Η ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ “The Terminal” παρουσίασε –με τεράστιες αποκλίσεις από την πραγματικότητα– την ζωή ενός ανθρώπου που είχε εγκλωβιστεί επί δύο δεκαετίες σε ένα αεροδρόμιο, επειδή δεν είχε “χαρτιά” και χαρακτηρίστηκε άπατρις. Ο άνθρωπος που ενέπνευσε την ταινία, ο Μεχράν Νασερί ήταν στην πραγματικότητα ένας ιδιόρρυθμος Ιρανός που πέθανε χθες ολομόναχος, όπως άλλωστε ολομόναχος έζησε, επί 18 ολόκληρα χρόνια στο αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκολ.
Ο παράξενος αυτός άνδρας είχε πάρει άδεια εξόδου το 2006, όμως, ηλικιωμένος και άπορος πλέον, ξαναγύρισε ως άστεγος σε αυτό, όπου χθες απεβίωσε σε ηλικία 77 ετών. Σύμφωνα με τις αρχές, πέθανε «από παθολογικά αίτια» και, συγκεκριμένα, από ανακοπή. Κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν τα 250.000 δολάρια που του δόθηκαν ως δικαιώματα για την χολιγουντιανή ταινία το 200, με τον Τομ Χανκς.
Ο Μεχράν Νασερί ήταν μια παράξενη προσωπικότητα και οι πληροφορίες όπως είναι φυσικό συγκρούονται. Ο ίδιος δήλωνε Πέρσης, από τον γιατρό πατέρα του και Σκοτσέζος, από τη νοσηλεύτρια μητέρα του. Έλεγε πως δεν ήξερε ποια ήταν η αληθινή του μητέρα μέχρι την εφηβεία του και ότι η οικογένειά του τον είχε αποκηρύξει. Η μητέρα του πάντως ζούσε μέχρι και το 2016 και είχε το παράπονο ότι την απαρνήθηκε ο γιος της. Οι γονείς του γνωρίστηκαν στην εταιρεία πετρελαίου όπου εργάζονταν, στον οικισμό των εργαζομένων όπου διέμεναν. Εκεί γεννήθηκε ο Μεχράν Νασερί, στην επαρχία Χουζεστάν (την Σουσιανή των ελληνιστικών χρόνων), κοντά στην πόλη Μαζχέντ Σουλεϊμάν –μια πόλη 200.000 κατοίκων– το 1945.
Ήταν ταραγμένα τα χρόνια εκείνα, ταραγμένη ειδικότερα και η νοτιοδυτική Περσία αλλά ευάλωτος και ταραγμένος και ο ίδιος ο Νασερί. Στο Χουζεστάν, μια περιοχή με πάρα πολλά κοιτάσματα, έκαναν κουμάντο 15 φύλαρχοι και οι συγκρούσεις μεταξύ τους, αλλά και με την κεντρική εξουσία (κάποιες εν δικαίω και κάποιες όχι) ήταν συχνές. Ο Σάχης με την Σαβάκ του (η μυστική υπηρεσία της αστυνομίας) τότε έκανε κυριολεκτικά ό,τι ήθελε. Όταν ο Νασερί ήταν 22 ετών, ο πατέρας του πέθανε από καρκίνο. Οι διαδηλώσεις κατά του Σάχη πλήθαιναν και η δυσαρέσκεια μεγάλωνε. Ο μεγάλος του αδελφός, εισαγωγέας ιατρικών υλικών, έφυγε για την Αγγλία. Ήταν εκείνος που τον πήρε αργότερα κοντά του στο Λονδίνο.
Πρώτος σταθμός το Λονδίνο
Εκεί ο Νασερί φοίτησε στο τμήμα “Γιουγκοσλαβικών Σπουδών”, όμως ξαφνικά το τρίτο έτος εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και άρχισε να περιπλανιέται στην Ευρώπη. Η ανατροπή του Σάχη το 1978 και μετέπειτα ο πόλεμος με το Ιράκ, μεγάλωσε περισσότερο τις αποστάσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας και οι επαφές με τον Νασερί σταμάτησαν. Από τους τέσσερις αδελφούς και τις τρεις αδελφές, άλλοι τραπεζικοί, άλλοι γιατροί, μόνον ο Κύρος στο Λονδίνο είχε λίγες επαφές με τον Νασερί, αλλά τις έχασε κι εκείνος.
Ο Νασερί έλεγε πως όταν έφυγε από το Λονδίνο και γύρισε στο Ιράν, η ιρανική κυβέρνηση τον συνέλαβε, τον βασάνισε και εν συνεχεία τον εξόρισε, λόγω της συμμετοχής του σε διαδηλώσεις κατά του Σάχη. Ζήτησε άσυλο σε διάφορες χώρες και τελικά του το παραχώρησε το Βέλγιο. Εντούτοις οι γαλλικές αρχές ερεύνησαν το θέμα και υποστηρίζουν ότι δεν μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν τον ισχυρισμό του Νασερί ότι εξορίσθηκε. Αυτό είχε ως συνέπεια να αμφισβητηθεί το καθεστώς ασύλου.
Ο ίδιος, στηριζόμενος στο ότι η μητέρα του ήταν Σκοτσέζα, αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Βρετανία, όπου ήδη ζούσε άλλωστε και ο αδελφός του. Καθώς προσπαθούσε να γυρίσει στο Λονδίνο, όμως, το 1988, χάθηκαν τα έγγραφά του και ο ίδιος δήλωσε ότι του έκλεψαν τη βαλίτσα που περιείχε όλα τα ντοκουμέντα του. Αυτό είχε ως συνέπεια οι Βρετανοί να τον γυρίσουν άναυλα στη Γαλλία. Οι Γάλλοι αρχικά τον συνέλαβαν, όμως εν συνεχεία αποφάσισαν να τον απελάσουν. Εντούτοις, επειδή εκείνα τα χρόνια δεν αρκούσε να δηλώσεις τόπο καταγωγής και γέννησης, ή να δηλώσεις διωκόμενος για να πάρεις άσυλο, δεν είχαν πού να τον στείλουν.
Η χαμένη ταυτότητα του Νασερί
Οι Γάλλοι έλεγαν ότι αφού μπήκε νόμιμα στη Γαλλία δεν μπορούσαν να τον διώξουν, αλλά δεν μπορούσαν και να του δώσουν –όπως υποστήριζαν– και άδεια εισόδου στη χώρα. Έτσι άρχισε η επί δεκαετίες εν τέλει παραμονή του στο αεροδρόμιο. Στην “προσωρινή” παραμονή του σε παγκάκια του αεροδρομίου συνέβαλε και η ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του. Δεν ξέρει κανείς αν το μυαλό του παράπαιε εξαρχής ή αν άρχισε να τα χάνει λόγω της λίμπο ζωής του.
Ο Γάλλος δικηγόρος που τον είχε αναλάβει πάντως έχει δηλώσει πως όταν τον πρωτογνώρισε ο Μεχράν ήταν ένας έξυπνος και διανοητικά υγιής άνδρας που απλά ήθελε να ζήσει στη Βρετανία, και ότι κάποια στιγμή άρχισε να παρανοεί. Ίσως υπήρχε ένα υπόστρωμα που “πυροδοτήθηκε” από την χρόνια παραμονή στα παγκάκια του αεροδρομίου. Ο ίδιος έλεγε και ξανάλεγε ότι «είναι πολύ δύσκολο να βρεις την ταυτότητά σου». Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο δύσκολη ήταν πλέον η επικοινωνία μαζί του.
Το πρόβλημα τραβούσε σε μάκρος, γιατί η γραφειοκρατία ήταν τερατώδης. Έφτασε το 1992 για να ζητήσουν οι Γάλλοι τα αρχικά έγγραφα του Μεχράν Νασερί από το Βέλγιο, όμως οι Βέλγοι δήλωσαν ότι για να τα δώσουν, θα έπρεπε να τα ζητήσει αυτοπροσώπως ο άμεσα ενδιαφερόμενος. Το 1995 οι Βέλγοι του έδωσαν τελικά την άδεια να επισκεφθεί το Βέλγιο και να πάρει τα έγγραφά του, όμως υπό την προϋπόθεση όσο ζούσε στη χώρα τους, να ήταν υπό επιτήρηση από τις κοινωνικές υπηρεσίες. Ο Νασερί αρνήθηκε, επιμένοντας ότι είχε δικαίωμα να πάει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και οι Γάλλοι και οι Βέλγοι του έδωσαν εν συνεχεία την δυνατότητα να ζήσει στη χώρα τους, όμως ο Νασερί είχε ενστάσεις.
Ο κυκεώνας της γραφειοκρατίας
Και οι δύο χώρες του έδιναν να υπογράψει έγγραφα ως Ιρανός, ενώ εκείνος ήθελε να τεκμηριώσει την βρετανική του υπηκοότητα και επίσης ήθελε να αναφέρεται ως “σερ Άλφρεντ”. Η οικογένειά του στο Ιράν, απαντούσε λακωνικά στους δημοσιογράφους ότι ο Νασερί «έχει κάνει τις επιλογές του» και κανείς από τους συγγενείς του δεν αναγνώριζε ότι ο άνδρας αυτός πλέον έπασχε από ψυχασθένεια και χρειαζόταν βοήθεια. Ο ίδιος, μετά την ταινία του Σπίλμπεργκ, ήλπιζε ότι ο σκηνοθέτης θα τον έπαιρνε στην Καλιφόρνια. Όμως ουδείς θέλησε να “μιζερέψει” την ταινία με την πραγματική ιστορία του Ιρανού και ο κινηματογραφικός κόσμος κράτησε τις αποστάσεις του.
Ο Νασερί έλεγε τώρα ότι ίσως οι γονείς του να είναι Αμερικανοί. Ότι οι δικοί του τον είχαν απαρνηθεί από παιδάκι ακόμη και ότι θα δεχόταν ακόμη και ότι μπαμπάς του ήταν ο ηθοποιός Κλαρκ Γκέιμπλ, αρκεί να έκαναν τεστ DNA για να το επιβεβαιώσουν. Η ταινία του Σπίλμπεργκ απέφερε σημαντικό ποσό που κατατέθηκε στο λογαριασμό του Νασερί στο τραπεζικό υποκατάστημα του αεροδρομίου. Όμως ο ιδιόρρυθμος Πέρσης δεν ενδιαφερόταν ποτέ για τα λεφτά.
Όλα αυτά τα χρόνια (πριν την ταινία) ζούσε από όσα του έδιναν ως αμοιβή κανάλια και δημοσιογράφοι για να του πάρουν συνέντευξη και με ό,τι του προσέφεραν οι “τουρίστες” που πήγαιναν εκεί ειδικά για να τον γνωρίσουν. Αποδεχόταν τις προσφορές τους αξιοπρεπέστατα ως πολιτικός πρόσφυγας και ήταν πάντα λιγομίλητος και αφηρημένος, με ένα βλέμμα πλέον χαμένο. Πάντως όταν έτρωγε στα Mac Donalds του αεροδρομίου, άφηνε πάντα πουρμπουάρ! Όλοι τον περιγράφουν ως έναν ιδιαίτερα αξιοπρεπή και πάντα καθαρό άνδρα που δεν έμοιαζε ποτέ με άστεγο. Περιποιόταν καθημερινά τα ρούχα, το σώμα του και τα σεντόνια του και είχε μια γωνιά με τα υπάρχοντά του.
Έσβησε ήσυχα στο… σπίτι του
Το 2006 ασθένησε και διακομίσθηκε στο νοσοκομείο όπου έμεινε για αρκετούς μήνες. Κανείς δεν ξέρει τι έκανε με το ποσό που πήρε από την ταινία (250.000 δολάρια) και από τα δικαιώματα για
το βιβλίο που γράφτηκε για τη ζωή του. Πάντως μετά το νοσοκομείο ζήτησε την βοήθεια του Γαλλικού Ερυθρού Σταυρού, που τον φιλοξένησε σε ένα μοτέλ κοντά στο αεροδρόμιο. Εν συνεχεία μεταφέρθηκε σε κατάλυμα αστέγων στο Παρίσι και μετά σε γηροκομείο. Κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς ξαναγύρισε στο μόνο σπίτι που γνώρισε: το αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκολ, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή. Σύμφωνα με τον διοικητή του αεροδρομίου, ξαναγύρισε προ διμήνου, τον Σεπτέμβριο, ίσως γιατί διαισθανόταν ότι το τέλος πλησίαζε και ήθελε… να πεθάνει σπίτι του.
Για την ζωή του γυρίστηκαν και άλλες ταινίες, που δεν ήταν χολιγουντιανές με χάπι έντ και δεν έκαναν θραύση. Ανάμεσά τους και το γαλλικό
Tombés du ciel, και
μια ταινία μικρού μήκους “The Fifteen-Year Layover”, και ένα ντοκιμαντέρ από έναν φινο-ιρανό σκηνοθέτη, το
Waiting for Godot at De Gaulle (2000). Η ζωή του έγινε και
όπερα η οποία μάλιστα απέσπασε δύο βραβεία. Αν και πολλοί θέλησαν στην πορεία να του προσφέρουν καταφύγιο, κανείς δεν μπόρεσε να τον απελευθερώσει
από την πλασματική ταυτότητα που δημιούργησε μέσα στο ταραγμένο πλέον μυαλό του.