Μην πυροβολείτε τα ιδιωτικά πανεπιστήμια
02/05/2025
Πολλή συζήτηση έγινε και εξακολουθεί να γίνεται για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, γίνονται και τα σχετικά συλλαλητήρια. Οι αρνητές τους εξακολουθούν να επικαλούνται προς τούτο το Άρθρο 16 του Συντάγματος και εξακολουθούν να θεωρούν πως το δημοκρατικό και “αριστερό” μας καθήκον, μας επιβάλει να εμείνουμε στα “δημόσια και δωρεάν”, που νομίζουμε πως έχουμε.
Τελικώς το ζήτημα έδειξε να επιλύεται, με το να επιτρέπονται να εγκαθίστανται στη χώρα παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων. Όμως προσέφυγαν εναντίον αυτής της ρύθμισης, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τόσο η ΠΟΣΔΕΠ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού ΑΕΙ), ισχυριζόμενη πως καταστρατηγείται το Σύνταγμα της χώρας, όσο και τα Κολλέγια, καταγγέλλοντας πως δια του νόμου αυτού δημιουργείται αγορά δύο ταχυτήτων και πως περιορίζεται αδικαιολογήτως η επιχειρηματική ελευθερία, όπως αυτή κατοχυρώνεται με το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Με το παρόν σημείωμα θα θέλαμε να δούμε την πραγματικότητα λίγο αναλυτικότερα. Ίσως μάλιστα οδηγηθούμε να προσφύγουμε και κατά των “δημοσίων και δωρεάν” Πανεπιστημίων, γιατί αυτά δεν είναι μήτε δημόσια, μήτε δωρεάν και άρα αντίκεινται τόσο στο πνεύμα όσο και στο γράμμα του Συντάγματός μας.
Το σημερινό κόστος της “Παιδείας” στην Ελλάδα – δηλαδή Εκπαίδευσης, μάλλον αγνοούμε το όρο Παιδεία – είναι εξαιρετικά υψηλό και δυσβάστακτο για τα μικρά και μεσαία εισοδήματα. Οι επιθυμούντες να εισαχθούν σε “δωρεάν και δημόσιο” Πανεπιστήμιο, παρακολουθούν φροντιστηριακά ή και ιδιαίτερα μαθήματα, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των τριών ετών του Λυκείου. Παραπαιδεία δηλαδή, της οποίας το κόστος συμβαδίζει με την αποτελεσματικότητά της.
Αποτελεσματικότητα που περιορίζεται στις δυνατότητες των μαθητών να εισαχθούν σε Πανεπιστήμιο, δηλαδή στην εξάσκησή τους στα μαθήματα που εξετάζονται στις πανελλήνιες εξετάσεις. Μη ξεχνούμε και την ύπαρξη αμιγώς ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, τόσο πρωτοβάθμιας, όσο και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που καταφανώς προσφέρουν περισσότερες δυνατότητες στους μαθητές τους. Μάλιστα, μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα, η Παιδεία, που δεν ταυτίζεται με την εκπαίδευση και μάλιστα με την περιορισμένης εμβέλειας εκπαίδευση, έχει έως εξαφανίσεως παραμεληθεί, ως μη χρήσιμη για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο.
Τι συμβαίνει με τα “δημόσια” Πανεπιστήμια
Στις πανεπιστημιακές σχολές πρώτης προτιμήσεως, εισάγονται κυρίως οι καλλίτερα κατά τα ανωτέρω εκπαιδευμένοι μαθητές. Δηλαδή αυτοί που δαπάνησαν περισσότερα χρήματα για την εξάσκησή τους στα μαθήματα των πανελληνίων εξετάσεων, σε φροντιστήρια και σε ιδιαίτερα μαθήματα. Οι λιγότεροι εξασκημένοι μαθητές, αυτοί δηλαδή που ξόδεψαν λιγότερα χρήματα για την εξάσκησή τους, αρκούνται στις πανεπιστημιακές σχολές που απέμειναν, συχνά εκτός του τόπου κατοικίας τους.
Δημιουργούνται έτσι οικονομικά παράλογα: O πλούσιος γόνος, που έχει πληρώσει μεγάλα ποσά για την προετοιμασία του, εισάγεται στη σχολή της αρεσκείας του, κατά προτίμηση στην πόλη που κατοικεί. Οι οικονομικώς ασθενέστερες οικογένειες ξοδεύουν έτσι περισσότερα χρήματα από τις εύπορες οικογένειες, γιατί τα παιδιά τους εισάγονται συχνά σε σχολές που δεν ήταν πρώτη προτεραιότητά τους και ακόμα συχνότερα μακράν της οικογενειακής τους κατοικίας, με προφανή αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη της χώρας. Υπάρχουν βεβαίως και φωτεινές εξαιρέσεις, που όμως απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ας δούμε τώρα και κατά πόσον τα δημόσια Πανεπιστήμια είναι πράγματι δημόσια. Δικαιούμεθα άραγε να τα χαρακτηρίζουμε έτσι, όταν δεν τα διαχειρίζονται παρά μόνο “ιδιωτικές” ομάδες καθηγητών και δεν λογοδοτούν στις κοινωνίες που τα πληρώνουν για να λειτουργήσουν; Είναι δημόσιο και ένα Ίδρυμα, που εκτός από την “αυτονομία” του, δηλαδή τη διαχείρισή του από τους καθηγητές του και μόνο, αστυνομεύεται από τα κόμματα μέσω των συνδικαλιστικών παρατάξεων, που έχουν καταργήσει κάθε έννοια ασύλου και ελεύθερης διακίνησης ιδεών; Πιο εύκολα διακινούνται ιδέες στη πλατεία Συντάγματος και στο πεζοδρόμιο έξω από τη ΓΑΔΑ, παρά στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα!
Ο “νόμος-Διαμαντοπούλου” – πρόκειται για την υπουργό Παιδείας που είχε προτείνει την καθιέρωση της αγγλικής γλώσσας ως δεύτερης επίσημης γλώσσας του κράτους – που είχε ψηφιστεί ενθουσιωδώς από τη Βουλή, διακήρυττε ψευδώς πως πρότεινε σύστημα λογοδοσίας των Πανεπιστημίων στη κοινωνία, ενώ αντιθέτως καταφανώς ενίσχυε την ιδιωτικότητά τους. Ο σημερινός τρόπος διοικήσεως και διαχειρίσεως των Πανεπιστημίων, δεν αποτελεί παρά μία πολύ χειρότερη εκδοχή του.
Μόνο μια θεσμοποιημένη λογοδοσία των Πανεπιστημίων, μέσω της διοικήσεώς τους από Συμβούλια στα οποία θα συμμετείχαν, ισοτίμως με τους καθηγητές τους, εκλεγμένοι εκπρόσωποι επιστημονικών Επιμελητηρίων και εκπρόσωποι κοινωνικών φορέων, θα δικαιολογούσε τον χαρακτηρισμό τους ως “δημόσια”. Σήμερα δεν είναι δημόσια, είναι κρατικά, με το κράτος, εντέχνως και αντισυνταγματικώς, αποκομμένο από τη δημόσια σφαίρα.
Έρμαια των κομμάτων…
Επί πλέον, τα κόμματα χρησιμοποιούν τα Πανεπιστήμια, εμφανώς και ανερυθριάστως, προς άγραν μελλοντικών φανατισμένων στελεχών. Όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα της χώρας δείχνει να ανέχεται οι κομματικοί φονταμενταλιστές, όλων των κομμάτων, να τα “καταλαμβάνουν” ανέτως – σε λίγο ίσως και με ένα απλό τηλεφώνημα – όποτε θελήσουν, ενίοτε καταστρέφοντας και τις υποδομές τους.
Ανεχόμαστε οι καθηγητές τους να τρομοκρατούνται και να εκβιάζονται, ανεχόμαστε και το “δημοκρατικό πέντε” να δημιουργεί στρατιές αμόρφωτων και ανεπάγγελτων κομματικών στελεχών. Αναφερόμαστε στα ανεπάγγελτα και αμόρφωτα στελέχη που καταλαμβάνουν, κατά προτεραιότητα, τις υψηλότερες κρατικές θέσεις, ενίοτε και αυτές των υπουργών. Αδυνατούν οι πολιτικοί ταγοί μας να κατανοήσουν πως τα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν (πρέπει να) είναι πεδία μικροπολιτικών πρακτικών και ανταγωνισμών. Πέραν του ό,τι η έννοια της Παιδείας αποτελεί, για τους πολιτικούς διαχειριστές μας, συγκεχυμένη έννοια, αν όχι άγνωστη, και η Εκπαίδευση, με την οποίαν την συγχέουν, επίσης τίθεται στο περιθώριο του ενδιαφέροντός τους.
Στην Ευρώπη, η μέση αναλογία διδασκόντων και φοιτητών, είναι ένας καθηγητής ανά 15 φοιτητές. Στην Ελλάδα είναι ένας ανά 45. Χρειάζεται δηλαδή τριπλασιασμός των ήδη διδασκόντων. Αντ’ αυτού όμως δεν γίνονται οι προσλήψεις που χρειάζονται, μήτε καν αυτές που είναι νομοθετημένες – μία πρόσληψη ανά κάθε συνταξιοδότηση – και ολοένα και περισσότερο ο αριθμός των διδασκόντων μειώνεται, με συνέπεια την ραγδαία υποβάθμισή τους. Ως προς δε το ζήτημα του κόστους τους για το κράτος, δηλαδή για τους φορολογημένους, τα δεδομένα δείχνουν τουλάχιστον παράλογα.
Όταν πριν αρκετά χρόνια είχαμε αναλάβει σχετική έρευνα, είχαμε διαπιστώσει πως το κράτος δαπανούσε περισσότερα χρήματα ανά φοιτητή – με υπολογισμό μισθών καθηγητών, χρηματοδότηση λειτουργίας και διαφυγόντα κέρδη από τις ιδιότητες κτηριακές εγκαταστάσεις – από τα χρήματα που θα πλήρωνε για να σπουδάσουν σε καλά ιδιωτικά Πανεπιστήμια (δεν ξέρω σήμερα τα ακριβή ποσά που δαπανώνται, καλό θα ήταν να γίνει μία σχετική έρευνα).
Πέραν του ότι δυσκολεύονται, αν δεν αδυνατούν, να παρακολουθήσουν την αλματωδώς εξελισσόμενη επιστημονική θεωρία και πρακτική. Δεν προτείνουμε να καταργήσουμε τα “δημόσια” Σχολεία όλων των βαθμίδων, λέμε απλώς να τα κάνουμε πραγματικά δημόσια, πραγματικά δωρεάν αλλά με έλεγχο των δαπανών, γνωσιολογικώς ευέλικτα, με αποτελεσματική εκπαίδευση και με μέριμνα για την Παιδεία. Θα ωφεληθούμε τα μέγιστα ως χώρα.
Τα οφέλη από τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια
Ας έλθουμε τώρα στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Είναι προφανές το οικονομικό όφελος που θα προκύψει για τη χώρα μας. Σήμερα εξάγονται μεγάλα ποσά για τις σπουδές των παιδιών των ευκατάστατων οικογενειών, αλλά όχι μόνο αυτό: Θα φανούν και κοινωνικώς δημοκρατικότερα. Εκτός όμως αυτού, τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, θα αποδυναμώσουν και την παραπαιδεία, με ενδεχόμενη επαναφορά των στόχων της Παιδείας, στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι εισερχόμενοι σε αυτά τα ιδιωτικά ΑΕΙ θα είναι απλώς πλούσιοι και απαίδευτοι.
Είναι σίγουρο πως θα τεθούν κριτήρια, κριτήρια που δεν θα απαιτούν όμως, όπως συμβαίνει σήμερα, στείρες αποστηθίσεις. Ούτε και η εισαγωγή σε αυτά θα εξαρτάται από τα χρήματα που θα διαθέτει ο υποψήφιος. Επισημαίνουμε πως σήμερα στα καλά ιδιωτικά Πανεπιστήμια, Ευρώπης και Αμερικής, εισάγεται μόνο μικρό μέρος των αιτούντων εισαγωγή. Στο Χάρβαρντ, πχ, που θαυμάζουμε και που πολιτικώς κυριαρχεί στη χώρα μας, εισάγεται ελάχιστο μέρος του συνόλου των αιτούντων εγγραφή.
Σε άλλα ιδιωτικά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, αιτείται προπαρασκευαστική φοίτηση ενός ή δύο ετών και οι αποτυχόντες αποβάλλονται ή διοχετεύονται σε ίδιου αντικειμένου “δημόσια” Πανεπιστήμια, “δημόσια” ως ανωτέρω. Με ανάλογη αντιμετώπισή τους από την αγορά εργασίας.
Το όλο ζήτημα είναι έτσι εξαιρετικώς κρίσιμο και πολυεπίπεδο. Αυτά που οι πολέμιοι των ιδιωτικών Πανεπιστημίων υποστηρίζουν και υπερασπίζονται, π.χ. τις “καταλήψεις” και την αστυνόμευση των δήθεν δημοσίων Πανεπιστημίων από τους κομματικούς φονταμενταλιστές, κυρίως των “λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων”, αλλά και που ταυτοχρόνως στέλνουν τα παιδιά τους σε ακριβά εγχώρια ιδιωτικά σχολεία και σε ιδιωτικά Πανεπιστήμια του εξωτερικού, κατ’ ουσίαν ενισχύουν τα ιδιωτικά και υποβαθμίζουν τα “δημόσια”.
Χρειάζεται να δούμε το ζήτημα σε βάθος, πέραν ανούσιων και δημαγωγικών συνθημάτων. Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, με τη μορφή Μη Κερδοσκοπικών Επιχειρήσεων ή ως “Αναγνωρισμένα ως Κοινής Ωφελείας” -κατά τη Γαλλική πρακτική- θα αποδειχθεί πως δίνουν ευκαιρίες σπουδών σε περισσότερους νέους και με χαμηλότερο κόστος για τις οικογένειές τους, ιδίως αν το κράτος συνδράμει τους οικονομικώς ασθενέστερους φοιτητές με σύστημα υποτροφιών και άτοκων ή επιδοτούμενων δανείων.
Εν κατακλείδι: Ναι στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, προσπαθώντας να προσεγγίσουμε μία ανώτατη Εκπαίδευση που θα δίνει ίσες ευκαιρίες και στους έχοντες οικονομικές δυνατότητες και στους μη έχοντες. Αλλά και μετατρέποντας και τη σημερινή δήθεν δωρεάν και δημόσια Εκπαίδευση (η Παιδεία αγνοείται) σε πραγματικώς δημόσια και πραγματικώς “δωρεάν”, υπό την έννοια της παροχής ίσως ευκαιριών και στους πλουσίους και στους φτωχούς.
O Νικήτας Χιωτίνης είναι Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, τ. Κοσμήτωρ.