ΣΧΟΛΙΟ

“Όταν δεν ξέρεις την μυρωδιά της μητέρας, την αγκαλιά του πατέρα”

"Όταν δεν ξέρεις την μυρωδιά της μητέρας, την αγκαλιά του πατέρα", Κώστας Βενιζέλος

«Πώς είναι να έχεις πατέρα», «πώς είναι η φωνή του», «πώς είναι η μυρωδιά του», «πώς είναι η ματιά του», «πώς είναι η αγκαλιά του», «τι σημαίνει αγνοούμενος»; Τα ερωτήματα αυτά έθεσε η Ντίνα Αγαπίου, παιδί αγνοούμενου, καθώς και άλλοι συγγενείς αγνοουμένων.

Μεγάλωσε με πολλές αναπάντητες ερωτήσεις, που δεν ξεκολλάνε από το μυαλό, πενήντα χρόνια μετά. Ερωτήματα που απασχολούσαν το παιδικό μυαλό εξακολουθούν να το απασχολούν μέχρι σήμερα. Η Ντίνα Αγαπίου ήταν εξ εκείνων που μίλησαν την περασμένη Παρασκευή με την ευκαιρία ίδρυσης του Σωματείου “Σύνδεσμος Συζύγων/Τέκνων Αγνοουμένων – Οι 1619”. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία αφύπνισης και ενημέρωσης από ανθρώπους που βιώνουν μέχρι σήμερα τις επιπτώσεις της εισβολής στην Κύπρο και της συνεχιζόμενης κατοχής.

Ό,τι και να πούνε τα παιδιά, οι σύζυγοι, οι συγγενείς των αγνοουμένων, όποιος δεν έχει βιώματα δεν μπορεί να τα αντιληφθεί πλήρως. «Μεγαλώσαμε σε μια ακρωτηριασμένη οικογένεια, χωρίς δεκανίκια. Είμαστε για 50 χρόνια στον αναπνευστήρα χωρίς οξυγόνο. Η μάνα και τα παιδιά της μόνοι τους, χωρίς καμία στήριξη από κανένα», είπε η κ. Αγαπίου. Και εξέφραζε όλους που ήταν εκεί. Και ο Γιώργος Γιατρού, η Γεωργία Παύλου, η Κούλα Θεοδώρου, οι οποίοι μίλησαν για να εξηγήσουν για την ίδρυση του Σωματείου, περιέγραψαν όχι μόνο τις δυσκολίες αλλά και το πως αισθάνεται ένα παιδί, που μεγαλώνει με… ψαλιδισμένα τα όνειρα. Ή ακόμη και χωρίς όνειρα. Το μόνο που σκέφτονται τα παιδιά, οι σύζυγοι, οι συγγενείς είναι το πότε θα επιστρέψει ο αγνοούμενός τους. Η ελπίδα αναμετράται με μια σκληρή πραγματικότητα. Όλα αυτά τα χρόνια από το 1974 και εντεύθεν τα ζητήματα αυτά, ανθρωπιστικού χαρακτήρα, αντιμετωπίσθηκαν- κατά καιρούς- πολιτικά.

Η  κατοχική δύναμη καλύπτει τα εγκλήματά της

Την ίδια ώρα, ο τουρκικός κατοχικός στρατός επιμένει να έχει κλειστά τα αρχεία του και να περιορίζει τις δυνατότητες πρόσβασης για έρευνα και εκταφές. Μισό αιώνα μετά, η κατοχική δύναμη προσπαθεί να καλύψει τα εγκλήματα της. «Ο αγνοούμενος δεν είναι απώλεια, είναι απουσία. Απουσία από τις ζωές, τις χαρές τις λύπες, από το τραπέζι μας. Άνθρωποι που δεν είχαν την ευκαιρία να δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν και κάποιοι από αυτούς δεν είχαν ούτε την τύχη να τα γνωρίσουν. Άταφοι νεκροί, που παραπαίουν ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, ακόμα και μετά τις ταυτοποιήσεις τους», ανέφερε η Δέσποινα Γρηγορίου.

Η Αναστασία Ευσταθίου Στυλλή, γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1974! Εκείνη την ημέρα της εισβολής, χάθηκε ο κόσμος της. «Στις δεκαπέντε ημέρες μετά την εισβολή χάθηκαν ο πατέρας μου, η μητέρα μου και ο αδελφός μου που ήταν έξι ετών. Δεν γνώρισα κανένα. Δεν ξέρω τους γονείς μου, ούτε τη μυρωδιά τους ξέρω, ούτε πώς να έχεις μάνα ξέρω…»

Πενήντα χρόνια μετά οι εικόνες- για όσους δεν πέρασαν στην αντίπερα όχθη της λήθης- παραμένουν αναλλοίωτες. Οι εικόνες με τους συγγενείς με τις φωτογραφίες στα χέρια. Τις κρατάνε στη θέση της καρδιάς, αναζητώντας κάποιον να τους πεις ένα καλό νέο. «Τον είδες, ήταν…». Το μαρτύριο αυτό το κουβαλάνε οι οικογένειες μια ολόκληρη ζωή, πενήντα χρόνια τώρα.

Κι όταν άρχισε το πρόγραμμα των εκταφών, άρχισε και η διαδικασία παράδοσης μερικών οστών, για να τελεστούν οι κηδείες! Μερικά οστά σε μικρά κασόνια παραδίδονται στις οικογένειες για τις κηδείες. Οι συγγενείς δεν σβήνουν τα τόσα χρόνια αναμονής, τις δυσκολίες, τη θλίψη. Τόσα χρόνια οι άνθρωποι τους ήταν ζωντανοί στη σκέψη και τις καρδιές τους. Γι αυτό και σε πολλές περιπτώσεις, στις κηδείες, οι συγγενείς αισθάνονται πως ο δικός τους άνθρωπός “βρέθηκε” και είναι ως μόλις τώρα να έχει φύγει από τη ζωή. Ναι, έχουν μεγαλώσει τα παιδιά, μισός αιώνας τώρα, αλλά δεν μπορούν να ξεχάσουν. Και πως μπορούν να ξεχάσουν. Περιμένουν ακόμη. Και είναι το θέμα αυτό προσωπικό πλέον. Οι αγνοούμενοι είναι ο μεγάλος πόνος που κουβαλούν οι συγγενείς.