Νισάφι πια με την ασυλία της “καημένης γυναίκας” του αιμομίκτη αστυνομικού
04/12/2024Δεν υπάρχει τίποτα πιο εξευτελιστικό για μια γυναίκα, από το να θεωρείται πολίτης δεύτερης κατηγορίας, άτομο για λύπηση, αδύναμο και κατατρεγμένο, πλάσμα που αξίζει την συμπόνοια του συνόλου ακόμα κι όταν διαπράττει έγκλημα.
Αυτή η νοοτροπία θίγει κάθε αξιοπρεπή γυναίκα και πραγματική φεμινίστρια. Είναι δε ολοφάνερα κυρίαρχη στα μέσα ενημέρωσης αυτή η σιωπηρή κατανόηση προς τη μάνα, καθώς όλα εστιάζονται στον αστυνομικό πατέρα για την σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών αυτής της “οικογενείας”. Είναι όλα τόσο politically incorrect. Σαν γυναίκα και μάνα λοιπόν, διερωτώμαι δημοσίως αυτό που δυσκολεύονται να θέσουν οι άνδρες συνάδελφοι: Γιατί δεν θεωρείται κοινωνικά και νομικά κατακριτέα η αυτουργός μάνα; Ποια είναι τα όρια της ανοχής στον έγκλημα που διαπράττει ο “αδύναμος”; Και πώς καθορίζεται η αδυναμία;
Αυτός ο άνθρωπος φέρεται να βίαζε τις κόρες του, αλλά και να “εξανάγκαζε τη γυναίκα του να ερωτοτροπεί με τα παιδιά της, ενώ αυτός παρακολουθούσε ή και συμμετείχε. Η μάνα τον κατηγορεί ότι έβαζε τον γιο του να ερωτοτροπεί με τις αδελφές του ή και με την ίδια! Ο γιος είναι πιθανόν να έφθασε σε σημείο να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας.
Η ίδια, όμως, δικαιολογεί την οκταετή σιωπή της, με το επιχείρημα ότι ο άνδρας της απειλούσε να σκοτώσει εκείνην και τα παιδιά τους. Επιπλέον, ο άνδρας είχε καταγράψει δικές της αιμομικτικές περιπτύξεις, οπότε θα βρισκόταν εκείνη κατηγορούμενη. Και τι έκανε; Βρήκε τρόπο να καταγράψει τις δικές του ενέργειες; Αναζήτησε συμμάχους; Πήρε τα παιδιά της και φύγει; Όχι. Κάθισε μαζί του 17 χρόνια, του έκανε κι άλλα παιδιά και η ζωή τους συνεχίστηκε.
Ποια είναι τα όρια της ανοχής;
Ακόμα κι αν τα πράγματα έχουν όντως όπως τα θέτει η καταγγέλλουσα, ο μέσος άνθρωπος διερωτάται ποια είναι τελικά τα όρια της ανοχής στα κακουργήματα που υποτίθεται ή που όντως διαπράχθηκαν υπό εξαναγκασμό. Δεν είναι αλήθεια ότι, αν η 35χρονη αστυνομικός είχε λειτουργήσει εξαρχής όπως ορίζει ο νόμος, αλλά και ο κοινωνικός ορισμός της φυσιολογικής μάνας, αν είχε δηλαδή αντιδράσει άμεσα με καταγγελία στο πρώτο αιμομικτικό κρούσμα ή είχε απομακρυνθεί από τον άνδρα αυτόν, θα είχε σώσει τουλάχιστον τα υπόλοιπα τέσσερα από τα πέντε παιδιά της;
Επίσης, ακόμα και στην περίπτωση που δεν γινόταν απολύτως πιστευτή και θεωρείτο αυτουργός χωρίς εξαναγκασμό, αν έκανε εξαρχής καταγγελία θα έσωνε τουλάχιστον τα παιδιά της, γιατί αφού θα κρινόταν συνένοχη, θα αφαιρείτο η επιμέλεια και θα ανατρέφονταν αυτά πλέον σε ένα υγιές περιβάλλον – κάτι που προφανέστατα εκείνη ήταν αδύναμη ή ανίκανη να τους παράσχει. Όμως δεν έκανε καμία επιλογή υπέρ των παιδιών.
Και δεν βρήκε όλα αυτά τα χρόνια ούτε έναν άνθρωπο να τη συνδράμει; Αστυνομικός ήταν και ο πατέρας της. Πώς δεν σκέφτηκε έναν τρόπο να τεκμηριώσει τις καταγγελίες της; Πώς εξασφάλιζε τόσα χρόνια τη σιωπή των παιδιών της; Δεν υπήρχαν παππούδες και γιαγιάδες ή αδέλφια; Κανείς δεν πήρε χαμπάρι τίποτα από τους συγγενείς; Άρα εξασφάλιζε κι εκείνη πάση θυσία την σιωπή των αμνών.
Λέει ότι επέλεγε να μένει έγκυος επειδή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν την χτυπούσε. Δηλαδή η σωματική βία εις βάρος της ήταν σημαντικότερη από το να παράξει άλλο ένα θύμα. Είχε ήδη διαπιστώσει τις αρρωστημένες τάσεις του. Δεν ήξερε ότι η τεκνοποιία με έναν ανώμαλο άνδρα θα εξέθετε και το επόμενο παιδί στην ίδια φρίκη;
Όταν αποφάσισε να τον καταγγείλει για κακοποίηση πριν από μόλις εννέα μήνες, ανακάλεσε την καταγγελία επειδή της είπε ότι… θα αυτοκτονήσει, ή επειδή φοβόταν ότι θα την σκότωνε. Οπότε στην πρώτη περίπτωση συνάγουμε το συμπέρασμα ότι δι’ αυτής της λογικής, η απειλή της μελλοντικής, πιθανής ίσως αυτοκτονίας του πατέρα, είναι πιο σοβαρό ενδεχόμενο από τον τετελεσμένο και βέβαιο βιασμό των παιδιών μας. Στην δεύτερη περίπτωση συνάγουμε το συμπέρασμα ότι είναι ασφαλέστερο να σωπαίνουμε όταν κάποιος απειλεί ότι θα σκοτώσει εμάς και τα παιδιά μας και να συνεχίζουμε να συζούμε με αυτόν ως φυσιολογική οικογένεια! Και αυτό το “λέει” μία εκπαιδευμένη αστυνομικός.
Ψυχασθενής αστυνομικός;
Ο δε δικηγόρος της λέει ότι είναι “περίπτωση Κωσταλέξι” χωρίς υπόγεια παράγκα. Όμως το θύμα στο Κωσταλέξι έπασχε από ψυχασθένεια και είχε πολύ χαμηλό χαμηλό δείκτη νοημοσύνης. Προσλαμβάνονται στην ΕΛΑΣ άτομα με δείκτη νοημοσύνης κάτω από 80; Όχι. Πατέρας και μάνα επικαλούνται ψυχολογικά προβλήματα. Όμως η ΕΛΑΣ υποστηρίζει ότι δεν έχει ψυχασθενείς στον προσωπικό της. Άρα και οι δύο, πατέρας και μάνα, τεκμαίρεται ότι είναι ψυχικά υγιείς.
Έχει κρίσιμη σημασία και το γεγονός ότι η αρχική καταγγελία δεν αφορούσε στα δύσμοιρα παιδιά της, που τα βίαζε. Αφορούσε στην δική της κακοποίηση, που σημαίνει ότι ακόμα κι αν η υπόθεση εκδικαζόταν, ο άνδρας της όχι μόνον θα έπεφτε στα μαλάκα (όπερ και εγένετο τελικά προ εβδομάδος, καθώς ο άνδρας της καταδικάσθηκε σε ένα έτος φυλάκισης με αναστολή), αλλά ο δράστης θα συνέχιζε να έχει επικοινωνία με τα παιδιά. Αυτό το γνώριζε η ίδια εξαρχής. Οπότε πώς ακριβώς προστάτευε τα παιδιά της από εκείνον που τώρα εμφανίζει ως τέρας όταν οι μετά από οκτώ χρόνια καταγγελίες της περιορίζονταν στην ενδοοικογενειακη βία;
Ανεξαρτήτως των βαρύτατων ευθυνών του άνδρα, για τις οποίες εξάλλου γράφουν όλοι πληρέστατο ιστορικό, δεν μπορούμε να προσπεράσουμε το γεγονός ότι η γυναίκα αυτή ζούσε δίπλα μας, και όχι σε κάποια τρώγλη στα βουνά. Δεν πρόκειται για μια άπορη αμόρφωτη, απομονωμένη αδύναμη γυναικούλα στο περιθώριο της κοινωνίας, αφού ως αστυνομικός και η ίδια είχε στοιχειώδη εκπαίδευση και στην αυτοάμυνα, και γνώριζε το νομικό σκέλος των υποθέσεων που συζητούνται. Πρόκειται για μια γεροδεμένη 35χρονη γυναίκα αστυνομικό που φέρει στολή και “έχει μια θέση στην κοινωνία”.
Οι ευθύνες της γυναίκας
Το σύνολο των μέσων ενημέρωσης, αλλά και η Δικαιοσύνη σιωπά μέχρι στιγμής επ’ αυτού, δηλαδή επί των ευθυνών της μητέρας. Και διερωτώμαι: Δηλαδή αν εμένα, που είμαι μια μικροκαμωμένη γυναίκα, με απειλεί ο σύζυγος ή ο αδελφός μου να με σκοτώσει αν δεν σκοτώσω π.χ. τον τάδε αθώο γείτονα, τι πρέπει να γίνει όταν εν τέλει σκοτώσω τον φουκαρά; Θα πρέπει να αθωωθώ επειδή διέπραξα ανθρωποκτονία υπό απειλή για τη ζωή μου;
Δεν σκότωσα άνθρωπο; Δεν εγκλημάτησα; Κατήγγειλα έστω την απειλή; Προσπάθησα να σώσω τον αθώο γείτονα; Μου είχε βάλει σάμπως κάποιος το περίστροφο στον κρόταφο ότι θα με εκτελούσε επί τόπου αν δεν σκότωνα τον κακομοίρη που δεν ήξερε τι τον περιμένει; Όχι. Αλλά κι αν υποθέσουμε ότι μου είχε βάλει το πιστόλι στον κρόταφο την πρώτη φορά, έκανα κάτι για να μην υπάρξει δεύτερη φορά; Όχι. Το έκανα έστω την τρίτη φοράς Την τέταρτη;
Συμπληρωματικό ερώτημα: Τι θα έπρεπε να ισχύσει αν ήμουν άνδρας και είχα έναν γεροδεμένο πανύψηλο αδελφό που με απειλούσε να με σκοτώσει αν δεν πυροβολούσα κάποιον εχθρό του; Η αδυναμία μετράει μόνον για τα θηλυκά; Μας ζητούν λοιπόν να σκοτώσουμε πέντε αθώους και ο νόμος μας αντιμετωπίζει με συμπόνοια. Γιατί αυτό έγινε εν προκειμένω: Σκοτώθηκαν ψυχικά τα παιδιά. Αν ο νόμος είναι επιεικής με “εγκλήματα από εξαναγκασμό”, αναρωτιέται ένας λογικός άνθρωπος τι πρέπει να προβλέπεται για μια γυναίκα που επέτρεψε την αργή, βασανιστική εκτέλεση των δικών της παιδιών.
Το αγόρι προ τριετίας, ενώ βρισκόταν στο σπίτι που διέμενε η οικογένεια, είχε πέσει από τον 4ο όροφο με τις Αρχές πλέον να επανεξετάζουν την υπόθεση αυτή, προκειμένου να διαπιστώσουν αν επρόκειτο για ατύχημα ή απόπειρα αυτοκτονίας. Αν δεν τον είχε σώσει η τέντα; Ποιος θα είχε την ευθύνη για την αυτοκτονία του αγοριού; Ο άγριος πατέρας ή η σιωπηρή μάνα; Μήπως και οι δύο;
Υποκρισία
Η διστακτική στάση των μέσων ενημέρωσης, αλλά μέχρι στιγμής και του Νόμου, απορρέει από το τεκμήριο (;) της αδυναμίας της συζύγου, που υποστηρίζει ότι ήταν επί οκτώ χρόνια στο έλεος ενός βίαιου, αδίστακτου, αρρωστημένου άνδρα. Η ίδια εμφανίζεται ως νορμάλ, ήρεμη, με αρχές και υγιής ψυχικά, που έπεσε θύμα ενός ισχυρού αρσενικού.
Οπότε ας πάμε και στην ουσιαστική υποκρισία με τους παπαγαλίζοντες τον όρο γυναικοκτονία, διότι πρόκειται για απολύτως συναφή ζητήματα. Ο όρος που ζητούν σημαίνει στην ουσία ότι πρέπει να καθιερώσουμε και τον όρο αδυναμοκτονία, για την περίπτωση π.χ, όπου ένας άνδρας βάρους 80 κιλών και ύψους 1,80 σκοτώνει έναν άνδρα 65 κιλών ύψους 1,70. Τι; Όχι; Ας πάμε και στην πρωτοφανή για μη λούμπεν στοιχεία οικογένεια των δύο αστυνομικών. Αν ήταν το “θύμα” άνδρας; Αν δηλαδή ο πατέρας είχε υιοθετήσει ή αποκτήσει με διάφορους τρόπους δύο παιδιά και ήταν παντρεμένος με πατέρα Νο2 και εξανάγκαζε τον πιο κοντό και μυϊκά πιο αδύναμο Νο2 να ασελγεί στα παιδιά τους; Πώς θα τους αντιμετώπιζε η κοινωνία και ο νόμος και τα συστημικά παπαγαλίζοντα μέσα ενημέρωσης; Θα εξακολουθούσε να είναι θύμα ο άνδρας κακοποιητής πατέρας Νο2 ή “μαμά” εν προκειμένω;
Πρέπει οι ίδιες οι γυναίκες να θέσουμε κάποιες κόκκινες γραμμές και να αποφασίσουμε τελικά σε ποιο βαθμό θα εμφανιζόμαστε σχεδόν αυτονόητα ως μονίμως θύματα. Δεν μπορούμε να είμαστε ισότιμες μόνον σε ό,τι μας βολεύει.