Μία πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα που δημοσιεύεται στην  επιθεώρηση Nature αποδεικνύει αυτό που πολλοί ειδικοί γνωρίζουν, αλλά δεν θέλουν να το παραδέχονται δημοσίως: Δεν υπάρχει τυφλή και αμερόληπτη ή απροκατάληπτη επιστήμη. Συγκεκριμένα οι ερευνητές περί ων ο λόγος, έκαναν ένα πείραμα συγκρίνοντας την κριτική που ασκήθηκε σε επιστημονικές επιθεωρήσεις σε μελέτες επώνυμες (όπου, ως είθισται, αναφέρονται τα στοιχεία των ερευνητών πλήρως) και σε μελέτες “ανωνυμοποιημένες” (δηλαδή σε αυτές που αφαιρέθηκαν τα ονόματα και οι τίτλοι ή τα πανεπιστήμια στα οποία οι ερευνητές εργάζονταν). Στις “ανώνυμες” μελέτες, η κριτική και η αξιολόγηση των ελεγκτών των επιστημονικών επιθεωρήσεων, ήταν πολύ πιο αντικειμενική.

Να αναφέρουμε εδώ κάτι που, ίσως, πολλοί δεν γνωρίζουν: Κάθε επιστήμονας έχει τη δυνατότητα να κάνει μια μελέτη και να την υποβάλει προς δημοσίευση σε μια έγκριτη ειδική επιθεώρηση, ιατρική, περιβαλλοντική κ.λπ. Αυτές όμως οι επιστημονικές επιθεωρήσεις προτού δημοσιεύσουν την εργασία, υποτίθεται –ή και όντως– την περνάνε από ψιλό κόσκινο, ώστε να διαπιστώνεται αντικειμενικά η εγκυρότητα της έρευνας, οι τυχόν παραλείψεις της, η σύγκρουση συμφερόντων των ερευνητών κ.λπ. Οι μεγάλες επιθεωρήσεις διεθνούς κύρους συνήθως δεν το διακυβεύουν και δεν χαρίζονται σε κανέναν, όμως να που η νέα έρευνα δείχνει ότι… αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες.

Να αναφέρουμε επίσης ότι στη μελέτη οι χώρες διαχωρίζονται σε πλούσιες και φτωχές με βάση τον δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, που θεωρείται πιο πολιτισμένος και σφαιρικός από το δείκτη αμιγώς οικονομικής ανάπτυξης. Με αυτή την κατηγοριοποίηση, η Ελλάδα φέρεται να ανήκει στην ομάδα των χωρών με σχετικά υψηλό δείκτη. Επίσης η χώρα “προέλευσης” ή η μητρική γλώσσα της έρευνας καθοριζόταν από τον επικεφαλής ερευνητή. Η μελέτη στην οποία αναφερόμαστε, στόχευε να δείξει αν όντως οι κριτές των επιστημονικών επιθεωρήσεων είναι αντικειμενικοί ή έχουν ανομολόγητες προκαταλήψεις. Και συγκρίνοντας μελέτες με οικολογικό αντικείμενο έρευνας, η έρευνα απέδειξε δυστυχώς το δεύτερο.

Εκείνο που φάνηκε, δηλαδή, από την ανάλυση, είναι ότι οι εργασίες από συγγραφείς που προέρχονταν από χώρες με χαμηλότερο εισόδημα ή από βασικό συγγραφέα με μη τέλεια γνώση της αγγλικής γλώσσας, “βαθμολογούνταν” χειρότερα από τις μελέτες συγγραφέων από αγγλόφωνα έθνη υψηλότερου εισοδήματος. Όταν απεναντίας οι έρευνες υποβάλλονταν ανώνυμα, η αδικία ή το αποτέλεσμα της προκατάληψης, μειωνόταν θεαματικά, τόσο στη διαφορά της γλώσσας όσο και στου εισοδήματος.

Όμως το γεγονός ότι η γνώση της γλώσσας έπαιζε σημαντικό ρόλο στις “επώνυμες μελέτες”, ενώ έπαιζε ασήμαντο ρόλο στις ανώνυμες, δείχνει ότι οι ελεγκτές επηρεάζονται από την ταυτότητα και την εθνική καταγωγή. Στις ανώνυμες, η μη τέλεια γνώση της αγγλικής γλώσσας δεν μπορούσε να αξιολογηθεί προφανώς. Η ανάλυση της έρευνας δείχνει ότι η ανωνυμοποίηση των συγγραφέων εξαλείφει μεγάλο μέρος των προκαταλήψεων.

Τί δείχνει η έρευνα

Οι συγγραφείς της προτείνουν να γίνει υποχρεωτικό σε όλες τις επιθεωρήσεις, οι έρευνες να εξετάζονται ανώνυμα και να επανέρχεται η ταυτότητα των συγγραφέων μόνον μετά την αξιολόγηση της εργασίας καθαυτής. Ο δε επικεφαλής της έρευνας θεωρεί ότι στην ουσία μάλλον δεν αποδείχθηκε να υπάρχει αρνητική προκατάληψη για τους άσημους και φτωχούς, αλλά υπερβολικά θετική στάση για τους “σταρ” της έρευνας ή πάντως για τους προερχόμενους από “μεγάλα πανεπιστήμια” –κάτι ή σαν κόμπλεξ κατωτερότητας του επιθεωρητή, ή σαν βεβαιότητα εκ μέρους του ότι η εργασία ενός πανεπιστημιακού της Οξφόρδης και του Χάρβαρντ είναι σχεδόν σίγουρα αξιόπιστη και υπεράνω υποψίας.

Τι σημαίνει αυτό στην πράξη και στην ουσία; Ότι όσοι εργάζονται στη Δύση και μάλιστα προέρχονται από αγγλόφωνες χώρες, τρόπον τινά πριμοδοτούνται λόγω του κύρους των ιδρυμάτων στα οποία απασχολούνται, επειδή οι κριτές πιστεύουν ενδόμυχα ότι δεν χρειάζεται να περάσουν τις εργασίες από ενδελεχή έρευνα και να τις εξετάσουν με το μικροσκόπιο.

Προφανώς νιώθουν δέος ειδικά προς τα πλούσια αγγλόφωνα ιδρύματα. Αυτή η πιθανόν μη ηθελημένη χαριστική μεταχείριση, όμως, σημαίνει ότι παίρνουν μεγάλη δημοσιότητα ως έγκριτες, κάποιες έρευνες που ουσιαστικά έχουν αρκετά κενά και που αν τις είχε συντάξει π.χ. ομάδα ερευνητών από “τριτοκοσμικό” Πανεπιστήμιο, δεν θα είχαν τύχει ποτέ της ίδιας προβολής, είτε γιατί δεν θα είχαν δημοσιευθεί καν είτε γιατί θα είχαν δημοσιευθεί με πολλές εκπεφρασμένες επιφυλάξεις.

Και παλαιότερη έρευνα είχε δείξει κάτι παρεμφερές, ότι οι εργασίες επιστημόνων από σχετικά φτωχές χώρες, αντιμετωπίζονταν διαφορετικά –χειρότερα για να ακριβολογούμε. Ο Bedoor AlShebli, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Άμπου Ντάμπι στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα,  είχε διαπιστώσει ότι στις επιστημονικές εκδόσεις, έντυπες ή διαδικτυακές, οι κριτές ή επιθεωρητές αφιερώνουν πολύ περισσότερο χρόνο στην εξέταση εργασιών συγγραφέων από την Ασία, την Αφρική και τη Νότιο Αμερική. Αυτό δεν θα ήταν κακό, αν αφιερωνόταν εξίσου πολύς χρόνος και στις έρευνες “μεγάλων πανεπιστημίων” των πλουσίων κρατών. Όμως δεν αφιερώνεται.

Επιπλέον, ακόμα και χωρίς υποσυνείδητη κακή προαίρεση, όταν οι κριτές αναλώνονται στους “άσημους” και “ύποπτους δευτεροκλασάτους” επιστήμονες, αναπόφευκτα τους μένει λιγότερος χρόνος για το “ξεσκόνισμα” των κατά κοινή (;) παραδοχή πρωτοκλασάτων ερευνητών. Κατά συνέπεια, μπορεί να μην προσέχουν ότι έχουν γίνει λάθη ουσίας στις ελίτ των πανεπιστημιακών. Έτσι, μπορεί καλές έρευνες από άσημους ερευνητές να μη δημοσιεύονται ποτέ, και απεναντίας κακές έρευνες από “γνωστούς” και “αστέρες” του ακαδημαϊκού χώρου να δημοσιεύονται παρά τα προβλήματά τους, τα οποία πέρασαν απαρατήρητα, επειδή αυτές ουσιαστικά επιθεωρήθηκαν “στα πεταχτά”.

Υποσυνείδητες προκαταλήψεις

Η συγκεκριμένη έρευνα έγινε επειδή ο Τσαρλς Φοξ, καθηγητής Εντομολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντάκι και εκδότης της επιθεώρησης “Functional Ecology”, θέλησε να εξετάσει κατά πόσον οι υποσυνείδητες προκαταλήψεις επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι κριτές αξιολογούν τις προς δημοσίευση έρευνες. Επίσης θέλησε να διερευνήσει κατά πόσον το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να λυθεί με την διπλή τυφλή αξιολόγηση, κατά την οποία ούτε οι συγγραφείς ούτε οι κριτικοί θα γνώριζαν τις ταυτότητες αντίστοιχα ο ένας του άλλου.

Το 2019, λοιπόν, μαζί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού του, ο Φοξ ξεκίνησε μια τυχαιοποιημένη μελέτη για να αξιολογήσει το κόστος και τις επιπτώσεις της μετάβασης του δικού του περιοδικού σε διπλή τυφλή αξιολόγηση. Στη μελέτη, οι συγγραφείς που απευθύνονταν για δημοσίευση της εργασίας τους στο συγκεκριμένο περιοδικό κατά την τριετία 2019-2022, έπρεπε να υποβάλλουν ανώνυμα τη μελέτη τους και χωριστά τη σελίδα τίτλου —που περιείχε την ταυτότητα των συγγραφέων και οποιεσδήποτε άλλες ταυτοποιητικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων επικοινωνίας, ιδρυματικών δεσμών κ.λπ.

Παράλληλα, ζητήθηκε από τους ερευνητές συγγραφείς να προσπαθούν στο κείμενο της μελέτης τους να μη “φωτογραφίζονται” με στοιχεία που έμμεσα θα υποδήλωναν χώρα προέλευσης ή πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια οι εργασίες αυτής της τριετίας ανατέθηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: στη μία δέσμη εργασιών δεν ήξερε ούτε ο κριτής τον συγγραφέα, ούτε ο συγγραφέας τον κριτή, ενώ στην δεύτερη ο κριτής γνώριζε τα στοιχεία του συγγραφέα. Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν συνολικά 3.689 εργασίες και περίπου 1.800 σε κάθε μία από τις δύο ομάδες.

Κατά τη διάρκεια της μελέτης, μόνον το 40,2% των εργασιών που υποβλήθηκαν αξιολογήθηκαν κατ΄ αρχήν θετικά προς δημοσίευση, αλλά για το ένα τρίτο από αυτές, οι συγγραφείς κλήθηκαν να κάνουν αναθεωρήσεις ή βελτιώσεις. Το 16,7% από αυτές απορρίφθηκαν, αλλά επετράπη στους συγγραφείς να υποβάλουν εκ νέου άλλη έρευνα επί του ιδίου αντικειμένου, δηλαδή ουσιαστικά να την επαναλάβουν. Τελικά, από το σύνολο και μετά τις αναθεωρήσεις, το 48,9% των εργασιών απορρίφθηκε χωρίς να δοθεί στους ερευνητές η δυνατότητα εκ νέου υποβολής.

Ανισότητα υπέρ των ελίτ

Ο τελικός απολογισμός όταν αποκαλύφθηκαν όλα τα ονόματα, έδειξε ότι οι εξαρχής “επώνυμες” εργασίες είχαν 15,2% περισσότερες πιθανότητες για θετική έκβαση σε σύγκριση με τις ανώνυμες εν γένει, κάτι που από μόνο του δείχνει εύνοια προς τους “γνωστούς” συγγραφείς και συγκράτηση προς τους σχετικά άσημους. Στις μελέτες με ονοματεπώνυμο, εκείνες που είχαν γραφτεί από ερευνητές από πλούσιες χώρες είχαν 28% περισσότερες πιθανότητες σε σύγκριση με τους “φτωχούς συγγενείς” να τους ζητηθεί να κάνουν μόνον μερικές αλλαγές για να δημοσιευθεί τελικά η μελέτη τους, κάτι που ουσιαστικά αποτελούσε θετική αξιολόγηση.

Συγκρίνοντας τις δύο ομάδες, όταν αποκαλύφθηκαν τα ονόματα και τα πανεπιστήμια, διαπιστώθηκε ότι αυτή η ανισότητα υπέρ των πλουσίων και της ελίτ, δεν υπήρχε. Μάλιστα στους ανώνυμους ερευνητές η αυστηρότητα ήταν επταπλάσια, δηλαδή ζητήθηκε μόλις από το 4% να κάνουν μικροαλλαγές! Όσο οι επιθεωρητές δεν ήξεραν το who is who των ερευνητών, δεν χάριζαν κάστανα, ενώ όταν το ήξεραν, ευνοούσαν κατά 24% παραπάνω την ομάδα των “γνωστών” και “επωνύμων”. 

Ο Άραβας κοινωνιολόγος AlShebli, ο οποίος δεν συμμετείχε στην τρέχουσα μελέτη, είπε στο Nature ότι «ο διπλά τυφλός έλεγχος των ερευνών φαίνεται σίγουρα να είναι ένας πολλά υποσχόμενος τρόπος για να μειωθούν οι προκαταλήψεις. Επίσης, οι ακαδημαϊκοί εκδότες μπορούν να μειώσουν τις επιπτώσεις της ευνοιοκρατίας, σταματώντας πλέον να δημοσιεύουν έρευνες επιστημόνων οι οποίοι μέχρι πρότινος ήταν επιθεωρητές του ίδιου εντύπου και άρα συνεργάτες τους». Να προσθέσουμε, τέλος, ότι η έρευνα αυτή δεν διαπίστωσε καμία αλλαγή ως προς το φύλο, δηλαδή οι γυναίκες συγγραφείς δεν αντιμετωπίζονταν διαφορετικά από τους άνδρες, ανεξαρτήτως χώρας προέλευσης της πανεπιστημιακής εργασίας και ότι είχαν τα ίδια ποσοστά και στην ανώνυμη και στην επώνυμη ομάδα.