«Ποια προσέγγιση ακολουθείτε;» – Στο ντιβάνι του ψυχολόγου
11/02/2020Στις μέρες μας η επιστήμη της ψυχολογίας, οι διάφορες επαγγελματικές απολήξεις της, καθώς επίσης και οι ποικίλες εκλαϊκεύσεις της καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τις συζητήσεις, τις ενασχολήσεις και τις αναζητήσεις πολλών ατόμων. Η διαπίστωση αυτή δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι η ψυχολογία και οι διάφορες εκδοχές της γίνονται όλο και πιο πολύ της μόδας (στην Ελλάδα με κάποια χρονοκαθυστέρηση), αλλά και γιατί η αύξηση των ψυχολογικών προβλημάτων και των συναισθημάτων δυσφορίας είναι πλέον γεγονός, καθιστώντας την εφαρμογή των αρχών της ψυχολογίας στην κλινική πράξη από πολυτέλεια, που μπορεί να θεωρείτο κάποτε, αναγκαιότητα.
Πολλοί συχνά λοιπόν οι άνθρωποι που ζητούν ψυχολογική υποστήριξη και υπηρεσίες συμβουλευτικής, για τους ίδιους ή τις οικογένειές τους, αναρωτιούνται ποια “θεραπευτική” προσέγγιση του ψυχολογικού ζητήματος πρόκειται να ακολουθήσει ο ψυχολόγος στην αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων του ατόμου.
Οι άνθρωποι αυτοί έχοντας ακούσει ή πληροφορηθεί με λίγο ή πολύ ασαφή τρόπο, κάτι περί των διάφορων “θεραπευτικών προσεγγίσεων” (γνωστική, συστημική, διαλεκτική, συμπεριφορική, ψυχοδυναμική) και των πιθανών συνδυασμών τους, μοιάζουν κάποτε να έχουν προαποφασίσει (χωρίς αυτό να ισχύει απαραίτητα), πως το ψυχολογικό ζήτημα για το οποίο ζητούν την αρωγή του ψυχολόγου επιδέχεται καλύτερη διαχείριση και επίλυση μέσω της τάδε ή της δείνα προσέγγισης.
Σε ένα τέτοιο κλίμα πληροφόρησης και παραπληροφόρησης συνεισφέρουν άλλωστε σε μεγάλο βαθμό και οι ίδιοι οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας, ψυχολόγοι και ψυχίατροι. Όχι όμως μόνον αυτοί, αλλά και πολλοί από εκείνους που μην έχοντας βασικές σπουδές ψυχολογίας σε πανεπιστημιακό επίπεδο, παρέχουν υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης βασιζόμενοι σε εξειδικεύσεις και σε σεμινάρια (μεγάλης ή μικρής διάρκειας) σε διάφορα κέντρα εξειδικευμένα, όπως υποτίθεται, στις ανάλογες “θεραπευτικές προσεγγίσεις”.
Η συνθετική προσέγγιση του ψυχολόγου
Εντούτοις, κατά τη γνώμη μας, μια πραγματικά συνθετική προσέγγιση των συμπτωμάτων ψυχολογικής δυσφορίας που έχει να αντιμετωπίσει ο κλινικός ψυχολόγος, όταν εργάζεται σε κοινωνίες που βιώνουν μια πολυδιάστατη κρίση, οφείλει για να είναι αποτελεσματική να λάβει υπόψη της ότι:
- Η κυριαρχία της οικονομικής σκέψης και η αντίληψη της πολιτικής ως διαχείριση έχει εμφυσήσει στις κοινωνικές πεποιθήσεις περί των ανθρώπινων κινήτρων κάποιες ιδέες καχυποψίας, υστεροβουλίας και έλλογης υποτίθεται απόσυρσης από τα κοινά.
- Τα επιτεύγματα των τεχνοεπιστημονικών εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών έχουν διεισδύσει ακόμα και στον καθημερινό ιδιωτικό μικρόκοσμο, αποσπώντας την ενθουσιώδη συναίνεση των περισσότερων ατόμων που επικοινωνούν διαρκώς μεταξύ τους και πιστεύουν αξιωματικά στην πρόοδο.
Πιο συγκεκριμένα, η τεχνολογία στον τομέα της επικοινωνίας έρχεται πλέον να καλύψει πολλά “κενά” (του χρόνου, των συναισθημάτων, των γνώσεων…), δημιουργώντας νέα κενά και εντάσσοντας τους ανθρώπους σε εικονικούς κόσμους έντονης δραστηριότητας, σε δίκτυα αέναης ροής πληροφοριών και σε ποικίλους τρόπους επικοινωνίας εξ’ αποστάσεως που καθιστούν την πάλαι ποτέ προσωπική επαφή με τον κοινωνικό περίγυρο φαινομενικά όλο και λιγότερο αναγκαία στη ζωή των δυτικών ανθρώπων.
Η αυθόρμητη έκφραση των παθών
Η αυθόρμητη έκφραση των ανθρώπινων παθών και συναισθημάτων σε ένα κόσμο που θεωρείται ανοικτός, αλλά είναι συχνά επιφανειακός και κατοικείται κυρίως από ιδιώτες–καταναλωτές, καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολη. Αντίθετα, κερδίζουν έδαφος στις κοινωνικές απαιτήσεις ή στις δεσπόζουσες ιδέες περί της βελτίωσης της καθημερινής ζωής κάποιες αποστειρωμένες “αντιλήψεις” περί της εξέλιξης και της προόδου.
Οι “αντιλήψεις” αυτές συμβαδίζουν όχι μόνο με τον περιρρέοντα ατομικισμό, την ανταγωνιστικότητα ή την αποξένωση, αλλά και με νέες δεισιδαιμονίες, μηδενιστικές κοσμοαντιλήψεις, εσχατολογικές ιδέες, μαγικές σκέψεις, πεποιθήσεις περί του τέλους της ιστορίας και των συλλογικών υποκειμένων. Αυτό συμβαίνει στο μέτρο που:
- Η ταχύτητα αποτελεί πλέον το κύριο χαρακτηριστικό τόσο των ατομικών επιδόσεων στο τομέα της εργασίας, όσο και των απαιτήσεων σχετικά με την ενημέρωση.
- Οι σχέσεις των ατόμων (συμπεριλαμβανομένων των ερωτικών) καθίστανται όλο και πιο εφήμερες.
- Οι διάφοροι ψυχαναγκασμοί σχετικά με τη διασκέδαση ή η ατομική επιθυμία του καθενός για μια «όλο και καλύτερη, αλλά και πιο εύκολη ζωή» (πιο απλά μια “ζωάρα”) θεωρούνται αυτοδικαίως αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε ατόμου.
Ψυχολογία και κοινωνικές παθογένειες
Σε αυτές τις συνθήκες, ψυχικές καταστάσεις όπως η θλίψη ή η μελαγχολία, όταν δεν αντιμετωπίζονται με ψυχοφάρμακα (την χορήγηση των οποίων έχει αναλάβει ο ψυχίατρος), οδηγούν σε νέα όλο και πιο μαζικά συμπτώματα δυσφορίας ή και βιώματα αδιεξόδου: τις κρίσεις άγχους και πανικού, τις διπολικές διαταραχές, την απώλεια νοήματος που συνδέεται με ανυπόφορα αισθήματα ανίας και παραίτησης, τον εγκλωβισμό των ατόμων σε ένα σύμπαν εκλογικευμένων αντιφάσεων και εξιδανικεύσεων χαρακτηριστικών πολλών καταστάσεων υπαρξιακής εξάρτησης, εξουθένωσης και προσωπικής ανευθυνότητας.
Οι κοινωνικές παθογένειες μέσα στις οποίες εμπλέκεται το άτομο κατά την οργάνωση του συμβολικού του κόσμου στο πεδίο των οικογενειακών και συναισθηματικών σχέσεων, των παραστάσεων του συνανήκειν σε μια κοινότητα, των τρόπων συγκρότησης των ταυτοτήτων και της οικοδόμησης των γνώσεων και των αξιών, δεν μπορούν να μην λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια της άσκησης κλινικού και ψυχοθεραπευτικού έργου.
Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα οι εκάστοτε ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που διατείνονται πως η κάθε μια ξεχωριστά διαθέτει τις μεθόδους και τα εργαλεία να αντιμετωπίσει τα κλινικά συμπτώματα και να ανακουφίσει το άτομο από συναισθήματα δυσφορίας σε σχέση με τον εαυτό και τη ζωή του, συμβάλλουν συχνά στην σύγχυση και στον αποπροσανατολισμό των ατόμων.
Μετατρέπουν αφενός την ψυχολογία από επιστήμη της κοινωνίας και του ανθρώπου σε μια εύπεπτη ιδεολογία της εποχής, αφετέρου δίνουν αληθοφανή όψη σε μισές αλήθειες περί της ζωής και των ψυχολογικών διαταραχών. Κάποτε δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα ή ακόμα προσπαθούν να κάνουν τις αερολογίες να φαίνονται σαν συγκροτημένος λόγος.
Μία επώδυνη αυτολογοκρισία
Συνήθως, σήμερα ο λόγος περί “ψυχής” και ανθρώπου (δηλαδή η ψυχο-λογία) περιορίζεται σε γλυκανάλατες, “ενσυναισθητικές”, επιφανειακά φιλοσοφίζουσες και πρακτικά αυτονόητες κοινοτοπίες οι οποίες όχι μόνον συνιστούν έναν σχεδόν “ξύλινο λόγο” περί των προβλημάτων της κοινωνίας και του ανθρώπου, αλλά και θα μπορούσαν να αποτελούν ορισμένες φορές εμπόδιο στην ψυχολογική, κλινική παρέμβαση. Ταυτόχρονα, οι εν λόγω κοινοτοπίες και μισές αλήθειες παρέχουν στα άτομα έναν “προστατευτικό μηχανισμό” – άμυνα από τον πραγματικό κόσμο εγκλωβίζοντας τα σε μια (κοινωνιο) ψυχολογίζουσα ομφαλοσκόπηση.
Μέσα σε τέτοιες συγκυρίες, οι συνεδρίες ψυχολογικής υποστήριξης ή έστω παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών καθίστανται συχνά κάτι σαν ατομικά ή ομαδικά καταφύγια όπου εκφράζονται οι κοινωνικές, πολιτικές και ψυχικές αλήθειες που για διάφορους λόγους συνήθως κρύβονται, ίσως διότι δεν βρίσκουν άλλο τρόπο και τόπο να εκφραστούν.
Διότι μια επώδυνη, εσωτερικευμένη λογοκρισία παρεμποδίζει όλο και πιο συχνά πολλούς ανθρώπους να “πουν αυτό που θέλουν”. Και όχι μόνο διότι δεν έχουν τις κατάλληλες λέξεις, όπως ορθά θα σημείωνε ο ψυχαναλυτής, αλλά επίσης επειδή οτιδήποτε θα μπορούσαν να πουν για τις αγωνίες τους, τα κοινωνικά τους συμπλέγματα που καθιστούν αφόρητη την καθημερινή τους ζωή και γενικότερα για τα προβλήματά τους, τους φαίνεται εκ προοιμίου κενό ουσίας ή ακόμα χειρότερα, φτηνή απομίμηση του πραγματικού τους προβλήματος.