Πενία τέχνας κατεργάζεται
14/10/2017της Νεφέλης Λυγερού –
Η κρίση απέδειξε πόση αλήθεια κρύβει η λαϊκή παροιμία “πενία τέχνας κατεργάζεται”! Σπρωγμένοι από την ανεργία, ή από την αβεβαιότητα της καριέρας τους, αρκετοί –κατά κανόνα– νέοι αναζητούν εναλλακτικές εργασίες και αναλαμβάνουν επιχειρηματικές πρωτοβουλίες στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν. Τα ταλέντα και τα χόμπι του καθενός αξιοποιούνται με σκοπό την προσφορά υπηρεσιών που εξοικονομούν χρόνο, είναι οικονομικές και απόλυτα προσαρμοσμένες στις ανάγκες των πελατών.
Το εντυπωσιακό είναι ότι όλοι αυτοί βάζουν στα ντουλάπια τα συχνά εντυπωσιακά πτυχία τους και παραμερίζουν την ειδίκευσή τους για να δώσουν σάρκα και οστά στην περισσότερο ή λιγότερο καινοτόμα ιδέα τους. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών είναι ότι δεν απαιτούν σημαντικό κεφάλαιο για να ξεκινήσουν.
Αρκεί η ιδέα, η δημιουργικότητα και φυσικά η όρεξη για δουλειά. Σχεδιαστές κοσμημάτων από το σαλόνι του σπιτιού τους, σεφ από την μικροσκοπική κουζίνα τους, κατασκευαστές επίπλων από το σπίτι των γιαγιάδων τους γυρεύουν μία λύση, μία διέξοδο και μία αξιοπρεπή διαβίωση.
Πρόγευμα στο σπίτι
Η Ντίντι Παπαδοπούλου είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών που επιχειρούν να ανταπεξέλθουν στην κρίση, βάζοντας στην άκρη τα πτυχία τους. Δημιούργησε μία παγκόσμια πρωτοτυπία: Έφτιαξε το brunch in a box, ένα κουτί που περιέχει ένα πλούσιο πρόγευμα για δύο και το οποίο φτάνει στο σπίτι του πελάτη μετά από σχετική παραγγελία.
«Πάντα μου άρεσε να μαγειρεύω γι’ αυτούς που αγαπώ. Τον τελευταίο χρόνο αποφάσισα να φτιάχνω και να πουλάω τα γλυκά που είχα μάθει να δημιουργώ με τη μητέρα μου. Ήταν δικές της συνταγές και είχαν πολύ μεγάλη επιτυχία ανάμεσα στις φίλες μου. Συνειδητοποίησα ότι δεν είχα τίποτα να χάσω, προωθώντας τα και στον ευρύτερο κύκλο μου».
Η Ντίντι, όμως, δεν είναι σεφ. Παιδί αστικής οικογένειας, σπούδασε αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων στη Νέα Υόρκη. «Με τόσα πτυχία ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ασχοληθώ με τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική, πόσο μάλλον από την κουζίνα του σπιτιού μου». Όταν, όμως, τα πράγματα δυσκόλεψαν αποφάσισε να εκμεταλλευτεί το χόμπι της. Όχι μόνο ψωνίζει, μαγειρεύει και προετοιμάζει το πρωινό σ’ ένα χαριτωμένο κουτί, αλλά το παραδίδει και η ίδια στους πελάτες της!
Όπως παραδέχεται, τo Brunch in a Box είναι παιδί της ελληνικής κρίσης, αλλά και της δικής της. «Σε μια δύσκολη προσωπική περίοδο μπόρεσε να με κάνει και πάλι δημιουργική και χαρούμενη. Μου έδειξε μία διέξοδο από την ανεργία και γέμισε χαρά τους φίλους και τους γνωστούς μου».
Αναμόρφωση παλιών επίπλων
Η Αγγελική Τσανάκα δεν δουλεύει από την κουζίνα της, αλλά από το παλιό εργαστήρι μοδιστρικής της γιαγιάς της στην Ηγουμενίτσα. Εκεί συγκεντρώνει, συντηρεί και αναμορφώνει παλιά έπιπλα. Μέχρι σήμερα, έχει δημιουργήσει τρεις σειρές επίπλων. Ο ερχομός της κόρης της, μάλιστα, ενέπνευσε μία σειρά παιδικών επίπλων. Η ιδιότυπη επιχείρησή της είναι διαδικτυακή και ακούει στο όνομα Sum Orbiri.
Η κανονική εργασία της δεν είχε καμία σχέση με το έπιπλο. Εργαζόταν ως στέλεχος στην οικογενειακή επιχείρηση εμπορίας αυτοκινήτων. Όπως και στην περίπτωση της Ντίντις, η κρίση την υποχρέωσε να κάνει στροφή 180 μοιρών. «Η κρίση χτύπησε τον κλάδο των αυτοκινήτων με καταλυτικό τρόπο και ξαφνικά βρέθηκα με χρόνο στη διάθεσή μου».
Ξεκίνησε αναπαλαιώνοντας μια πολυθρόνα για το σπίτι της. «Συνειδητοποιώντας πόσο πολύ μου άρεσε, συνέχισα να συλλέγω κομμάτια, ώσπου τελειοποίησα την τεχνική μου και είχα πια πολλά έτοιμα κομμάτια στο εργαστήριό μου. Καμαρώνοντάς τα, μου ήρθε η ιδέα να τα φωτογραφήσω. Για να είμαι ειλικρινής, όμως, ακόμα και τη στιγμή που δημιούργησα την ιστοσελίδα δεν νομίζω ότι είχα συνειδητοποιήσει τί ακριβώς κάνω».
Τα αναμορφωμένα έπιπλα πωλούνται μόνο μέσω του Διαδικτύου, καθώς όπως μας λέει και η ίδια μία διαδίκτυακή επιχείρηση έχει ελάχιστο λειτουργικό κόστος και ως εκ τούτου μπορεί να είναι βιώσιμη με μικρό κύκλο εργασιών. Σήμερα, η Αγγελική στέλνει έπιπλα σ’ όλη την Ελλάδα χωρίς χρέωση μεταφορικών.
Η paramana
Ένα νέο ζευγάρι δεν χρειάστηκε να μετακομίσει για να βρεί μία εναλλακτική απασχόληση. Μαζί δημιούργησαν την Paramana, την πρώτη ολοκληρωμένη πλατφόρμα επικοινωνίας γονέων και babysitters στην Ελλάδα. Η Νατάσα και ο Ανδρέας Λινός δεν είχαν καμία σχέση με το αντικείμενο. Ο Ανδρέας εργαζόταν από πολύ μικρός. Από τα 14 του βοηθούσε τα καλοκαίρια στο μηχανουργείο του παππού του. Αργότερα, ως μηχανικός εργάστηκε σε εταιρείες στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Αυστρία, στο Ντουμπάι και στο Άμπου Ντάμπι.
Η Paramana γεννήθηκε, ενώ ήδη λειτουργούσε η οικογενειακή επιχείρηση με παράδοση στην κατασκευή μύλων αλευροποιίας και συναφών μηχανημάτων. Η Νατάσα έχει σπουδάσει Πληροφορική. Έχει εργαστεί στην ανάπτυξη λογισμικού σε δυο εταιρείες και έχει διδάξει στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Πάνε δυο χρόνια από την αρχική σύλληψη της ιδέας για τη δημιουργία μιας πλατφόρμας, όπου οι γονείς θα μπορούν να βρίσκουν εύκολα και με ασφάλεια επαγγελματίες babysitters. Αφορμή στάθηκε η δική τους προσωπική κακή εμπειρία «Καθώς έχουμε τέσσερα παιδιά και μένουμε μακριά από γονείς, συγγενείς και φίλους, αντιμετωπίζαμε μεγάλη δυσκολία στο να βρούμε ένα αξιόπιστο άτομο για να φροντίσει τα παιδιά μας και να μπορέσουμε να βγούμε».
Αρχικά αντιμετώπισαν αρκετές δυσκολίες, αλλά ευτυχώς είχαν και πολύ ενθάρρυνση για να συνεχίσουν. Λόγω της έλλειψης χρόνου και των οικονομικών δυσκολιών το εγχείρημα χρειάστηκε δύο χρόνια για να υλοποιηθεί. «Έχουμε αρκετά σχέδια και εισοδηματικά πλάνα για το μέλλον. Η ανταπόκριση του κοινού θα δείξει προς τα πού θα κινηθούμε». Παρά την αναμονή για τα πρώτα έσοδα, το ζευγάρι δηλώνει ευτυχισμένο που δημιούργησε μαζί μια πρωτοποριακή υπηρεσία.
Η Savra Loussati
Στην ίδια αναμονή βρίσκεται και η Αμαλία Αρμένη για τη δική της μικρή επιχείρηση κοσμημάτων με την επωνυμία Savra Loussati. «Πάντα έπιαναν τα χέρια μου. Από μικρή θυμάμαι να φτιάχνω δώρα για φίλους και συγγενείς». Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό της, όμως, να ασχοληθεί επαγγελματικά με αυτό. «Μετά τις σπουδές μου εργάστηκα σε μία μεγάλη εταιρεία, δίπλα στον πρόεδρό της. Δούλεψα σαν σκυλί. Δεν παραπονιέμαι, όμως. Είχα την ευκαιρία να αποκτήσω εμπειρίες και να ταξιδέψω».
Συνέχισε την καριέρα της ως στέλεχος σε μεγάλες κατασκευαστικές, διαφημιστικές και εταιρείες πληροφορικής. «Ήμουν πάντα ανεξάρτητη οικονομικά και είχα λεφτά στην τσέπη μου. Ήμουν ικανοποιημένη». Μέχρι που ήρθε η κρίση. «Πληρωνόμασταν στη χάση και στη φέξη. Δεν είχα πια το σταθερό ειδόσημα που είχα συνηθίσει, Ακολούθησε η απόλυση».
Μένοντας κυριολεκτικά στον αέρα αποφάσισε να δημιουργήσει μία διαδικτυακή επιχείρηση. «Μέχρι τότε το κόσμημα το έβλεπα μόνο σαν χόμπι. Τα δημιουργήματά μου είχαν μεγάλη πέραση σε φίλους και γνωστούς. Χάριζα δαχτυλίδια και κολιέ σε φίλες και όλες με παρότρυναν να το δω πιο σοβαρά».
Δειλά δειλά έφτιαξε την ιστοσελίδα της με τη βοήθεια ενός γνωστού, λόγω έλλειψης χρημάτων. Γρήγορα, όμως, συνειδητοποίησε ότι και το Διαδίκτυο ήταν εξίσου αδυσώπητο. «Λόγω της ανεργίας, ο καθένας έχει κάνει πια το χόμπι ή το ταλέντο του επάγγελμα. Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις».
Τα προβλήματα
Δύο ήταν τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπισε. «Όταν βγήκα στην αγορά κατάλαβα ότι επιβιώνεις μόνο μέσω διαφήμισης και οι ταρίφες ήταν απλησίαστες για εμένα. Διαδικτυακές εταιρείες και μαγαζιά δίνουν από 150 μέχρι 900 ευρώ για να πείσουν γνωστές τηλεπερσόνες να φορέσουν τα κοσμήματά τους».
Άλλο ένα συγκριτικό μειονέκτημα ήταν ότι η Αμαλία επιθυμούσε να είναι τυπική σε όλα αυτά που αφορούσαν την εφορία, αντίθετα με τους περισσότερους επιχειρηματίες του Διαδικτύου. «Κοίτα εγώ είμαι Ελληνάρα! Δεν γουστάρω να βρίζω τους Έλληνες και μετά να κάνω ό,τι κατηγορώ. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι από ένα κολιέ που κοστίζει 12 ευρώ τα 4,5 μου τα παίρνει η εφορία. Βάλε και τα υλικά και κατάλαβε πόσα λίγα βγάζω».
Ακόμα δεν έχει εξασφαλίσει αξιοπρεπές εισόδημα. «Δεν υπάρχει συνεχής ροή εσόδων. Σε περιόδους γιορτών βγάζω αρκετά, αλλά κατά βάση τα πράγματα κυλούν αργά». Όταν την ρωτάω πού βρίσκει τη δύναμη να συνεχίζει κοντοστέκεται για λίγο. Χαμογελώντας μου λέει: «Θα τα δώσω όλα για όλα. Είμαστε χαμένοι για χαμένοι, ας παλέψουμε τουλάχιστον γι’ αυτό που αγαπάμε».
Καθώς χωρίζουμε και έχω γυρίσει την πλάτη μου ακούω τα βήματά της. «Ξέρεις τί είναι αυτό που με θλίβει περισσότερο. Να είσαι μία ζωή ανεξάρτητη και να έρχεται η στιγμή που φωνάζεις τον πατέρα σου για να σου δώσει λεφτά για τσιγάρα. Δεν βαριέσαι…», μου λέει αλλάζοντας τόνο και απομακρύνεται.
Η “Φάρμα της Άβας”
Η Δήμητρα Παρασκευοπούλου είναι μία τελείως διαφορετική περίπτωση. Η κρίση την οδήγησε στη δημιουργία μίας διαδικτυακής πλατφόρμας αγοράς τροφίμων Ελλήνων παραγωγών από κάθε σημείο της Ελλάδας, τη “Φάρμα της Άβας”. Το κίνητρό της, όμως, δεν ήταν οικονομικό. Η Δήμητρα όχι μόνο δεν ήταν άνεργη, αλλά ήταν στέλεχος της γνωστής πολυεθνικής εταιρείας Procter and Gamble.
Μετά από πολυετείς σπουδές στο εξωτερικό πάνω στα χρηματοοικονομικά είχε φτάσει στα 32 της να έχει μία εντυπωσιακή θέση και έναν ακόμα πιο εντυπωσιακό μισθό. Αν και όλα, όμως, φαίνονταν τέλεια στην επιφάνεια, η κρίση την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι κάτι έλειπε από την ζωή της.
«Η κρίση συνέπεσε με τη δημιουργία της οικογένειάς μου. Απέκτησα τα παιδιά μου και όλη αυτή η μιζέρια και η απόγνωση που με περιέβαλε με επηρέασε». Ξαφνικά ο παχυλός μισθός και ο εταιρικός τίτλος δεν ήταν αρκετοί. «Ταρακουνήθηκα, ήθελα να κάνω κάτι που δεν αφορούσε μόνο εμένα, αλλά και την κοινωνία στην οποία ανήκω και η οποία έχει πληγεί ανεπανόρθωτα».
Αν και μέχρι τότε, όπως ομολογεί η ίδια, ζούσε στη φούσκα της, αφυπνίστηκε από τη δοκιμασία της χώρας. Η μέρα που η ζωή της άλλαξε ριζικά ήταν η μέρα που πήρε αύξηση. «Γύρισα στο γραφείο μου και συνειδητοποίησα ότι η αναγνώριση και τα λεφτά που την συνόδευαν δεν αρκούσαν για να με κάνουν ευτυχισμένη».
Άλλαξε τη ζωή της
Αυτό που την έτρωγε τόσο καιρό πήρε σάρκα και οστά γρήγορα. Η Δήμητρα παραιτήθηκε και ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά για τη “Φάρμα της Άβας”. Αφορμή για την επιλογή της ήταν το “κίνημα της πατάτας”. «Ήθελα να φέρω κοντά τους μικρούς παραγωγούς με τους καταναλωτές για να βγούν και οι δύο κερδισμένοι. Να μην τους εκμεταλλεύεται ο κάθε ενδιάμεσος. Η Φάρμα της ΄Άβας είναι το εργαλείο κάθε μικρού παραγωγού για να πουλήσει τα προϊόντα του».
Η πλατφόρμα αυτή δεν είναι e-shop, αλλά χώρος που μπορεί ο παραγωγός να στήσει το δικό του διαδικτυακό μαγαζί. Σ’ αυτόν, άλλωστε, πάει η παραγγελία. Η Δήμητρα παίρνει προμήθεια 17% από κάθε παραγγελία. Η ζωή της έχει αλλάξει δραστικά από τότε που έκανε αυτή τη στροφή, αν και «ακόμα το εγχείρημά μου δεν μου έχει αποφέρει αξιόλογο κέρδος».
Όταν την ρωτάω αν το έχει μετανοιώσει δεν διστάζει: «Ούτε για ένα λεπτό δεν μου έχει περάσει από το μυαλό να γυρίσω πίσω. Θέλησα να κάνω βουτιά μέσα στην κρίση για να μην παρακολουθώ απαθής τα πράγματα. Δεν μπορούσα πια να είμαι αμέτοχη». Φυσικά έχει πληγεί οικονομικά, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι έχει τρία παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών.
Όταν κάποιες στιγμές απελπίζεται παίρνει δύναμη από τους παραγωγούς με τους οποίους επικοινωνεί καθημερινά. «Όταν καταφέρνω να δώσω ελπίδα σ’ έναν παραγωγό από τη Μυτιλήνη που περιμένει μια παραγγελία για να ταϊσει τα παιδιά του είμαι ευτυχισμένη. Αν δεν είχε έρθει η κρίση θα σκεφτόμουν ακόμα τί αυτοκίνητο θα αγοράσω και τώρα δες με», μου λέει γελώντας!
Το doctorASAP
Τον Βασίλη Παπακώστα δεν τον ενέπνευσε το “κίνημα της πατάτας”, αλλά μία καλοκαιρινή απόδραση. Εκεί γεννήθηκε η ιδέα του doctorASAP, μίας εφαρμογής για κινητά. «Η παρέα μου και εγώ αποφασίσαμε να περάσουμε τις διακοπές μας σε μια αρκετά απομονωμένη παραλία, ενός εξίσου απομονωμένου νησιού. Στην ομάδα των φίλων μου υπήρχε μία έγκυος. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να ρωτήσω αν υπάρχει κάποιος γιατρός. Τότε συνειδητοποίησα πόσο χρήσιμη θα ήταν μια εφαρμογή για τέτοιες περιπτώσεις».
H εφαρμογή doctorASAP επιτρέπει στον χρήστη να δεί στον χάρτη του κινητού του το κοντινότερο άτομο που είναι γιατρός, τις γλώσσες που μιλάει, καθώς και το τηλέφωνό του. Ο Βασίλης δεν γνώριζε τίποτα από τεχνολογία μέχρι τότε. Μετά τις σπουδές του στη Γλασκώβη στον τομέα των οικονομικών επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε μια εισαγωγική επιχείρηση, αντιπροσωπεύοντας εταιρείες ένδυσης του εξωτερικού.
«Η συρρίκνωση του εμπορίου με έκανε να αναζητήσω διαφορετικές αγορές και κάπως έτσι άρχισα να ερευνώ και στη συνέχεια να ενθουσιάζομαι με την start up σκηνή της Ελλάδας». Δηλώνει πια ευτυχισμένος, καθώς για επτά συναπτά έτη εισήγαγε προϊόντα που είχαν παραχθεί αλλού. «Τώρα εγώ έχω δημιουργήσεςι μία υπηρεσία στην Ελλάδα και την εξάγω στον υπόλοιπο κόσμο. Τα χρήματα ακόμα δεν είναι πολλά, αλλά η ικανοποίηση είναι τεράστια».
Οι ιστορίες αυτές δεν αλλάζουν το γεγονός ότι οι νέοι αποτελούν τα κύρια θύματα της κρίσης, σε βαθμό να μιλούν σ’ όλη την Ευρώπη για χαμένη γενιά. Μέσα στη διαφορετικότητά τους, όμως, αποδεικνύουν ότι οι δυσκολίες λειτουργούν ενίοτε και σαν κινητήρια δύναμη για κάτι νέο. Η ζωή προχωράει, οι ανάγκες παραμένουν πιεστικές, αλλά και η ανθρώπινη δημιουργικότητα δεν καθηλώνεται.