχολείων. Κι αυτό, για να κρύψει τα υπάρχοντα κενά, τα οποία απαιτούν μεγαλύτερο αριθμό προσλήψεων αναπληρωτών εκπαιδευτικών για την κάλυψη των αναγκών τους.

Πλάνη μεγάλη, οπισθοδρομική και επικίνδυνη, αν λάβει κανείς υπόψη του το μεγάλο διάστημα τηλεκπαίδευσης του προηγούμενου σχολικού έτους και την ανάγκη να καλυφθούν τα μορφωτικά ελλείμματα που προκάλεσε αυτή. Όμως, τα παραπάνω πέρασαν αναγκαστικά σε δεύτερη μοίρα, αφού «δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδὲν έστι γενέσθαι των δεόντων», όπως έλεγε ο Δημοσθένης. Όπερ σημαίνει ότι, επειδή δεν υπάρχουν λεφτά για τα σχολεία, επιτρέπονται τα παιδαγωγικά λάθη που μας πάνε στην εποχή της… μεταπολεμικής “κυρίας Ντορεμί”, όπου για 1000 παιδιά αντιστοιχούσαν 20 καθηγητές στα εξατάξια Γυμνάσια της χώρας.

Γιατί προς τα εκεί κατατείνει –στα έσχατα όρια υπερβολής– η πλασματική μείωση των σχολικών αναγκών, στην οποία προχώρησε το υπουργείο Παιδείας για να προσλάβει λιγότερους εκπαιδευτικούς (μόνιμους και αναπληρωτές) από εκείνους που σχεδίαζε και υποσχέθηκε βάσει των υπαρχόντων κενών στα σχολεία. Το δυστύχημα είναι ότι το υπουργείο Παιδείας συνεχίζει στον ίδιο ρυθμό την πολιτική επιλογή του.

Κι αυτό παρά τις έντονες αντιδράσεις με παραστάσεις διαμαρτυρίας για τις δραματικές αλλαγές στο εν λόγω θέμα σε πλειάδα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανά την Ελλάδα. Από τα σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Αχαΐα, Κορινθία, Ηλεία, Φωκίδα, Ζάκυνθο, Κέρκυρα, Χανιά κλπ, μέχρι εκείνα των ακριτικών περιοχών μείζονος εθνικής σημασίας, όπως Χίος, Λέσβος, Λήμνος και Δωδεκάνησα.

Παντελής απουσία στρατηγικού σχεδιασμού

Η αδυναμία ωστόσο κάλυψης των απαιτούμενων εκπαιδευτικών αναγκών από το συναρμόδιο υπουργείο Οικονομικών είχε δώσει δείγματα γραφής στη Θράκη από τον προηγούμενο χρόνο. Μόνο που τότε (Σεπτέμβριος 2020) τα Μέσα υιοθέτησαν αυθωρεί και παραχρήμα τη θέση των εκπροσώπων του Εργατικού Κέντρου Ξάνθης και της τοπικής ΕΛΜΕ-ΟΙΕΛΕ-ΣΙΕΛΒΕ, οι οποίοι είχαν περιορίσει το φαινόμενο στο μειονοτικό σχολείο της περιοχής, στο οποίο επέρριψαν τις ευθύνες γιατί «στοιβάζονται ανά τάξη σε αδήλωτα και ακατάλληλα κτίρια 30-40 μαθητές κατά παράβαση των στοιχειωδών ανθρωπίνων και εργασιακών δικαιωμάτων».

Φευ! Ένα χρόνο μετά –και σε περίοδο έξαρσης της πανδημίας– εκεί οδηγεί η λειτουργία των μισών και πλέον σχολείων στην Ελλάδα, όπου λειτουργούν ήδη τμήματα 27-30 μαθητών (αντί 23 το ανώτερο), τα οποία δεν αποκλείεται –”εν τω μέσω της νυκτός” στην Εκπαίδευση– να γίνουν 35άρια, κατά την συνήθη πρακτική των διευθυντών των Σχολείων και των Διευθύνσεων και με την ανοχή των υπευθύνων του υπουργείου Παιδείας.

Κι αυτό, αν μη τι άλλο, πολλαπλασιάζει το πρόβλημα τόσο στους μασκοφορεμένους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι καταβάλλουν αγχώδη προσπάθεια για να εκπληρώσουν τα διδακτικά τους καθήκοντα, όσο και στους μαθητές τους. Γιατί, πέραν του ότι υποβαθμίζει την ποιότητα του μαθήματος η συνύπαρξη τόσων ατόμων στις μικρές σχολικές αίθουσες, επιβαρύνει και τον ψυχισμό και τη σωματική υγεία όλων δεδομένης της διασποράς του κορονοϊού.

«Αν ήταν μόνο το πρόβλημα του αυξημένου αριθμού μαθητών ανά τάξη στην εκπαίδευση θα ήμασταν… και ευχαριστημένοι», σας ακούω να σχολιάζετε πικρόχολα και υπαινικτικά. Θα συμφωνήσω μαζί σας, αν εξετάσω το θέμα “Εκπαίδευση” στο σύνολό του και διαχρονικά. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα αριθμούσα ολόκληρο κατεβατό απ’ αυτά που έπρεπε να γίνουν εδώ και χρόνια και δεν έγιναν.

Θα μπορούσα να μιλήσω, δηλαδή, για την απουσία στρατηγικού σχεδιασμού στο υπουργείο Παιδείας, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνονται λάθη του παρελθόντος. Λάθη που προκαλούν την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την ενίσχυση του πνεύματος ήσσονος προσπάθειας μεταξύ των μαθητών, ενώ διαιωνίζουν την αναξιοκρατία και τον ωχαδελφισμό.
Λάθη που έχουν να κάνουν με την ολοένα και χαμηλότερη ποιότητα της παρεχόμενης παιδείας (πράγμα που τρέφει την παραπαιδεία), την μετριότητα των σχολικών εγχειριδίων, την έλλειψη αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, τα κακώς κείμενα των υποδομών, τα μεμονωμένα προβλήματα σχολικών μονάδων και τον κομματισμό στα πανεπιστήμια.

Πολλαπλά λάθη στην εκπαίδευση

Ιδού μερικά λάθη που ακολουθούν ανιούσα κλιμάκωση τα τελευταία χρόνια στις δύο πρώτες βαθμίδες Εκπαίδευσης: Στην Πρωτοβάθμια, για παράδειγμα, κάποια από τα νηπιαγωγεία (εξαιτίας της έλλειψης υποδομών) φιλοξενούνται σε αίθουσες δήμων, με αποτέλεσμα οι μικροί μαθητές να στοιβάζονται σαν σαρδέλες λόγω ακαταλληλότητας χώρου, ενώ στα Δημοτικά –πέρα απ’ τα ανεπίτρεπτα λάθη στα σχολικά εγχειρίδια Γλώσσας και Ιστορίας– παρατηρείται στην περίπτωση των ολοήμερων σχολείων το φαινόμενο να παίζουν οι δάσκαλοι τον ρόλο του “μπέιμπι σίτερ” για να καλύψουν τις επιπλέον ώρες του προγράμματος.

Στη Δευτεροβάθμια, –πάλι πέραν του μόνιμα υποβαθμισμένου επιπέδου των σχολικών εγχειριδίων– διαιωνίζονται δύο προβλήματα που μόνο κακό κάνουν στους μαθητές. Το πρώτο (ξεκίνησε επί της δεύτερης θητείας του Γιώργου Παπανδρέου στο υπουργείο Παιδείας το 1994-96) αφορά την καθιέρωση ανάθεσης διδασκαλίας της Ιστορίας (με δεύτερη ανάθεση) σε μη φιλολόγους. Αυτό συχνά μετατρέπει τους μαθητές σε αποδέκτες παράλογων και ανιστόρητων θεωριών, ενίοτε ιδεοληψιών με έντονα κομματικές αποχρώσεις.

Το δεύτερο πρόβλημα έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι μαθητές του Λυκείου ρίχνουν όλο το βάρος στα μαθήματα που θα δώσουν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις για την εισαγωγή τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, αδιαφορώντας πλήρως για εκείνα που τους παρέχουν εγκύκλιες γνώσεις. Όσο για τα της επαγγελματικής εκπαίδευσης, αρκούμαι να πω ότι ο θεσμός έχει αφεθεί στην τύχη του και τείνει να απαξιωθεί εντελώς.

Κοντά σε αυτά, προστέθηκε –ως υποβόσκον πρόβλημα αντιεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης άμεσα συνδεδεμένο με την δημόσια υγεία και με αρνητική παρενέργεια στην ποιότητα εκπαίδευσης– το θέμα της συγχώνευσης τάξεων και κατάργησης σχολείων στο οποίο προαναφέρθηκα. Κι αυτό το τελευταίο πονάει περισσότερο από όλα, γιατί επιβεβαιώνει ότι, ανεξαρτήτως του ποιος κυβερνάει, η καθοδική πορεία συνεχίζεται.

Μετά την κατάργηση της έπαρσης της σημαίας στα σχολεία, μετά τους ατυχείς έως ευτελείς συγκρητισμούς στα σχολικά βιβλία της Γλώσσας Δημοτικού-Γυμνασίου και τον αποχρωματισμό ηρώων και λαμπρών γεγονότων της Ιστορίας μας, μετά την αφαίρεση του όρου “Εθνική” από τον τίτλο του Υπουργείου Παιδείας, τα μαθήματα απαιδευσίας και αφελληνισμού συνεχίζονται, συνειδητά ή ασυνείδητα, με ευθύνη της Ελληνικής Πολιτείας…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι