Οι βιασμοί, το τεκμήριο της αθωότητας και οι τηλεοπτικές “δίκες”
25/02/2021Τις τελευταίες ημέρες μετά το ξέσπασμα των καταγγελιών στο χώρο του θεάτρου για σοβαρά εγκλήματα που προσβάλουν το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας, όπως σεξουαλικών παρενοχλήσεων, βιασμών ακόμα και παιδεραστίας, δικαιολογημένα λαμβάνουν χώρα πολύωρα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης.
Οι πολίτες δικαιούνται να λάβουν γνώση των αποτρόπαιων αυτών πράξεων, αφενός ώστε όλο και περισσότερα ενδεχόμενα θύματα να αποκτήσουν το θάρρος και να προβούν σε καταγγελίες παρόμοιων εγκλημάτων, αφετέρου να προστατευτεί το κοινωνικό σύνολο από τις επικίνδυνες αυτές προσωπικότητες των δραστών και να αποδοθεί τελικά ουσιαστική Δικαιοσύνη. Άλλωστε, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης οφείλουν να εκπληρώνουν τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη υποχρέωσή τους, που παράλληλα είναι και συνταγματικό δικαίωμα των πολιτών, σε ενημέρωση (αρθρ. 14 παρ. 1 και 2 του Σ).
Το μείζον ωστόσο ερώτημα που ευλόγως προκύπτει, είναι το αν στο βωμό της ενημέρωσης δύναται να περιορίζονται (αν όχι να παραβιάζονται εξ ολοκλήρου) άλλα επιμέρους δικαιώματα και αρχές, τα οποία μάλιστα είναι επίσης κατοχυρωμένα από νομοθετικά κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος;
Παρατηρείται σε πολλές νομικές υποθέσεις, ειδικότερα ειδεχθών εγκλημάτων (όπως εν προκειμένω) που δικαιολογημένα απασχολούν την κοινή γνώμη, από τα πρώιμα κιόλας στάδια της ποινικής προδικασίας, ήτοι όταν δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί καμία ουσιαστική δικανική πεποίθηση από τα θεσμοθετημένα με αυτό το ρόλο κρατικά όργανα, να λαμβάνουν χώρα τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές “δίκες”, οι οποίες αναμφίβολα επηρεάζουν δυσμενώς τον κατηγορούμενο.
Η πρακτική αυτή τις περισσότερες φορές δυσχεραίνει σημαντικά το έργο των αρμοδίων ανακριτικών αρχών, ενώ παράλληλα πλήττει βάναυσα το θεμελιώδες τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου το οποίο αποτελεί βασικό πυλώνα του Ποινικού Δικαίου. Καταρχάς, το τεκμήριο της αθωότητας συνεπάγεται πως κάθε κατηγορούμενος θα πρέπει να θεωρείται αθώος μέχρι να αποδειχτεί η ενοχή του ύστερα από έκδοση δικαστικής απόφασης, η οποία θα πρέπει κατά την παγιωμένη και απολύτως κρατούσα νομικά άποψη να είναι και αμετάκλητη, ήτοι να μην επιδέχεται της ασκήσεως ενδίκου μέσου.
Υπερνομοθετικά κατοχυρώνεται από το αρθρ. 6 παρ 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που ρητώς αναφέρεται πως «παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του» και δυνάμει του άρθρου 28 παρ 1 του Συντάγματος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εθνικού δικαίου, υπερτερώντας έναντι οποιουδήποτε άλλου εσωτερικού κανόνα. Άλλωστε, μετά τις πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές που επέφερε στο ποινικό δικονομικό δίκαιο ο ν. 4620/2019, στο άρθρο 71 αυτού, ρητά πλέον ορίζεται ότι «οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο».
Το τεκμήριο της αθωότητας και ισορροπία
Επισημαίνεται, επίσης, πως το τεκμήριο αναμφίβολα δεσμεύει την ποινική διαδικασία (προδικασία και κύρια) και τα όργανά της, όπως επί παραδείγματι ανακριτικούς υπαλλήλους, εισαγγελείς, ανακριτές και δικαστές. Ωστόσο, κατά την κρατούσα άποψη δεσμεύει και τους τρίτους-ιδιώτες, δηλαδή, δυνάμει του άρθρου 25 παρ 1 του ισχύοντος Συντάγματος το τεκμήριο, τριτενεργεί.
Μάλιστα, προς επίρρωση της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας, πρόσφατα προστέθηκε και ο νέος ν. 4569/2019 προς εφαρμογή της με αριθμ. (2016/343) Οδηγίας της ΕΕ, στο άρθρο 7 της οποίας αναφέρεται ότι ο «ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν από την έκδοση της απόφασης… οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης».
Μειοψηφικά υποστηρίζεται από μέρος της νομικής επιστήμης ότι το τεκμήριο αποτελεί μεν αναφαίρετο δικαίωμα του κατηγορουμένου, το οποίο όμως αφορά μόνο την ποινική διαδικασία και κατ’ επέκταση δεσμεύει μόνο τα όργανα της ποινικής δικαιοσύνης και όχι και τους ιδιώτες. Κι αυτό, δεδομένου πως ο εκάστοτε ιδιώτης που εκφέρει άποψη χωρίς προηγούμενη αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορουμένου από Δικαστήριο φέρει το βάρος της ποινικής αλλά και της αστικής ευθύνης (βλ. αρθρ. 362, 363 ΠΚ και 57 ΑΚ).
Υπό τα ανωτέρω καθίσταται σαφές πως το τεκμήριο της αθωότητας αποτελεί σημαντικό επιστέγασμα του νομικού μας πολιτισμού και του “Κράτους Δικαίου”, η παραβίαση του οποίου κατά την ποινική διαδικασία οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα αυτής, κατά το άρθρο 171 παρ1 περ δ΄ του ΚΠΔ.
Ως εκ τούτου, ακόμη και στα ειδεχθέστερα των εγκλημάτων, τα οποία διαταράζουν υπέρμετρα την εύρυθμη κοινωνική λειτουργία και ευλόγως απασχολούν την κοινή γνώμη και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα πρέπει να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ της έγκυρης πληροφόρησης και των ορίων που θέτει το τεκμήριο της αθωότητας. Είναι λυπηρό, αλλά δυστυχώς συνηθισμένο φαινόμενο ακόμα και σε περιπτώσεις που τελικά αποδεικνύεται από το δικαστήριο η αθωότητα ενός προσώπου, στην ουσία να έχει καταστραφεί ολοσχερώς κοινωνικά η ζωή του, εξαιτίας της σπίλωσης του ονόματός του.