Ολυμπιακά Έργα ή οι χαμένες ευκαιρίες για την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα
02/10/2023Η αναστολή λειτουργίας του ΟΑΚΑ, λόγω προβλήματος στατικής επάρκειας στο στέγαστρο Καλατράβα (όπου είχε να γίνει συντήρηση του από το 2004 και διαβάσαμε πως… χάθηκε το σχετικό εγχειρίδιο οδηγιών που είχε αφήσει ο Καλατράβα!) ήρθε να μας υπενθυμίσει τον απόλυτο μηδενισμό της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Θα αναφέρω σχηματικά δυο περιόδους καθοριστικών χαμένων ευκαιριών για την αρχιτεκτονική στην χώρα μας.
Η πρώτη, είναι αυτή όπου σαν κύριο χαρακτηριστικό της είχε το ευρηματικό στην σύλληψη του σύστημα της αντιπαροχής για την μεταπολεμική οικοδόμηση της χώρας. Το οποίο όμως, με τον τελείως ανεξέλεγκτο και πολιτικά-πελατειακό τρόπο που εφαρμόστηκε, πριμοδότησε την ανεξέλεγκτη εργολαβία απ’ άκρον εις άκρου της Ελλάδος. Ήταν η εποχή που επικράτησε ο πολιτισμός του “εργολάβου” και του “μηχανικού” και η αρχιτεκτονική υποβαθμίστηκε ως μη αναγκαία. Με επακόλουθο αποτέλεσμα και την αντίστοιχη, συν τω χρόνω, υποβάθμιση του αστικού μας περιβάλλοντος και όχι μόνο.
Η δεύτερη είναι αυτή της περιόδου όπου κυριάρχησε το σύστημα της “Μελέτης – Κατασκευής” στα δημόσια έργα (*). Όπου και ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός υποβαθμίστηκε για μια ακόμα φορά, αφού ήταν κάτω από τον έλεγχο των επιχειρηματικών συμφερόντων των εργολαβικών εταιρειών, τις οποίες και υποχρεώθηκε να υπηρετήσει.
Μέσα στην ίδια περίοδο, όπου και τυπικά έληξε το 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (2006), πραγματοποιήθηκαν και τα “Μεγάλα Έργα” των αυτοκινητοδρόμων, της Αττικής οδού, του αεροδρομίου των Σπάτων, του Μετρό της Αθήνας, της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου κ.α. Αυτά ήταν και τα χρόνια της έντονης δημόσιας οικοδομικής δραστηριότητας που αποτέλεσαν και την τελευταία χαμένη ευκαιρία της αρχιτεκτονικής μιας και αμέσως μετά ξεκίνησε η οικονομική κρίση, σαν επακόλουθο αποτέλεσμα της πολιτικής και κοινωνικής παρακμής της χώρας.
Στην περίοδο λοιπόν αυτή, εκτός των “Μεγάλων Έργων”, διεξήχθησαν και οι Ολυμπιακοί Αγώνες-2004. Διοργάνωση η οποία θα μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει επένδυση του τόπου προς το μέλλον. Και κατ’ επέκταση να λειτουργήσει σαν εφαλτήριο για την ποιοτική βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος και την αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής σαν δημόσιο αγαθό. Και όπου αυτό έχει συμβεί, όπως πχ στη Βαρκελώνη, έχει επιφέρει πολύ θετικά κοινωνικά, πολιτισμικά, αλλά και οικονομικά αποτελέσματα.
Ξένα παραδείγματα
Η Βαρκελώνη λοιπόν, σε βάρος της πρωτεύουσας Μαδρίτης, ανεδείχθη σαν μια από τις πόλεις–κόμβους του δικτύου των μεγάλων πόλεων της Ευρώπης, στην οποία συνεχώς διαδραματίζονται σημαντικά και παγκόσμιας εμβέλειας, οικονομικά, πολιτιστικά και ακαδημαϊκά γεγονότα. Επειδή ακριβώς πραγματοποίησε τα οράματα της προς το μέλλον με την αξιοποίηση των δικών της Ολυμπιακών Αγώνων (1992). Και όπου εκεί η δημόσια αρχιτεκτονική χρησιμοποιήθηκε τόσο σαν επένδυση-εφαλτήριο στην περαιτέρω διεθνή της ανάδειξη, όσο και το κυριότερο χρησιμοποιήθηκε προς όφελος της ποιότητας ζωής και της ανάτασης των ίδιων των πολιτών.
Αντ’ αυτών και όσα αφορούν την δημόσια αρχιτεκτονική στην πατρίδα μας, η πολιτική της “διαχειριστικής διεκπεραίωσης” είχε ήδη δώσει δείγματα προς τα που πορευόμαστε. Ένα τέτοιο δείγμα το είχαμε ήδη από το 2000 με το Μετρό της Αθήνας. Δίκτυο “πεντακάθαρο” και “λειτουργικό”, (τα αυτονόητα έχουν καταστεί κατακτήσεις), που επέδρασε σημαντικά στη βελτίωση των μετακινήσεων και της ζωής των κατοίκων της πόλης. Από αρχιτεκτονική όμως άποψη είναι τελείως ουδέτερο, παρ’ όλες τις φιλότιμες αλλά ύστερες προσπάθειες αισθητικών παρεμβάσεων.
Αντίθετα, ενδεικτικά παραδείγματα εμπνευσμένου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού είναι τα παρακάτω παγκόσμιας αναγνώρισης, όπου και απεικονίζονται μέσω υψηλής αισθητικής και εμπνευσμένης αρχιτεκτονικής τα οράματα της εποχής τους. Οι πρώτοι σταθμοί του Μετρό Μόσχας (1935) αποτελούν πολιτισμικά μνημεία αρχιτεκτονικής:
Πρόσφατο δε παράδειγμα των οραμάτων ενός λαού με φαντασία στην πολιτική, (διότι κάποιοι πολιτικοί το αποφάσισαν και υλοποίησαν), αποτελεί και το Μετρό της Λισσαβόνας με τους σταθμούς προς την ΕΧΡΟ και αποκορύφωμα το Σταθμό της Ανατολής του Σαντιάγο Καλατράβα (1994), με τα γιγαντιαία συμβολικά μεταλλικά του “φοινικόδεντρα”:
Ο απόλυτος αρχιτεκτονικός μηδενισμός
Αλλάζοντας αντικείμενο (και διακινδυνεύοντας να παρερμηνευτεί η ουσία των αμφισβητήσεων μας λόγω των σύγχρονων πανηγυρισμών και παγκόσμιων βραβείων λειτουργικότητας), δίνουμε ένα άλλο δείγμα προκλητικά απόλυτου αρχιτεκτονικού μηδενισμού: το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. “Πολυτελές”, ασφαλές, με “λουξ” υλικά, εξοπλισμό και “γρανιτένια δάπεδα”, οπωσδήποτε αποτελεί κατάκτηση στην βελτίωση των αερομεταφορών της χώρας. Όλ’ αυτά όμως κάτω από ένα υπόστεγο. Έτσι απλά …υπόστεγο:
Και θα ‘θελα ν’ αναρωτηθούμε: Είναι δυνατόν αυτό το ισοπεδωτικό “πολυτελές” υπόστεγο–κτίριο να μπορεί από μόνο του να λειτουργήσει σαν όραμα-ελκυστήρας για ένα λαό; Αυτό το αρχιτεκτονικό ανοσιούργημα πόσο θα αντέξει στον ιστορικό χρόνο; Ποιος αναφέρεται σ’ αυτό σαν πολιτιστική επένδυση όπως π.χ. μιλάνε για αρχιτεκτονήματα της ίδιας περίπου περιόδου. Όπως είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός του αεροδρομίου Σαιντ Εξυπερύ στη Λυών της Γαλλίας (1994), ή το αεροδρόμιο Σοντίκα στο Μπιλμπάο της Ισπανίας (1990 – 2000), ή το εμπνευσμένης αρχιτεκτονικής Μπαράχα της Μαδρίτης (2005);
Σαιντ Εξυπερύ
Σοντίκα
Μπαράχα
Προς το παρόν, βέβαια, το “Ελευθέριος Βενιζέλος” αντιμετωπίζεται σαν μια αναπτυξιακή-τουριστική επένδυση από ένα λαό που “διψασμένος” στην “αποξηραμένη” Ελλάδα για μεγάλα επιχειρηματικά έργα, (και αυτό είναι τέτοιο), δεν έχει ούτε την ενθάρρυνση ούτε το κουράγιο για οποιαδήποτε άλλη ψυχραιμότερη κριτική θεώρηση είτε κι αμφισβήτηση των όσων του προσφέρουν. Μήπως άραγε αυτά και μόνο αξίζουμε και πολλά μας είναι;
Το σκανδαλώδες Ολυμπιακό Χωριό
Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης “Γκουγκενχάιμ”, του Αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρυ, στο Μπιλμπάο της Ισπανίας, από μόνο του έχει λειτουργήσει έτσι ώστε να αναδείξει ακόμη περισσότερο την πόλη και να την τοποθετήσει με αξιώσεις στο παγκόσμιο χάρτη σαν κέντρο πολιτισμικού ενδιαφέροντος, όπου και κυριαρχεί τα πολλά τελευταία χρόνια.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, στα τρία πρώτα χρόνια λειτουργίας του (Οκτ. 1997–Οκτ. 2000) προσέλκυσε 3,5 εκατ. επισκέπτες στην πόλη του Μπιλμπάο. Το 85%-90% εξ’ αυτών, προήλθε από τις εκτός περιφέρειας περιοχές(!) και το 50%, περίπου 1,75 εκατ. επισκέπτες, από το εξωτερικό. Το μουσείο κόστισε 110 εκατ., ευρώ και σ’ αυτά τα πρώτα τρία χρόνια επέφερε στην οικονομία της πόλης (χωρίς τον υπολογισμό των εσόδων από τους φόρους) το ποσό των 560 εκατ., ευρώ, πέντε φορές το κόστος του!
Ας φύγουμε όμως από το Μπιλμπάο να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Στον πρώτο διεθνή Διαγωνισμό για το Ολυμπιακό Χωριό (1999) ήμουν ένας από τους τέσσερις Έλληνες αρχιτέκτονες της επταμελούς Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής, εκπροσωπώντας τον Σύλλογο των Ελλήνων Αρχιτεκτόνων. Μεταξύ των 36 υποψήφιων διεθνών γραφείων, επιλέξαμε έξι μελετητικά σχήματα τα οποία θεωρήσαμε ότι ήταν τα καταλληλότερα για το έργο και τον αγωνοθέτη. Έξι γραφεία που θα άφηναν, προς όφελος όλων μας, το αρχιτεκτονικό τους σημάδι στο “όραμα” μιας Ολυμπιάδας που γινότανε στη γεννήτορα-χώρα.
Οι τότε όμως αρμόδιοι “διεκπεραιωτές της πολιτικής αδιαφάνειας” αφού φρόντισαν να “θάψουν”(!) τα αποτελέσματα και των δυο διεθνών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, με αίολες “ενστάσεις” και δικαιολογίες, αποφάσισαν να “σχεδιαστεί” το Ολυμπιακό Χωριό (άκουσον – άκουσον) με απ’ ευθείας ανάθεση και να κατασκευαστεί από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ). Το αποτέλεσμα; Ένας οικισμός 10.000 περίπου κατοίκων, παρακμάζων- εγκαταλειμμένος.
Δηλαδή και οικονομικά εάν το βλέπαμε από την μεριά μας, θα επιτυγχάναμε πολύ μεγαλύτερα κέρδη στην “επιχείρηση” Ελλάδα. Διότι έχει αποδειχθεί, από τις πολλές χώρες και πόλεις του κόσμου που το έχουν ενστερνιστεί και το εφαρμόζουν, ότι η εμπνευσμένη δημόσια αρχιτεκτονική σαν μέρος του πολιτισμού ενός τόπου, προσφέρει δυσανάλογα μεγάλη υπεραξία όπου εφαρμόζεται (πχ Νέο Μουσείο Ακρόπολης, Μουσείο Γκουγκενχάιμ, Μπιλμπάο). Έτσι, λοιπόν, η πολεοδομική ανασυγκρότηση (πχ Βαρκελώνη) και η δημιουργία μιας μικρής πόλης, όπως το Ολυμπιακό Χωριό, θα μπορούσε επίσης να έχει μετατραπεί σε εξαιρετική πολιτιστική και οικονομική επένδυση.
Ευνομούμενες πολιτείες και αρχιτεκτονική
Οι ευνομούμενες πολιτείες αξιοποιούν την αρχιτεκτονική, κυρίως μέσω μεγάλων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, ιδιαίτερα μάλιστα όταν έχουμε κτίρια και χώρους γοήτρου δημοσίου και ιδιωτικού ενδιαφέροντος, για να παράσχουν στον τόπο ένα καλύτερο περιβάλλον και οικονομικό μέλλον.
Μια τέτοια αρχιτεκτονική, πέραν από “πρακτικές λύσεις” και με υπέρβαση των συμβατικών δεδομένων, βελτιώνει την ζωή και την καθημερινότητά μέσα από λειτουργικά και υψηλής αισθητικής έργα που συμβάλλουν στην περαιτέρω επίσης αισθητική εκπαίδευση των πολιτών.
Έργα τα οποία ενώ αποδίδουν δυσανάλογα μεγάλη οικονομική υπεραξία σε σχέση με την αρχική τους επένδυση, παραμένουν στην χώρα σαν πολιτιστική κληρονομιά. Συν τω χρόνω όμως και οι πολίτες, αισθητικά ενθαρρυμένοι, συμμετέχουν στην περαιτέρω βελτίωση των πόλεων τους. Γιατί μόνο με την συμμετοχή τους θα μπορούσε να εξασφαλισθεί η ανασυγκρότηση των γκρίζων και μίζερων ελληνικών πόλεων αλλά και η μακροβιότητα των όποιων υλοποιημένων αναπλάσεων.
Η “τελευταία χαμένη ευκαιρία”
Τα παραπάνω τα είχαμε αναφέρει από το 2001 στην “Καθημερινή” μιλώντας για την “τελευταία χαμένη ευκαιρία”. Εκτιμώ όμως ότι είναι σαν να “βγήκαν μόλις τώρα, φρέσκα, από τον φούρνο”. Δυστυχώς για την πατρίδα μας, σε όσα αφορούν την αρχιτεκτονική και την ευρύτερη αναγνωρισιμότητα της, δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα σε αυτά τα τελευταία 22 χρόνια, 2001-2023. Κάθε άλλο μάλιστα. Τα πράγματα θα πηγαίνουν προς το χειρότερο όσο επιλέγουμε πολιτικούς χωρίς καμία αισθητική και που “εμπνέονται”, στην καλύτερη περίπτωση, από πολιτικές “λογιστικής διεκπεραίωσης”.
Παρ’ όλα αυτά και επειδή θέλω να παραμένω αισιόδοξος αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν να “μεταμοσχεύσουμε” στα μυαλά των “επαγγελματιών” της πολιτικής το όραμα μιας πολιτείας η οποία προς όφελος του μέλλοντος πρέπει να κινηθεί με διαφάνεια και πέρα από πρακτικές πολιτικών σκοπιμοτήτων, διεκπεραίωσης και άγονης “λογιστικής” διαχείρισης ταμείου; Και οι οποίοι θα πρέπει να καταλάβουν και το ξαναλέμε, ότι η εμβληματική δημόσια αρχιτεκτονική, όντας καταξιωμένο κοινωνικό αγαθό προς όφελος των πολιτών, αποτελεί και μέρος του πολιτισμού ενός τόπου. Αποδεδειγμένα δε προσθέτει παράλληλα και δυσανάλογα μεγάλες υπεραξίες όπου αυτή εφαρμόζεται.
Τι καλύτερο εξάλλου από τα εντόπια παραδείγματα εμπνευσμένου σχεδιασμού από καταξιωμένους αρχιτέκτονες που επιτεύχθησαν μέσω διεθνών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, από αυτά των εμβληματικών έργων του Νέου Μουσείου Ακρόπολης (2009, αρχιτέκτονες Μπερνάρ Τσούμι – Μιχάλης Φωτιάδης της Αρχιτεκτονικής Συνεργασίας) και της Βιβλιοθήκης-Λυρική Σκηνή-Πάρκο του Ιδρύματος Νιάρχου, (2016, αρχιτέκτονας Ρέντζο Πιάνο).
Πάντως και οι νυν κυβερνώντες έχουν δώσει αντίστοιχα δείγματα γραφής με την “νέα εποχή” που σηματοδοτεί η “εμβληματική” τους επένδυση στο Ελληνικό που κινείται στα ίδια μηδενιστικά αποτελέσματα όσο αφορά τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, μοιράζοντας “καθρεφτάκια”, “χάντρες” και Καρυάτιδες που μεταμορφώνονται σε ουρανοξύστες…
*Συγκεκριμένα, στην περίπτωση του συστήματος μελέτης-κατασκευής ο αγωνοθέτης, φορέας του δημοσίου, επέλεγε την ανάδοχο εταιρεία κατασκευής η οποία είχε επίσης και την υποχρέωση της εκπόνησης όλων των μελετών του έργου. Μέσα σε αυτές και την αρχιτεκτονική μελέτη. Η επιλογή γινότανε βάσει βαθμολογίας που εστηρίζετο σε ορισμένα ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια. Κύριο κριτήριο αποτελούσε η οικονομική προσφορά για την κατασκευή του συνόλου του έργου.
Λόγω όμως του μεγάλου ανταγωνισμού, (τις πλείστες φορές), η οικονομική προσφορά ήταν πολύ πιεσμένη και ως εκ τούτου οι αρχιτεκτονικές μελέτες ήταν χρονικά πολύ πιεσμένες, κακοπληρωμένες και ως εκ τούτου ποιοτικά υποβαθμισμένες. Κύριος όμως παράγοντας ήταν και το γεγονός ότι οι αρχιτέκτονες μελετητές του έργου είχαν λίγη έως καθόλου επίβλεψη στην διαδικασία της κατασκευής προκειμένου να εξασφαλισθούν έστω και λίγο οι ποιοτικές προδιαγραφές των μελετών τους. Με συνολικό αποτέλεσμα υποβαθμισμένη αρχιτεκτονική, τόσο στη διαδικασία των μελετών όσο και στην εφαρμογή τους στη διάρκεια της κατασκευής.