Μια προσευχή για τον άγνωστο Ρώσο χάκερ
25/07/2019Πριν λίγο καιρό, την ώρα που όλοι είμασταν αφοσιωμένοι στις εκλογικές διαδικασίες που θα καθόριζαν τον διαχειριστή του μετα-μνημονιακού και προδιαγραμμένου μέλλοντος της χώρας γενικά και της εκπαίδευσης ειδικότερα, η τελευταία, και δη η ανώτατη βαθμίδα της δέχτηκε καίριο πλήγμα.
Όχι! Δεν είναι αυτό που νομίζετε! Ουδείς υπουργός πρόλαβε να αθροίσει στις προηγούμενες καταστροφικές αποφάσεις, νόμους και εγκυκλίους, νέες καταστροφικότερες. Εκείνο τον καιρό εξάλλου υπουργοί και παρατρεχάμενοι έτρεχαν να βολέψουν τους τελευταίους των «ημετέρων» ή να «αγοράσουν» τίποτα ψήφους με μέτρα τελευταίας στιγμής. Έτσι δεν είχαν τον καιρό να καταστρέψουν κάτι μεθοδικότερα.
Αυτή τη φορά η συμφορά προήλθε από μια επιτροπή, η οποία δεν μας είχε απασχολήσει στο παρελθόν και παρέμενε ως εκ τούτου άγνωστη. Το όνομά της εντυπωσιακό: Επιτροπή για την Διαδικτυακή Προσβολή της Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Το κύρος της επικυρώνεται με την υποσημείωση «…του άρθρου 66Ε του νόμου 2121/1993». Αμ πώς, έτσι χωρίς νόμο…
Λίγο εισαγγελικά ακούγονται όλα αυτά, λίγο αστυνομικά και οπωσδήποτε κατασταλτικά στο γενικότερο πλαίσιο του Νόμου και της Τάξης. Ο χαρακτήρας αυτός μάλλον ενόχλησε και την ίδια την επιτροπή η οποία, για να αμβλύνει τις εντυπώσεις, προχώρησε σε αιτιολόγηση των έργων της. Αιτιολόγηση που κοσμεί όλους τους ιστοτόπους στους οποίους την πρόσβαση απαγόρεψαν οι αποφάσεις της.
Η νουθεσία έχει ως εξής: «Σκέψου ότι επιλέγοντας την πρόσβαση σε περιεχόμενο από νόμιμες πηγές, συνεισφέρεις στην καλλιτεχνική δημιουργία, στη βελτίωση του πολιτιστικού προϊόντος και στην ανάπτυξη της οικονομίας». Με άλλα λόγια η πρόσβαση σε αυτούς τους ιστοτόπους είναι υπεύθυνη για την διάχυση του σκοταδισμού στον τόπο μας, ίσως και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ανάμεσα στα επιφανή θύματα της “υπέρ του ανθρώπινου πολιτισμού” σταυροφορίας υπήρξαν ιστότοποι ελεύθερης πρόσβασης σε βιβλία. Ετούτοι είχαν πρόσθετα επιβαρυντικά στοιχεία σε βάρος τους: είχαν την έδρα τους στη Ρωσία και βασίζονταν στη δεινότητα των Ρώσων «χάκερς» (υποθέτω ότι έτσι τους λέμε και στα ελληνικά).
Οι ευτυχισμένοι τόποι των ΗΠΑ
Η εναντίον τους εκστρατεία είχε αρχίσει -ποιος θα αμφέβαλε γι αυτό- πριν λίγους μήνες στις ΗΠΑ και, έκτοτε, με βάση την πειθώ που έχουν οι ιθύνοντες αυτής της χώρας στον κόσμο ολόκληρο, οι σχετικές διώξεις επεκτάθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο, Ελλάδας και ΕΕ στην πρώτη σειρά.
Στις ΗΠΑ, ή για να είμαι πιο ακριβής, στις μητροπόλεις όπου εδρεύουν τα μεγάλα πνευματικά ιδρύματα και πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπως και σε πολύ λίγες στην Ευρώπη, αντίστοιχες περιπτώσεις, η απαγόρευση της πρόσβασης σε αυτές τις ιστοσελίδες ενόχλησε ελάχιστα την ακαδημαϊκή, την ερευνητική ή γενικά την πνευματική κοινότητα.
Σε αυτούς τους ευτυχισμένους τόπους υπάρχουν βιβλιοθήκες, οι βιβλιοθήκες αυτές ενημερώνονται σχεδόν άμεσα για την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή και θέτουν ταχύτατα στη διάθεση του κοινού την επιστημονική, λογοτεχνική ή όποια άλλη το τελευταίο χρειάζεται. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι υπάρχουν στον κόσμο σαφώς λιγότερο ευτυχισμένοι τόποι.
Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγεται και η χώρα μας. Μία περιδιάβαση στους καταλόγους λ.χ. της Εθνικής Βιβλιοθήκης, θα πιστοποιούσε ότι η ενημέρωση ως προς τη διεθνή βιβλιοπαραγωγή είναι σχεδόν ανύπαρκτη, το ίδιο ισχύει για τις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, τις δημόσιες, δημοτικές ή ιδιωτικές. Οι μικρές εξαιρέσεις σε πολύ εξειδικευμένους τομείς απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ο τελευταίος δε, αποκαλύπτει την έτερη πλευρά του νεοελληνικού παραλογισμού: σε μία χώρα όπου ο ένας της κάτοικος στους 350 έχει την ιδιότητα του μεταπτυχιακού φοιτητή και όπου υπάρχει ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σε κάθε πραγματικό ή φανταστικό τομέα της επιστήμης για κάθε 7.300 κατοίκους, απουσιάζει ολότελα το βασικό εργαλείο και η βασική προϋπόθεση για την όποια ακαδημαϊκή ενασχόληση: η πρόσβαση σε μια σύγχρονη, αξιόπιστα ενημερωμένη βιβλιοθήκη. Πολύ δε λογικά, η χώρα αυτή βρήκε τη λύση: απλά απαγόρευσε και κατάργησε τη μόνη δυνατότητα πρόσβασης στην διεθνή βιβλιογραφία μέσα από τους ιστοτόπους ελεύθερης πρόσβασης.
Από εδώ και πέρα λοιπόν θα κάνουμε μεταπτυχιακές σπουδές χωρίς την όποια στήριξη της διεθνούς βιβλιογραφίας. Έτσι από μόνοι μας. Υποθέτω ότι πολλά μεταπτυχιακά θα μπορέσουν να το κάνουν αυτό. Για παράδειγμα στα πολυάριθμα που σχετίζονται με θέματα «αναπτυξιακά», όπως «διοίκηση επιχειρήσεων» και κάτι τέτοια. Σε αυτά αρκεί να διδάξει κανείς την έμφυτη στην ελληνική φυλή «επιχειρηματική δεινότητα» – ουδεμία πρόσβαση σε βιβλιογραφία χρειάζεται. Στα άλλα όμως;
Εναλλακτικές λύσεις;
Θα ήταν ευχής έργο να είχαν κάτι να αντιπροτείνουν οι «απαγορεύοντες», πέρα από το γενικό και αμήχανο, «μα είναι παράνομο»! Μια λύση θα ήταν να αγοράζουν οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι -ίσως και οι φοιτητές τους- βιβλία ή να ταξιδεύουν σε τακτά χρονικά διαστήματα στις μητροπόλεις της γνώσης ώστε να ενημερώνονται. Με τους μισθούς των 1.200 ως 2.000 ευρώ για τους πρώτους και το βάρος των διδάκτρων (και συχνά της μετεγκατάστασης) για τους δεύτερους, θα ήταν υπερβολικό να τους ζητήσεις κάτι τέτοιο.
Θα ήταν δε ακόμα πιο θαυμαστό να αποφασίσουν οι κυβερνώντες τη χώρα να διαθέσουν τα εκατομμύρια που χρειάζονται για τη στήριξη και λειτουργία ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών αντάξιων του όρου. Πλην όμως, έχουν γίνει τόσες μεταρρυθμίσεις και αντιμεταρρυθμίσεις στο Πανεπιστήμιο, ουδεμία όμως από αυτές δεν έχει ασχοληθεί με το μείζον ζήτημα της πρόσβασης στο βασικό εργαλείο της γνώσης: το βιβλίο. Επ’ αυτού δε, μετά από σταδιοδρομία 35 χρόνων σε πανεπιστημιακούς χώρους, απλά έχω κουραστεί να ελπίζω.
Αντί για όλα αυτά, η Πολιτεία (στο υπουργείο Πολιτισμού ανήκει νομίζω η εν λόγω υπηρεσία- η ΕΔΠΠΙ) σκέφτηκε και αποφάσισε το πιο καταστροφικό: τον αποκλεισμό από τους ιστοτόπους ανοικτής πρόσβασης. Μετά νουθεσίας δε, η απαγόρευση: «φτου κακά» που έλεγαν και στη βρεφική μου ηλικία.
Η άρχουσα ελίτ της χώρας μας έχει διαχρονικά αποδείξει ότι είναι απόλυτα ικανή στο να πυροβολεί τα πόδια της (όχι τα δικά της για να είμαστε ακριβείς, της χώρας). Και έτσι, ως μοναδική ελπίδα, στρέφω ικεσίες και προσευχές προς τον άγνωστο Ρώσο «χάκερ» που, είμαι σίγουρος, δεν θα αργήσει να βρει τα προσήκοντα αντίμετρα στην ημετέρα βλακεία.
ΥΓ. Το σύνολο των βιβλίων στα οποία τυγχάνω συγγραφέας φιλοξενούνται στους εν λόγω ιστότοπους. Δεν με ενοχλεί. Όταν γράφω ένα βιβλίο η πρώτη μου επιθυμία είναι να διαβαστεί. Τα συγγραφικά και τα δικαιώματα εξάλλου -που φυσικά τα έχουμε όλοι οι συγγραφείς ανάγκη- έχουν εκλείψει ή περιοριστεί στο ελάχιστο μέσα στην γενικότερη μιζέρια στην οποία έχουν καταδικαστεί οι εκδότες ποιοτικού βιβλίου στην χειμάζουσα χώρα μας. Και σίγουρα δεν φταίνε οι ιστότοποι ανοικτής πρόσβασης γι αυτό.