Με αφορμή τα βραβεία Νόμπελ – Η άλλη όψη της επιστημονικής έρευνας
30/10/2020Το φετινό βραβείο Νόμπελ Χημείας απονεμήθηκε στις Charpentier και Doudna για την πρόσφατη ανακάλυψη της επαναστατικής μεθόδου γενετικής μηχανικής CRISPR/Cas9. Τα συγκεκριμένα βραβεία, όπως και το αντίστοιχο Ιατρικής-Φυσιολογίας κατά κανόνα απονέμονται τα τελευταία χρόνια σε εργασίες εφαρμοσμένης έρευνας.
Παρά το εκπληκτικό εύρος των εφαρμογών της συγκεκριμένης μεθόδου, η όλη ανακάλυψη βασίστηκε σε βασική έρευνα για την κατανόηση μεθόδων άμυνας των βακτηριών έναντι των ιών. Είναι η δεύτερη φορά τα τελευταία χρόνια που βραβείο Νόμπελ απονέμεται σε εργασία βασικής έρευνας. Προηγήθηκε αυτό της Ιατρικής-Φυσιολογίας το 2017 στους Young, Rosbach και Hall για τη μελέτη του κιρκαδικού ρυθμού. Σημειώνεται, επίσης, ότι η εν λόγω έρευνα έγινε σε συνεργασία ανάμεσα στο πολιτειακό πανεπιστήμο Berkeley της Καλιφόρνιας, γνωστό για το δημόσιο χαρακτήρα του, και στο σχετικά άσημο δημόσιο πανεπιστήμιο Umea της Σουηδίας.
Τα βραβεία αυτά, ειδικά στη σημερινή συγκυρία της πανδημίας και της διεθνούς προσπάθειας για ανέρευση θεραπειών και παρασκευή εμβολιών εναντίον του κορονοϊού, είναι αφορμή για να σκεφτούμε τι είδους έρευνα θέλουμε και πώς την επιτυγχάνουμε. Κριτήριο πάντα (πρέπει να) είναι η προαγωγή της ανθρώπινης γνώσης και η ενδεχόμενη αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας για το καλό του συνόλου της κοινωνίας.
Εξάλλου, ο ρόλος της επιστημονικής έρευνας στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη θεωρείται πλέον κομβικός στην εποχή της γνώσης. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι ως έρευνα δε νοείται μόνο αυτή που αφορά τις λεγόμενες θετικές επιστήμες, αλλά και τις ανθρωπιστικές, κοινωνικές.
Όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης από τις θεωρίες της σχετικότητας και εξέλιξης, την ψυχανάλυση μέχρι την ανακάλυψη της δομής του DNA και τις σημερινές ανακαλύψεις, βασίστηκαν πρωταρχικά στην έμφυτη περιέργεια του ανθρώπου. Στην τάση του να ανακαλύπτει και εξηγεί το περιβάλλον του, τη φύση, τον εαυτό του.
Αυτό συνέβαινε ακόμα περισσότερο σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους, όπως στην κλασική αρχαιότητα ή τη νεότερη μετά-αναγεννησιακή εποχή, όπου η σχέση τεχνολογίας και επιστήμης υπήρξε πιο περιορισμένη. Η εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών μέσα από τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας έπεται ιστορικά ως, επίσης σημαντικός, μοχλός της επιστημονικής εξέλιξης.
Δυσκολίες στην έρευνα
Ταυτόχρονα, ακόμα και αν φαίνεται παράδοξο, η βασική έρευνα είναι αυτή που τελικά οδηγεί και στις ευρύτερες εφαρμογές προς όφελος της κοινωνίας. Ο λόγος είναι απλός: η σε βάθος κατανόηση των βασικών μηχανισμών της φύσης συνήθως βρίσκει εφαρμογές σε παραπάνω από ένα πεδία, δεδομένου ότι η φύση είναι ένα σύστημα μάλλον πολύ καλά δομημένο, ακόμα και αν σε εμάς φαίνεται εν πρώτοις χαώδες.
Το μεγάλο ερώτημα, βεβαίως, είναι ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της έρευνας, ιδιαίτερα της βασικής. Παραδόξως, το ερώτημα αυτό καθίσταται πιο επίκαιρο σήμερα εξαιτίας της σύγχρονης αντίφασης: στην εποχή μας, η μεν γνώση συσσωρεύεται πια με φρενήρεις ρυθμούς, το δε οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον δεν ευνοεί ιδιαίτερα την ανάπτυξη της βασικής έρευνας.
Η τελευταία απαιτεί χρόνο και οικονομικούς πόρους που οφείλουν να παρέχονται χωρίς άμεση οικονομική ανταπόδοση και σύνδεση με ενδεχόμενη αξιοποίηση των αποτελεσμάτων. Αυτή είναι και η βασική διαφοροποιός προϋπόθεσή της από την εφαρμοσμένη έρευνα. Δυστυχώς, το σημερινό οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον δεν ευνοεί την επένδυση σε βάθος χρόνου πόρων για τη βασική έρευνα.
Ο λόγος δεν είναι ότι δεν υπάρχουν πόροι. Είναι ότι όλο το σύγχρονο οικοδόμημα είναι δομημένο γύρω από το άμεσο οικονομικό κέρδος και τη μεγιστοποίησή του. Ο λόγος είναι βαθύτατα πολιτικός και αφορά κορυφαίες επιλογές για την κατανομή πόρων και συντελεστών ισχύος και παραγωγής πλούτου, όπως η γνώση, μέσα στην κοινωνία. Ο δημόσιος χώρος συρρικνώνεται, το ίδιο και η δημόσια εκπαίδευση και έρευνα στα δημόσια ακαδημαϊκά ιδρύματα.
Το ιδιωτικό κεφάλαιο λειτουργεί ολοένα και περισσότερο ως χρηματοδότης της έρευνας, θέτοντας αυστηρούς όρους ανταγωνιστικότητας και ανταποδοτικότητας. Ως αποτέλεσμα, όχι μόνο η βασική έρευνα αλλά και ολόκληροι κλάδοι, όπως κάποιες ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, περιθωριοποιούνται, διότι δε συνδέονται άμεσα με επιχειρηματικά – οικονομικά συμφέροντα.
Επιστημονική απάτη
Ακόμα όμως και σε ό,τι αφορά την εφαρμοσμένη έρευνα, αυτή συχνά κατευθύνεται σε τομείς που δεν επιφέρουν ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία στην εκάστοτε εθνική οικονομία αλλά απλά επενδύονται επιχειρηματικά συμφέροντα. Το πρόβλημα καθίσταται πιο σύνθετο και οξύτερο και από το γεγονός ότι η επιστημονική απάτη – υποκλοπή, παραποίηση και χειραγώγηση επιστημονικών δεδομένων – έχουν αυξηθεί κατακόρυφα.
Η ανάγκη και πίεση για αποτελέσματα που θα οδηγούν σε εμπορικά αξιοποιήσιμα προιόντα και υπηρεσίες οδηγεί σε μη χρηστές συμπεριφορές. Ενώ ταυτόχρονα, και παρά την ύπαρξη τελευταίας τεχνολογίας για την επαναληψιμότητα των πειραμάτων, μόνο 25% (!) των επιστημονικών εργασιών μπορούν να επαναληφθούν και επιβεβαιωθούν από τρίτους ανεξάρτητους ερευνητές και άρα να αποτελέσουν εμπεδωμένη και γενικώς αποδεκτή γνώση.
Με τα παραπάνω δεν παραγνωρίζεται η οικονομική διάσταση της επένδυσης στη γνώση, εφόσον οι πόροι είναι πάντοτε πεπερασμένοι. Ούτε το γεγονός ότι αναπόφευκτα θα υπάρχουν και κάποιες συνέργειες ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Το θέμα είναι ποιος θα έχει τον πρώτο λόγο στη χάραξη πολιτικής έρευνας και με ποια κριτήρια θα επενδύονται οι διαθέσιμοι πόροι.
Αν μια κοινωνία θέλει να είναι ισότιμη στην παγκόσμια σφαίρα στον 21ο αιώνα της γνώσης οφείλει να επενδύσει στην επιστήμη και την έρευνα. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για μικρές χώρες, όπως η Ελλάδα, που διαθέτουν περιορισμένους πόρους, αδυνατούν να αναπτύξουν οικονομίες κλίμακας και δε διαθέτουν μεγάλη εσωτερική αγορά.
Για αυτές τις χώρες η τοποθέτησή τους στο διεθνή καταμερισμό εργασίας εξαρτάται κυρίως από την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού τους και την ανάπτυξη της ακαδημαϊκής έρευνας. Είναι βαθύτατα πολιτικό θέμα η κατεύθυνση της ακαδημαϊκής έρευνας και τα κριτήρια της, συνδεδεμένο άρρηκτα με το χαρακτήρα και τις κατευθύνσεις της εκπαίδευσης, αλλά τελικά και της κοινωνίας.
Ο δημόσιος χαρακτήρας των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων με επιτελικό σχεδιασμό και σταθερή χρηματοδότηση από τη μεριά της πολιτείας, οι συνέργειες με διεθνή δίκτυα έρευνας υψηλού δείκτη καινοτομίας και τέλος η απαρέγκλιτη προσήλωση στις χρηστές πρακτικές έρευνας, είναι οι βασικοί πυλώνες που θα έπρεπε να στηρίξουν την κάθε υγιή εθνική ερευνητική πολιτική.