ΣΧΟΛΙΟ

Μία βαλίτσα στην θέση της Ολυμπιακής Φλόγας!

Μία βαλίτσα στην θέση της Ολυμπιακής Φλόγας! Δημήτρης Τζιώτης

To “Μεγάλο μας Τσίρκο”, η θεατρική παράσταση του θιάσου Καρέζη-Καζάκου, σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, ήταν μια πράξη αντίστασης, που ξεκίνησε πέντε μήνες πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Σε αυτήν την παράσταση ακούστηκε για πρώτη φορά το σύνθημα «Ψωμί- Παιδεία- Ελευθερία». Η Καρέζη και ο Καζάκος συνελήφθησαν, κρατήθηκαν και δεν ζήτησαν ποτέ συγγνώμη από τους δικτάτορες.

Το Μέσο, το Μήνυμα και το Κοινό συναντήθηκαν στην ίδια μαγική ευθεία. Έτσι γράφεται η ιστορία. Η προοπτική της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2024 στο Παρίσι είχε δημιουργήσει ανάλογες προσδοκίες. Πολλοί είχαν την ελπίδα να δουν μια αχτίδα φωτός σε μια τόσο σκοτεινή εποχή. Οι πιο αισιόδοξοι, ακόμα και μια προοπτική για την αντιστροφή της παρακμής του Δυτικού πολιτισμού.

Στη χώρα που γέννησε το Διαφωτισμό, τη Γαλλική Επανάσταση και το Μάη του 1968, ο σκηνοθέτης Τομά Ζολί είχε για ένα βράδυ στα χέρια του την ισχυρότερη πλατφόρμα παγκόσμιας προβολής. Ένα κοινό ενάμιση δισεκατομμυρίου τηλεθεατών σε όλο τον πλανήτη. Η καλλιτεχνική του διεύθυνση ήταν πράγματι ανατρεπτική. Τι ακριβώς, όμως, θέλησε και τι κατάφερε να ανατρέψει με τις επιλογές του;

Η παρωδία που ανέβασε – κατόπιν εντολής των πατρώνων του – δεν ήταν τελετή έναρξης. Μπορεί να ήταν μία επίδειξη ή άλλη μια Eurovision. Θα μπορούσε να είναι μία σάτιρα, μια αλληγορία ή μια κωμωδία για τα Μεγάλα Διονύσια. Αλλά σίγουρα δεν ήταν τελετή. Ως τελετή δεν θα μπορούσε να σταθεί ούτε στο επίπεδο των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Και σε καμία περίπτωση δεν ήταν Ολυμπιακή.

Η Ολυμπιακή φλόγα, οι αθλητές και οι Ολυμπιακοί κύκλοι αποτελούν τα θεμέλια κάθε τελετής έναρξης. Γιατί στην Πόλη του Φωτός, η Ολυμπιακή φλόγα δεν άναψε ποτέ; Στο αερόστατο με το βωμό δεν ήταν η φλόγα από την Αρχαία Ολυμπία, αλλά σαράντα φωτάκια LED. Ποιος ήταν ο συμβολισμός της υποβάθμισης των αθλητών  – των αδιαφιλονίκητων πρωταγωνιστών των Αγώνων – σε ρόλο τουριστών στον Σηκουάνα; Γιατί εξαφανίστηκαν από το φακό οι σημαιοφόροι της Ελληνικής Ολυμπιακής ομάδας;

Γιατί η Νότια Κορέα παρουσιάσθηκε ως Βόρεια; Ήταν αυτό το φθηνό λάθος ένα μήνυμα κατά του εθνικισμού; Γιατί στην έπαρση της Ολυμπιακής σημαίας, το σύμβολο του Ολυμπισμού τοποθετήθηκε ανάποδα; Εάν σε μια σχολική παράσταση γινόταν ένα από αυτά τα λάθη, ο μαθητής θα είχε αποβληθεί. Είναι δυνατόν να έγιναν όλα αυτά μαζί, στην πιο ακριβή παράσταση σε όλο τον κόσμο; Τελικά, ήταν απλά λάθη, μεγάλες γκάφες ή αυτό ήταν το μήνυμα, αυτό ήθελαν ο τελετάρχης και οι πάτρωνές του να εκπέμψουν;

Τι αποδήμησε ο Ζολί;

Ας είμαστε θετικοί. Ας δεχτούμε ότι σκοπός της παράστασης ήταν η αποδόμηση. Ας συμφωνήσουμε, επίσης, ότι η αποδόμηση του κυρίαρχου συστήματος εξουσίας είναι αναγκαία. Ότι είναι αναγκαία η αποδόμηση της Ολιγαρχίας, η οποία αντικατέστησε στον 21ο αιώνα τον Κοινοβουλευτισμό, που μας άρεσε να αποκαλούμε Δημοκρατία, χωρίς καμία αντίσταση. Ότι είναι αναγκαία η αποδόμηση της Δικαιοσύνης που νομίζαμε ότι είχαμε, της μοναδικής εξουσίας που δεν έγινε ποτέ δημοκρατική. Της εξουσίας που συνεργάστηκε με κάθε πραξικοπηματία και κάθε κατακτητή. Ότι είναι αναγκαία η αποδόμηση του παγκόσμιου συστήματος εξουσίας, που αψηφώντας κάθε έννοια δικαίου οδηγεί την ανθρωπότητα σε έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ότι είναι επίσης αναγκαία η αποδόμηση της ισχυρής ανάπτυξης που επιβάλλουν βίαια οι αγορές στον πλανήτη, με αποτέλεσμα να οδηγείται η ανθρωπότητα στην κλιματική καταστροφή.

Τι ακριβώς αποδήμησε, ο Ζολί; Τίποτα από όλα αυτά. Ο Ζολί δεν τόλμησε να ακουμπήσει τίποτα ουσιαστικό. Έμεινε στην επιφάνεια, χωρίς να αγγίξει κάτι. Σε ένα διανοητικό κενό. Δεν τόλμησε να ακουμπήσει την εξουσία, δεν τόλμησε να ακουμπήσει την πολιτική, δεν τόλμησε να ακουμπήσει τη Δικαιοσύνη. Και σίγουρα, δεν άγγιξε το σύστημα. Δεν τόλμησε να αποδομήσει τις αγορές. Δεν τόλμησε να αποδομήσει τον υπέρογκο πλούτο. Δεν τόλμησε καν να αποδομήσει την εμπορευματοποίηση των Αγώνων. Κουβέντα για την κλιματική καταστροφή. Δεν ακούμπησε τίποτα από όλα όσα πρέπει να αποδομηθούν. Ο Ζολί αποδόμησε μόνο όσα του έδωσαν εντολή να αποδομήσει. Ας μη γελιόμαστε, ένας τελετάρχης ήταν, δεν ήταν αυτός το αφεντικό.

Ο Ζολί, με εντολή των πατρώνων του, προσπάθησε να αποδομήσει τον Ολυμπισμό, τις αρχές και τα ιδανικά του οποίου αγνόησε. Αδιαφόρησε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο των αθλητών, τοποθετώντας τους σε δεύτερη θέση και αντικαθιστώντας τους με τον εαυτό του στο ρόλο του μοναδικού πρωταγωνιστή. Υποτίμησε τις αξίες του Ελληνισμού, στη θέση του οποίου ύψωσε τον οικονομικό και πολιτισμικό γκλομπαλισμό. Υποβάθμισε τον Χριστιανισμό, με τρόπο ύπουλο και προσβλητικό.

Με μια θεσπέσια κωλοτούμπα, βέβαια, τα γύρισε τρεις μέρες μετά, καθώς αποκαλύφθηκε δήθεν ότι ο πίνακας δεν ήταν αυτός που όλοι κατάλαβαν με την πρώτη ματιά, αλλά κάποιος άλλος. Crisis management, λέγεται αυτό. Προσπέρασε τους ιστορικούς αγώνες των Γάλλων για να αλλάξουν τον κόσμο. Περιφρόνησε κάθε έννοια περιεχομένου, ως διαχρονικού συγκριτικού πλεονεκτήματος της δυτικής κουλτούρας, το οποίο αντικατέστησε με μία μεταμοντέρνα επιφανειακότητα. Παράβλεψε τις αξίες του Δυτικού πολιτισμού, στη θέση των οποίων τοποθέτησε τη λατρεία του χρήματος.

Στη θέση της Ολυμπιακής φλόγας, μια βαλίτσα!

Ο Ζολί επιλέχθηκε για να αγνοήσει το Μέσο. Επέλεξε επιδεικτικά να αγνοήσει κάθε ιερότητα των Ολυμπιακών Αγώνων. Δεν τον ενδιέφερε εάν είχε να υπηρετήσει ένα τελετουργικό. Του ήταν εντελώς αδιάφορη η ιεροτελεστία. Δεν τέλεσε το μυστήριο. Δεν διοργάνωσε την τελετή. Αγνόησε ακόμα και το ζωντανό κοινό. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να εκμεταλλευτεί την τηλεθέαση. Για να υψώσει στη θέση της Ολυμπιακής φλόγας μία βαλίτσα. Το σύμβολο του καταναλωτισμού.

«Δεν με νοιάζουν οι θεοί σας. Ούτε οι Έλληνες, ο Δίας, ο Απόλλων, ο Διόνυσος, ούτε ο Χριστός σας. Αυτή την εντολή έχω από τους πάτρωνές μου. Ο θεός μου είναι το χρήμα. Αυτόν υπηρετώ». Αυτό βροντοφώναξε ο Ζολί.

Σε ένα βράδυ, κάποιοι ισχυροί – τόσο ισχυροί που κατάφεραν να επιβληθούν στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή – κατάφεραν να τα ισοπεδώσουν όλα. Τις αξίες, τις αρχές και τα ιδανικά του Ολυμπισμού. Όλα αυτά για τα οποία οι δικοί τους και οι δικοί μας πρόγονοι έδωσαν τη ζωή τους για αιώνες, με σκοπό να αναβιώσουν. Όπως είχε πει ο Πιερ ντε Κουμπερτέν μετά την πρώτη – αποτυχημένη –
προσπάθεια των Γάλλων να διοργανώσουν τους Αγώνες το 1900, «είναι θαύμα που οι Ολυμπιακοί Αγώνες επέζησαν μετά από αυτό το φιάσκο». Αντίστοιχη θα έπρεπε να είναι και τώρα η θέση του Προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Όμως, δεν μπορούσε. Γιατί έχει τεράστια ευθύνη για το μεγάλο αυτό φιάσκο.

Ποιος είναι ο θεματοφύλακας των Ολυμπιακών αξιών;

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ότι «όλα αυτά είναι άξια απόλυτης περιφρόνησης». Αυτό όμως ακριβώς είναι το παιχνίδι του συστήματος. Να μην υπάρξει αντίδραση. Να πέσουν οι υπεύθυνοι στα μαλακά. “Περασμένα – ξεχασμένα”, είναι τώρα η ατζέντα. “Μην πυροβολείτε άλλο τον πιανίστα”. Αντίστοιχη ήταν και η αντίδραση του Πρωθυπουργού: «Κάποια πράγματα αισθητικά μπορεί να μην μας άρεσαν, αλλά ήταν μία πολύ καλή προσπάθεια». Όχι, ήταν μια πολύ κακή προσπάθεια. Πόσο όμως δυσάρεστο είναι ότι δεν κατάλαβε τίποτα – ή έκανε ότι δεν κατάλαβε – ούτε η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή; Ενώ είχε αποφασιστεί το γκρέμισμα κάθε Ολυμπιακής τελετουργίας, συνεδρίαζε επί ώρες για να αποφασίσει εάν θα ήταν ένας ή δύο οι σημαιοφόροι και τελικά δεν εμφανίστηκε κανείς.

Το βέβαιο είναι ότι μία τέτοια τελετή δεν θα είχε ποτέ διοργανωθεί εάν Πρόεδρος της ΔΟΕ ήταν ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ. Εξίσου βέβαιο είναι ότι εάν σήμερα ήταν πρωθυπουργός είτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, είτε ο Ανδρέας Παπανδρέου, εάν υπουργός Πολιτισμού ήταν η Μελίνα, θα είχαν ήδη ζητήσει τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων ή των τελετών έναρξής τους στην Ελλάδα.

Εάν δεν προφυλάσσει τα Ολυμπιακά ιδεώδη η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, εάν δεν το κάνει ο Πρόεδρός της, ούτε ο κάθε Έλληνας που είναι μέλος της, εάν δεν μπορεί η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή και δεν θέλει ο Έλληνας Πρωθυπουργός, ποιος αλήθεια είναι ο θεματοφύλακας των αξιών του Ολυμπιακού πνεύματος στη εποχή μας;

Ένα μεγάλο πολιτικό κενό

Το μεγάλο κενό, όμως, δεν βρίσκεται στις τάξεις της Ολυμπιακής οικογένειας. Η οποία, άλλωστε, ήταν διαχρονικά επιρρεπής στην εμπορική διάσταση των Αγώνων. Το μεγάλο κενό είναι πολιτικό. Τα φιλελεύθερα κόμματα είναι πλέον σαφές ότι έχουν παραδοθεί, από καιρό, στις ορέξεις και τα προτάγματα του οικονομικού και πολιτικού γκλομπαλισμού. Ποιοι είναι αυτοί που έχουν τόση δύναμη για να ελέγχουν, όχι μόνο τη γαλλική κυβέρνηση, αλλά και τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή;

Το ζήτημα δεν είναι πλέον η προστασία μιας μειοψηφικής κουλτούρας. Αλλά η επιβολή της νέας κυρίαρχης κουλτούρας από το ίδιο το σύστημα. Σε αυτήν την παρωδία με την τεράστια τηλεθέαση, δεν αποδόμησε η κοινωνία το σύστημα, όπως θα ήταν το ζητούμενο. Το σύστημα αποδόμησε τις αξίες της κοινωνίας. Επιβάλλοντας βίαια στο κοινό του ενάμιση δισεκατομμυρίου τηλεθεατών την μεταμοντέρνα κουλτούρα του χρήματος.

Αυτή η παράσταση ήταν αφιερωμένη στα brands ενός τεράστιου επιχειρηματικού ομίλου. Τα ιδεώδη των Ολυμπιακών Αγώνων ξεπουλήθηκαν για μια χορηγία 150 εκατομμυρίων ευρώ. Με την έγκριση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.

Το θέμα δεν είναι απλά αισθητικό. Αν και η αισθητική θα έπρεπε να είναι η ηθική μας. Η αποδόμηση του συστήματος είναι αναγκαία. Όταν όμως η αποδόμηση των αξιών γίνεται από το ίδιο το σύστημα είναι ύποπτη. Το ζήτημα είναι βαθιά πολιτικό. Προφανώς ο Δυτικός πολιτισμός βρίσκεται σε παρακμή. Αυτά όμως που ο Ζολί ισοπέδωσε είναι όλα όσα οφείλουμε να αναγεννήσουμε. Αυτό παριστάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν οι γκλομπαλιστές. Γιατί όλοι οι γκλομπαλιστές – φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές, αριστεροί – κατέληξαν να χρηματοδοτούνται από τους ίδιους χορηγούς και κατάντησαν να υπηρετούν τον ίδιο θεό: το χρήμα. Έτσι έγιναν όλοι ίδιοι.

Απέναντι σε αυτό το θέαμα, που προβλήθηκε λαθραία μέσω των Ολυμπιακών Αγώνων, η σιωπή των ανθρώπων της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης είναι εκκωφαντική. Ούτε οι σοσιαλιστές, ούτε οι αριστεροί, ούτε οι πράσινοι είχαν να πουν κάτι για αυτό. Η μεγάλη αριστερά είναι κενή. Σαν να έχει χάσει την περπατησιά της. Σαν να μην έχει κάτι πια να πει. Απέναντι σε κάθε συντήρηση, απέναντι σε κάθε εξουσία. Σαν να την χάζεψε το χρήμα. Σαν να μην έχει άλλες αξίες να υπερασπιστεί. Σαν να μην υπάρχει πια.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι