Οι “πολιτικοί πρόσφυγες” Λέων και Ρίκος – Μία Πρωτοχρονιά στη Σουηδία…
18/12/2023Ο Λέων (Λεωνίδας) ήταν Έλληνας μετανάστης στην Σουηδία. Ανέβηκε στην περίοδο της (αχαχούχα) Χούντας, ζητώντας άσυλο γενικώς και αορίστως! Γλυκό παιδί ήταν, με καλά αγγλικά, αγάπη στο ροκ και θεατρικότητα στις διηγήσεις του. Άλλως τε, με τα αντιστασιακά παραμύθια του, έψησε τους καλόπιστους (τότε) Σουηδούς! Έτσι έλαβεν “άδεια παραμονής και εργασίας για ανθρωπιστικούς λόγους”!
Βασικό ελάττωμά του ήταν η απέχθεια στην εργασία και μέχρι σήμερα ήταν και είναι ένας “φουστανοζώητος”! (τώρα τα μασάει από μία ανάπηρη που της μαγειρεύει…) Αιώνιος έρωτάς του, είναι το χασίσι! Ο Λέων γεννήθηκε σε μία μεγάλη επαρχιακή πόλη της Ελλάδας από αστική οικογένεια με τον εσωστρεφή πατέρα του να ενδιαφέρεται μόνο για την επιβλητική επιχείρησή του και με την (“madam-Σουσού”) μάνα του, να απουσιάζει πολύ συχνά! Οτέ μεν εις τας Γαλλίας, οτέ δε εις τας Ελβετίας, ισχυριζόμενη, ότι πήγαινε για τα απαραίτητα “τσεκάπγια”, τσι καλοί Ελβετοί και Γάλλοι γιατροί. Αλλά ποτέ δεν έπασχε από κάτι, πράγμα το οποίον ουδείς εγνώριζε, πόσω μάλλον ο, στην κοσμάρα του, σύζυξ (Πλάτων, Φαῖδρος, 254α)!
Ο οποίος σύζυξ, ειρήσθω εν παρόδω, έχων και μίαν γεροντο-καψούραν, που “τον” έτρωγε και του “τα” έτρωγε, άφηνε το “έτερόν” του ήμισυ, να κάνει ό,τι εγουστάριζε! (Λεφτά υπήρχαν άλλως τε…) Τον Λέοντα τον εφρόντιζε η οικονόμος της οικογένειας και μία αναιμική θεία του, η οποία έπασχε από “αγενεσία σκώληκα παρεγκεφαλίδας”, αν και κοντά στα 60! Αποτέλεσμα ήταν, ο Λέων να είναι παντελώς ελεύθερος, ήγουν ασυδοτόπουλος! Ο γέρος του εξαγόραζε την αδιαφορία του με μεγάλο χαρτζιλίκι, αλλά και με χρηματικές “ενέσεις”. Ο Λέων δεν κατάφερε να τελειώσει το εξατάξιο Γυμνάσιο λόγω απουσιών!
Είχε πληροφορηθεί ότι η Σουηδία είναι ένας παράδεισος με ξανθά ουρί και με πλούσια “κοινωνική προστασία”, την οποία οι πάμπολλοι “αντιστασιακοί” Έλληνες που ρεμπέλευαν εκεί, την ονόμαζαν “μαμά” και την απομυζούσαν κανονικά! Επινόησε μία ιστορία, ότι δήθεν άθελά του έσπρωξε μέσα σε αστικό λεωφορείο (στην πόλη που ζούσε), κάποιον χουντικό καραβανά με πολιτικά, χωρίς να ξέρει ποιος είναι και έτσι τον κυνηγούσε η αστυνομία της χούντας για κομμουνιστή, αντιστασιακό και επικίνδυνο τρομοκράτη!
Με τη βοήθεια κάποιου ξεπεσμένου κόμη, που έκανε τα πάντα έναντι αμοιβής (και που παρουσιάστηκε κουστουμαρισμένος στον πατέρα του ως καθηγητής του στο γυμνάσιο), κατάφερε να βγάλει διαβατήριο και να φύγει για το Αμβούργο! Εκεί η οικογένεια είχε έναν συγγενή και μάλιστα αιμομίκτη (παντρεύτηκε πρώτη του εξαδέλφη…) τον οποίον απείλησε, όλο του το σόι και ο μητροπολίτης, ότι αν έμεναν στην Ελλάδα, θα υπέφεραν… Οπότε τα μούντζωσαν και πήγαν στο Hamburg.
Ρίκος, ο ασύμμετρος δαίμων του Λέοντος
Ο Ρίκος ήταν συμμαθητής και φίλος του Λέοντα, αλλά κατά τα άλλα ήταν ένας δυστυχής που θαύμαζε τον Λέοντα, τον οποίον είχε αναγάγει σε “Μαικήνα” του! Ο Ρίκος ήταν φτωχός, έμενε σε μία άθλια πολυκατοικία και το χειρότερο, είχε μία παλαβιάρα μάνα. Επειδή η μάνα του έβγαινε συχνά έξω και δεν είχε πού να τον αφήσει, προφασιζόταν κάποια αταξία του και τον κλείδωνε στο μπαλκόνι, στον τέταρτο όροφο, στο οποίο μπαλκόνι είχε βάλει (για λόγους ασφαλείας, υποτίθεται…) σιδεριά μέχρι πάνω και ήταν κανονική φυλακή-κλουβί!
Πολλά ακούγονταν για τις εξόδους της. “Nikokirogamiola” την έλεγαν οι κακές γλώσσες – πάντως ήταν καλλονή, είδα φωτογραφία της με τον Ρίκο! Ο πατέρας του δούλευε σ’ ένα στρωματάδικο κι όταν τελείωνε τη δουλειά πήγαινε κατευθείαν στο καρβουνιάρικο και τα κοπανούσε μέχρι τις 22:00. Μετά γύριζε σπίτι για να χλαπακιάσει και να την πέσει αμέσως για ύπνο, ώστε να σηκωθεί το πρωί, για τα στρώματα.
Ο Ρίκος θαύμαζε πολύ τον Λέοντα (ο οποίος τον είχε κάτι σαν υπηρέτη), αφού του κουβαλούσε την τσάντα και το παλτό, για τον κόπο του δε, έπαιρνε μισή τσίχλα ή μία δαγκωνιά από το κουλούρι ή την τυρόπιτά του! Στον Λέοντα είχε υποχρέωση, γιατί όταν (ο Λέων) πήγαινε και τον έπαιρνε από το σπίτι του για να βγούνε, η μητέρα του Ρίκου, επειδή ήξερε την καταγωγή του, δεν έφερνε καμία αντίρρηση κι έτσι βολεύονταν για την έξοδό τους, τόσο ο Ρίκος, όσο κι αυτή… Κοντολογίς, ο ασύμμετρος Ρίκος, από πολύ μικρός έμαθε να κοιτάει μόνο το τομάρι του και τίποτε άλλο!
Όταν ο Λέων έφυγε στο Αμβούργο, αυτός έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του! Και την πρώτη μέρα που έγινε 18 χρονών, έκανε αίτηση και πήρε διαβατήριο. Μετά, έκλεψε κάποια (αχ, δανεικά…) λεφτά, με τα οποία ο πατέρας του θα έκανε εγχείρηση κήλης, πήγε στο Αμβούργο και βρήκε τον Λέοντα! Σε λίγες μέρες έφυγαν αμφότεροι με τρένο για τη Στοκχόλμη και αμέσως ζήτησαν άσυλο, για τα βασανιστήρια που είχαν υποστεί στην Ελλάδα από τη Χούντα! (Ο Ρίκος, μπορούσε να κλάψει με το παραμικρό… Θέατρο, κανονικότατο δηλαδή!) Τελικά βολευτήκαν.
Επειδή τους τελείωνε γρήγορα το σουηδικό επίδομα, πήγαιναν (κακοντυμένοι) στη “μαμά” (την Πρόνοια) κι έλεγαν ότι πεινάνε και δε βρίσκουν δουλειά, γιατί δυσκολεύονται να μάθουν τη σουηδική γλώσσα. Και κλάμα στο κλάμα, ο Ρίκος… Οι γριές της υπηρεσίας (60-ρες), που τους λιμπίζονταν κιόλας, τους έδιναν (κατά κρίσιν) κάποιο έκτακτο χαρτζιλίκι! Ακούστηκε ότι κάποιες απ’ αυτές, τις “βάτευαν” με κλειστά μάτια ή πισωκολλητά για να μην τις βλέπουν! Και οι στενοί τους φίλοι, τους ρωτούσαν «Δεν έχετε να φάτε κρέας και γλύφετε κοκαλάκια;»!
Πρωτοχρονιά με ελληνικά κάλαντα και μαστούρα
Μια φορά, παραμονή Πρωτοχρονιάς, μαζευτήκαμε καμιά 35ριά άτομα στο Söder, (Νότια Στοκχόλμη), σ’ ένα ισόγειο διαμέρισμα της Ingrid B. Έλληνες, Σουηδοί, αλλά και άλλων εθνοτήτων. Στις δικές μου παρέες, οι οποίες ήταν αντισυμβατικές, μία πρακτική λύση για φαγητό σε συγκεντρώσεις, ήταν το υπέροχο πολωνέζικο “bigos”. Φτηνό, εύκολο, εύγευστο και τονωτικό για τις παγωμένες νύχτες του σουηδικού χειμώνα (-15ο C). Βασικά συστατικά: ξινολάχανο (από την κολασμένη γερμανική κονσέρβα “Demeter”), κρεμμύδια, μανιτάρια, τριμμένη ντομάτα, μοσχαρίσιο κρέας κομμένο σε κύβους, μπαχαρικά και …φαντασία.
Για να μπείτε στην ατμόσφαιρα, υπολόγισα ότι το φαγητό αυτό θα κόστιζε σήμερα 70 ευρώ για 35 άτομα, δηλαδή 2 ευρώ η μερίδα! Το σουηδικό εθιμικό για πρόσκληση σε δείπνο, “επέβαλλε” στον οικοδεσπότη να κεράσει το welcomes drink, με την είσοδο, καθώς και το κύριο δείπνο. Κάθε καλεσμένος έπρεπε να έχει μαζί του το “κατιτίς” για όλους (σαλάτα, τυρί, σαλάμι, γλυκό…) και απαραίτητα το ποτό που θα κατανάλωνε ο ίδιος! Λοιπόν, στο σπίτι στο Söder, ήταν όλα έτοιμα και τον καινούργιο χρόνο τον συνόδευε πολύ χιόνι, το οποίο ξεπερνούσε το περβάζι του παραθύρου του ισογείου κι ακουμπούσε στο διπλό τζάμι!
Και χασισάκι είχε το “μπαχτσεδάκι”…
Μετά το φαγητό, βγήκανε τα χασίσια! Να εξηγηθώ, ότι δεν φουμέρνανε όλοι! Με αριθμούς δηλαδή, μόνο το 1/4, περίπου, φούμερνε και μάλιστα γινόταν μία παρέα που καθόταν κυκλικά σε χαλί με χαϊδευτερό πέλο! Συνήθως, γίνονταν τρίφυλλα τσιγαριλίκια με χάρτινη τζιβάνα. Το χασίσι που χρησιμοποιούνταν ήταν ένα “μείγμα” από τα χασίσια που πρόσφερε ο καθένας της χασισικής συντροφιάς. Για μερικούς Ινδολάτρεις, αυτό ήταν κι ένα σύμβολο ενότητας, της συγκεκριμένης περιστασιακής “κοινότητας” (10; Άτομα)!
Εμένα μου θύμιζε, το άζευτο μοσχάρι που θυσιάζουν ακόμα οι Αναστενάρηδες στο προαύλιο της εκκλησίας, σκορπίζοντας το αίμα του γύρω-γύρω! Το μοσχάρι αυτό μαγειρεύεται και τρώει όλο το χωριό κι αυτό είναι σύμβολο ενότητας και αγάπης, κάτι που για τους πρόσφυγες αναστενάρηδες έπαιζε μεγάλο ρόλο! Ξαναγυρίζω στην χασισοπαρέα στο Söder, στην οποία το “νόημα” της στιγμής (δηλαδή, εκείνης της βραδιάς) το έδινε το “χασίσι” και θα το παρομοίαζα με το “ρήμα”, το οποίο αποτελεί τον “νοημα”τικό πυρήνα μιας πρότασης!
Ο Ρίκος, που καθόταν δίπλα στον Λέοντα, τη… σκαπούλαρε και δεν έβαλε ούτε “νυχιά” απ’ το δικό του χασίσι στο κοινό μείγμα! (Όμως, κάπνισε και μαστούρωσε από το κοινό). Όταν μετά από ώρα έπεσε το επίπεδο της μαστούρας και χρειαζόταν πρόσθετη ενίσχυση, ο Ρίκος σκούντησε τον Λέοντα, βγήκαν στο χολ και εκεί του είπε ότι αυτός φύλαξε το δικό του χασίσι για να το καπνίσουν μετά οι δυο τους! (Δηλαδή ο εαυτούλης του και ο Μαικήνας του…).
Ο Λέων θύμωσε αφάνταστα (τον πιάσανε και τα… ινδικά του), τον έσουρε στο σαλόνι, είπε στους άλλους τι συνέβη, οι άλλοι του όρμησαν, πήραν το χασίσι, φτιάξανε τσιγαρλίκι, κάπνισαν και μόνο στο τέλος, του έδωσαν κι αυτουνού! Αλλά ήδη του είχε βγει το όνομα “ο εαυτούλης” και σχεδόν κανείς δεν τον εμπιστευόταν! Υποδεχτήκαμε τον νέο χρόνο με τα γνωστά ελληνικά κάλαντα, με πιάνο, κιθάρες, μπουζούκι, βιολί, φλάουτο, κρουστά ακόμα και λατιναμερικάνικη “κένα”! Μην απορείτε! Η παρέα ήταν επιπέδου και όχι γραβάτας… Παίζαμε τα ίδια κάλαντα με παραλλαγές, πάνω από μισή ώρα, συγκινημένοι (και δεν ξέραμε το γιατί). Τι κρίμα που δεν τα ηχογραφήσαμε!
Καμάκι σε γκομενίτσες καρατερίστριες
Ο Λέων συγκατοικούσε με τον Ρίκο και ακριβώς γι’ αυτή τη συγκατοίκηση, θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο με τα αμέτρητα σπαρταριστά κι απίστευτα που συνέβαιναν εκεί. Να, ένα! Μια φορά καμάκωσαν δύο γκομενίτσες σ’ ένα “Bokcafe” (στο Centralen – Κέντρο Στοκχόλμης) και τις πήγαν στο σπίτι τους, υποσχόμενοι να πιούνε άφθονο ελληνικό ούζο, το οποίο τελικά αυτές μετά, απολάμβαναν ασταμάτητα. Τα κορίτσια θα έμεναν μέχρι τις 11:00, για να προλάβουν το τελευταίο λεωφορείο.
Τότε, αυτοί οι κερατάδες, συνεννοήθηκαν κι άρχισαν να χαϊδεύουν τρυφερά και να φιλάνε συνέχεια το αριστερό χέρι των κοριτσιών, μάλιστα ο Λέων μιλούσε ασταμάτητα και τα μεθυσμένα κουτορνίθια δεν πρόσεξαν ότι οι “δικοί” μας, τούς γύρισαν μία ώρα πίσω τα ρολόγια τους! Όταν αυτές κατάλαβαν ότι έχασαν το τελευταίο λεωφορείο, οι άλλοι τους είπαν ότι θα τις φιλοξενούσαν ευχαρίστως. Τα κορίτσια το δέχτηκαν με επιφύλαξη, γιατί ως φαίνεται δεν είχαν στο μυαλό τους να “κοιμηθούν” μαζί τους, απλώς πήγαν για παρεούλα και δωρεάν ποτό! Μάλιστα ξάπλωσαν σ’ ένα κρεβάτι χωρίς να βγάλουν τα ρούχα τους.
Και εμφανίζονται τελετουργικά και ολόγυμνοι, οι “φιδοδαγκωμένοι” μας, με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος και με πλήρη erection! Τις πλησίασαν και τους δήλωσαν ότι θα περάσουν την καλύτερη και μακρύτερη ερωτική νύχτα της ζωής τους… Όταν όμως άρχισαν τα χάδια, αυτές (που ήταν ξεφτέρια στο καράτε), τους ξάπλωσαν με δυο κινήσεις! Οι δικοί μας ξαφνιάστηκαν, φοβήθηκαν την αστυνομία, τους είπαν ότι κάνανε πλάκα, μάλιστα τους έβαλαν ν’ ακούσουν Ραβί Σανκάρ! Τις άφησαν να κοιμηθούν ήσυχα και την άλλη μέρα το πρωί, τους έκαναν και καφέ!
Λέων! Το αυγό σου έσπασε!
Η φράση “Λέων, το αυγό σου έσπασε” (καθώς και η σχετική ιστορία), εκτός από τη Σουηδία (“Leon, ditt ägg gick sönder” έφτασε μέχρι την Αγγλία, Φινλανδία, Τσεχία και Ελλάδα! Έτσι, κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ, ο Ρίκος περίμενε να βγει ο Λέων (άφραγκοι και οι δύο, ε;), για να φάει μόνος του τα δύο αυγά που είχε κρύψει… Ο Λέων όμως έμενε στο σπίτι, μουρμουρίζοντας τι θα φάμε και τι θα φάμε… Ο άλλος, τελικά, του είπε ότι υπάρχουν δύο αυγά! «Ρε συ, άμα μπει ποντίκι στο ψυγείο θα σπάσει το κεφάλι του», του είπε ο Λέων. «Τα έχω κρύψει”, μπας κι έρθει κανένας πεινασμένος και…» του είπε ο Ρίκος.
Και τραβάει αμέσως κάτω από το κρεβάτι του ένα χαρτοκιβώτιο με άπλυτα, μπλούζες, χεσμένα σώβρακα, βρόμικες κάλτσες… κι από κει μέσα πήρε τα δύο αυγά. Ο Λέων, ο οποίος γούσταρε τη μαγειρική, του είπε να κάνουν μία ομελέτα, τρίβοντας και κάτι ξερά κομμάτια ψωμί που υπήρχαν. Ο άλλος γκρίνιαξε και του είπε «να τα κάνουμε βραστά να φάει ο καθένας το αυγό του». Θύμωσε ο Λέων και πήγε στο άλλο δωμάτιο! Ο Ρίκος, έβαλε τα δύο αυγά πάνω στη φορμάικα δίπλα στο κατσαρολάκι με το νερό και περίμενε να κοχλάσει. Τότε, το ένα από τα αβγά, κύλησε κι έπεσε στο δάπεδο… Και αμέσως, ο Ρίκος φώναξε στον Λέοντα: «Λέων, το αυγό σου έσπασε! Είσαι άτυχος». Κι έφαγε το αβγό “του” μόνος του!
Υ.Γ. Το απίστευτο είναι ότι κάποια νύχτα χτίστηκε “κανονικά” η εξώπορτα του διαμερίσματος…