Οι δημοσκοπήσεις έστειλαν σπίτι του τον υπουργό Δικαιοσύνης!
05/05/2019Πέρασαν τρεις εβδομάδες για να υπάρξει μια κίνηση, που κάποιοι τη θεωρούν αίσθημα ευθύνης, ευθιξία! Το γεγονός ότι παραιτήθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης, αυτό έγινε υπό το βάρος της κατακραυγής της κοινωνίας για τους χειρισμούς αναφορικά με τις εξαφανισθείσες γυναίκες και τα δύο παιδιά, που αποδείχθηκε πως ήταν θύματα δολοφονίας. Για την ακρίβεια, λοιπόν, δεν ήταν παραίτηση ευθιξίας, αλλά εξαναγκασμός. Και έγινε όταν οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης εξελίσσονταν σε οργή, ως αποτέλεσμα της διαχείρισης που έγινε από την Αστυνομία στις κατά συρροή δολοφονίες.
Την ίδια ώρα, το γεγονός ότι η Αστυνομία αναζητούσε άλλοθι και επιχειρήματα για να κρύψει τις αδυναμίες της είναι ένα ζήτημα που δεν μπορεί κανείς να το προσπεράσει. Αποτελούν κινήσεις παραδοχής. Ο παραιτηθείς υπουργός, ο οποίος αποποιήθηκε την όποια ευθύνη, έστρεψε τα πυρά του κατά της Αστυνομίας. Αλλά επιχείρησε να διευρύνει τις ευθύνες, να τις καταστήσει συλλογικές, της κοινωνίας.
«Οι συνεπακόλουθες προεκτάσεις του απεχθούς εγκλήματος αγγίζουν όχι μόνο την Αστυνομία, αλλά και την ίδια την κοινωνία και αναφέρομαι σε νοοτροπίες και αντιλήψεις που δεν τιμούν κανένα μας. Η Αστυνομία και τα μέλη της παραμένουν να είναι μέλη της ίδιας κοινωνίας, γι’ αυτό η αναζήτηση των ευθυνών αφορά όλους μας» είπε. Κοντολογίς, αυτό που προσπάθησε να μας πει είναι πως υφίσταται μια ευρύτερη, συλλογική ευθύνη της κοινωνίας για συμπεριφορές που ενδεχομένως να υπάρχουν σε μια μερίδα πληθυσμού.
Είναι σαφές γιατί το κάνει. Η διασπορά ευθυνών μειώνει το κόστος. Κανείς δεν νομιμοποιείται να φορτώνει ευθύνες σε όλους. Υπάρχουν συγκεκριμένες υποθέσεις, δολοφονίες, τις οποίες χειρίστηκε η Αστυνομία, πολιτικός προϊστάμενος της οποίας ήταν ο ίδιος. Δεν είναι της παρούσης οι κοινωνιολογικές αναλύσεις. Υπάρχουν μια σειρά από ζητήματα τα οποία θα πρέπει να απασχολήσουν, πέραν από την πολιτική δεοντολογία και την πραγματική έννοια της ευθιξίας.
Δυσλειτουργικό κράτος
Οι πραγματικότητες επιβεβαιώνουν πως ο κρατικός μηχανισμός δυσλειτουργεί. Κι αυτό γιατί πρόκειται για μια δομή, η οποία από την αρχή της δημιουργίας του κράτους στήριξε τη στελέχωσή του σε μεγάλο βαθμό στο κομματικό ρουσφέτι. Στο κράτος, στον ημιδημόσιο τομέα, στον Συνεργατισμό, τα κόμματα ξεπλήρωναν γραμμάτια (ψήφους) με διορισμούς. Και αναπτύχθηκε μια κουλτούρα ατιμωρησίας. Διορίσθηκε και απέκτησε μια ασπίδα προστασίας. Αυτό διαμορφώνει ένα κλίμα ωχαδελφισμού και αδιαφορίας.
Γινόντουσαν οι καταγγελίες για εξαφανισθείσες γυναίκες και παιδιά και η αντίδραση ήταν πανομοιότυπη λες και πέρασαν από «εκπαίδευση»: «Είναι στα κατεχόμενα», «πρέπει να έφυγαν από την Κύπρο». Και προσπαθούσαν να καθησυχάσουν τους καταγγέλλοντες υποδεικνύοντας τους «να μην ασχολούνται με τούτες»! «Τούτες», ήταν γυναίκες, ήταν ξένες.
Εάν, όμως, το 2016, στην πρώτη καταγγελία, ενεργοποιούνταν μηχανισμοί, εγκαταλειπόταν η βαριεστημάρα, η απαξίωση των ξένων, ενδεχομένως να μην υπήρχαν οι κατά συρροή δολοφονίες που ακολούθησαν. Αυτή η συμπεριφορά, που δεν περιορίζεται ασφαλώς, σε δυο-τρεις αστυνομικούς, πρέπει να αντιμετωπιστεί δραστικά. Και όσοι είχαν την αρμοδιότητα της διαχείρισης των υποθέσεων σε σχέση με τις καταγγελίες να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Ή να έχουν το κόστος για τον τρόπο που αντιμετώπισαν τις υποθέσεις.
Υπάρχει και ένα ευρύτερο ζήτημα που αφορά ένα κομμάτι της κοινωνίας που λειτουργεί απαξιωτικά έναντι των αλλοδαπών και εκπέμπει ρατσισμό. Η Κύπρος δεν είναι χώρα όπου δολοφόνοι περιμένουν τους αλλοδαπούς στη γωνία για να τους σκοτώσουν, ή κάποιος τους κτυπά μόλις εμφανιστούν ενώπιόν του. Είναι, όμως, χώρα όπου μερίδιο του πληθυσμού θεωρεί πως είναι «παιδιά ενός ανώτερου θεού» και συμπεριφέρονται αλαζονικά έναντι των ξένων. Αυτή τη μερίδα δεν μπορεί να μας τη φορτώνει κανένας για να αποποιηθεί τις δικές του ευθύνες. Οι κυβερνώντες, με χαμηλά αντανακλαστικά, αντέδρασαν όταν είδαν κατάματα όχι την πραγματικότητα, αλλά τις μετρήσεις των δημοσκοπήσεων.