Ο Βορίδης και ο χημικός ευνουχισμός – Οργανωμένο έγκλημα και επιείκεια
21/10/2022Μία πρόταση που κατατίθεται στον δημόσιο διάλογο αναπόφευκτα χρωματίζεται από την προσωπικότητα και από τις στοχεύσεις του προσώπου που την καταθέτει. Υπ’ αυτή την έννοια η αυστηροποίηση του πλαισίου των ποινών για τα ειδεχθή εγκλήματα (χημικός ευνουχισμός για τους βιαστές και πραγματικά ισόβια για δράστες πολλαπλών δολοφονιών), ατύχησε να την καταθέσει στον δημόσιο διάλογο ο Μάκης Βορίδης.
Η τοποθέτηση του υπουργού Εσωτερικών έγινε με αφορμή την υπόθεση του Κολωνού και δεν μπορεί να τεθεί εκτός της παρούσας πολιτικής συγκυρίας ενώ “στιγματίζεται” από τις εν γένει πολιτικές απόψεις του κ. Βορίδη, που η κοινή γνώμη τον έχει τοποθετήσει στο άκρο δεξιό του πολιτικού φάσματος. Την πρόταση την κατέθεσε ο Βορίδης, άρα ράβδος εν γωνία… Το πιθανότερο είναι ότι ο κ. Βορίδης, νομικός με ειδίκευση στο ποινικό δίκαιο, εννοεί αυτό που λέει. Ωστόσο είναι πάντα πολιτικός και απευθύνεται σε ένα ακροατήριο ακραίων πολιτικών και κοινωνικών πεποιθήσεων που θεωρεί ότι κάθε έγκλημα είναι ατομική υπόθεση, απομονωμένη από το κοινωνικό της πλαίσιο και ως εκ τούτου ο δράστης θα πρέπει να τιμωρείται σκληρά και αυστηρά. Ή διαφορετικά «δεν υπάρχει κράτος», όπως λένε στις κουβέντες καφενείου.
Το εάν “τσιμπίσει” η Αριστερά και ακόμη καλύτερα ο ΣΥΡΙΖΑ και ταυτιστεί με την ανθρωπιστική άποψη, που έχει την αφετηρία της στον Διαφωτισμό, για το έγκλημα σαν κοινωνικό φαινόμενο με όλες τις συμπαραδηλώσεις του που επιφέρει και αντίστοιχη ευμενή για τους δράστες αντιμετώπιση, τόσο το καλύτερο. Όπως άλλωστε συμβαίνει και στο μεταναστευτικό, όπου μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μιλάει για ανθρωπιστική αντιμετώπιση των μεταναστών και όχι για άνοιγμα συνόρων, ή για το πανεπιστημιακό άσυλο όπου τάσσεται υπέρ της αστυνομικής επέμβασης για καταστολή εγκλημάτων, αυτά δεν φθάνουν στο ευρύ κοινό. Φροντίζουν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης γι’ αυτό.
Χημικός ευνουχισμός
Ανεξάρτητα όμως από το εάν το θέτει ο κ. Βορίδης το ερώτημα για την αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου και για την αυστηροποίηση των ποινών ακόμη και με επαναφορά της θανατικής ποινής ή τον χημικό ευνουχισμό είναι υπαρκτό. Αν ίσχυε αυτή την εποχή ποιος θα είχε αντίρρηση να καταδικαστεί σε χημικό ευνουχισμό –με την συναίνεσή του πάντα– ο Λιγνάδης ή ο Μίχος ή οι δύο αστυνομικοί του Αστυνομικού Τμήματος Ομονοίας στην περίπτωση που αποδειχθεί η ενοχή τους. Ή να καταδικαστεί σε πραγματικά ισόβια ο ναζιστής δολοφόνος του Παύλου Φύσσα;
Εναντίον της άποψης της εξάντλησης της αυστηρότητας υπάρχει μόνο ένα επιχείρημα που κάθε δικηγόρος ποινικών υποθέσεων με γνώση της διεθνούς εμπειρίας γνωρίζει: ότι υπάρχει πάντα το μικρότερο ή μεγαλύτερο περιθώριο σφάλματος, τόσο στο πραγματικό των υποθέσεων, όσο και στο υποκειμενικό εκείνων που απονέμουν δικαιοσύνη. Οι υποθέσεις κρίνονται από δικαστές και ενίοτε από πολίτες (στα ορκωτά δικαστήρια) που κινούνται σε ένα φορτισμένο επικοινωνιακά περιβάλλον και είναι φορείς απόψεων και προκαταλήψεων. Για παράδειγμα στην Αμερική που ισχύει σε κάποιες Πολιτείες η θανατική ποινή είναι πολύ μεγαλύτερη η ευκολία στο να καταδικάζονται οι μαύροι και σε ορισμένες περιπτώσεις εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι καταδικάστηκαν λάθος άνθρωποι.
Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για υποθέσεις βιασμών. Μόνο οι θαμώνες καφενείου υποστηρίζουν ότι μπορούν να τεθούν ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα λάθους. Φυσικά ο κ. Βορίδης το γνωρίζει, γι’ αυτό δεν μιλά για επαναφορά της θανατικής ποινής, αλλά για πραγματικά ισόβια, ίσως και με δυνατότητα αναθεώρησης της δίκης, ή για χημικό ευνουχισμό με συναίνεση του δράστη.
Συμμορίες
Στην γενικότητά του το ερώτημα τίθεται ως εξής: «είμαστε από θέση αρχής υπέρ των αυστηρών ποινών ακόμη και της θανατικής ποινής, αλλά περιοριζόμαστε από το υπαρκτό ενδεχόμενο του λάθους, ή είμαστε από θέση αρχής, κληρονομιάς του Διαφωτισμού και ανθρωπιστικών αξιών κατά της εξάντλησης της αυστηρότητας από τις κοινωνίες και υπέρ μίας αντεγκληματικής πολιτικής που διαπνέεται από επιείκεια και είναι στραμμένη στην αναμόρφωση και στην επανένταξη;».
Οι υποστηρικτές της “ανθρωπιστικής αντιμετώπισης” θα πρέπει πάντως να έχουν υπόψη τους ότι το σύγχρονο έγκλημα δεν αφορά τον Γιάννη Αγιάννη του Βίκτωρα Ουγκώ, αλλά οργανωμένες συμμορίες που διακινούν ναρκωτικά, όπλα, γυναίκες ή παιδιά, ανθρώπινα όργανα που αφαιρούνται από δότες εν ζωή και χωρίς την θέλησή τους, εκτελεστές συμβολαίων δολοφονίας. Αφορά οργανωμένα κυκλώματα που πουλάνε προστασία και εισπράττουν ακόμη και από μπακάλικα και περίπτερα. Και φυσικά το οικονομικό έγκλημα, το έγκλημα του λευκού κολλάρου.
Επιπλέον, οι πάσης φύσεως μαφίες σωρεύουν χρήμα που στην συνέχεια το διαχέουν στην οικονομία και το χρησιμοποιούν για να εξαγοράζουν κυβερνητικούς παράγοντες, δικαστές, αστυνομικούς. Εν ολίγοις είναι περισσότερο ένα έγκλημα που εκμεταλλεύεται ακόμη περισσότερο τους φτωχούς παρά ένα έγκλημα που διαπράττουν φτωχοί. Γιατί όχι λοιπόν εξάντληση της αυστηρότητας εναντίον όλων αυτών που απομυζούν τις κοινωνίες και διαφθείρουν την οικονομική και πολιτική τάξη και συμβάλλουν στην αποδημοκρατικοποίηση των δημοκρατιών;