Πως διαπιστώνουμε αν “έπιασε” το εμβόλιο
11/04/2021Πολλοί εμβολιασθέντες έχουν κολλήσει κορονοϊό και νόσησαν –ηπίως οι περισσότεροι, και λίγοι, βαρύτερα. Πιο σοβαρά νόσησαν όσοι ο οργανισμός τους δεν ανταποκρίθηκε καλά στο εμβόλιο για διάφορους λόγους. Όμως πως μπορεί να ξέρει κάποιος αν στη δική του περίπτωση το εμβόλιο “δούλεψε” ή όχι; Πόσες είναι οι πιθανότητες κάποιος να εμβολιασθεί και τελικά να κολλήσει;
Οι πιθανότητες δεν είναι ίδιες για όλους. Τα εμβόλια αποδίδουν στον οργανισμό των ατόμων ανάλογα με πολλούς παράγοντες που κάποιοι σχετίζονται με την απόδοση του εμβολίου αυτού καθ΄αυτού, άλλοι με την ηλικία των ατόμων, άλλοι με την κατάσταση του ανοσοποιητικού ανεξαρτήτως ηλικίας. Ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δημοσθένης Σαρηγιάννης, γνωστός περισσότερο από την εργασία της ομάδας του για το μοντέλο πρόβλεψης κρουσμάτων, έζησε μια δυσάρεστη εμπειρία: παρότι ο 86χρονος πατέρας του έκανε και τις δύο δόσεις, τελικά νόσησε, ενώ είναι και καρδιοπαθής. Ο καθηγητής είπε σχετικά:
«Ο πατέρας μου έκανε και τις δύο δόσεις αλλά κόλλησε –πιστεύω κόλλησε στο νοσοκομείο όπου χρειάσθηκε να πάει για να κάνει μετάγγιση. Νόσησε δυστυχώς ενώ είχε παρέλθει μήνας και από την δεύτερη δόση. Όμως ξέρουμε ότι κάποιο ποσοστό δεν ανταποκρίνεται στο εμβόλιο. Είναι γνωστό. Το μόνο θετικό είναι ότι με το εμβόλιο ο άνθρωπος νοσεί ηπιότερα. Κανένα εμβόλιο δεν καλύπτει όλους ανεξαιρέτως ούτε πλήρως. Το θέμα είναι αν κολλήσουν, να περάσουν το νόσημα ηπίως. Όπως δείχνουν όλα, αυτό ισχύει: ακόμα κι αν το εμβόλιο δεν προκαλεί πλήρη ανοσία, ο εμβολιασμένος που τελικά θα νοσήσει, θα νοσήσει πιο ήπια».
Το ίδιο είπε και η πρόεδρος της Επιτροπής Εμβολιασμών κα Θεοδωρίδου. «Από όσα γνωρίζουμε στην Ελλάδα το ποσοστό των πλήρως εμβολιασθέντων που νοσεί, είναι μόλις 0,2%. Κανένα εμβόλιο δεν είναι 100% αποτελεσματικό. Οι περισσότεροι εμβολιασμένοι που νοσούν είναι ολιγοσυμπτωματικοί ή τελείως ασυμπτωματικοί». Αναφερόταν στο εμβόλιο της Pfizer γιατί μέχρι στιγμής από τα άλλα εμβόλια κανείς δεν έχει λάβει την δεύτερη δόση.
Ο Δρ. Robert Gallo, επιδημιολόγος στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Maryland, λέει ότι σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία, οι μελέτες υποδεικνύουν ότι όταν οι άνθρωποι μολύνονται από τον ιό παρά τον εμβολιασμό τους, φέρουν μικρότερο ιικό φορτίο. «Ένα εμβολιασμένο άτομο ελέγχει καλύτερα τον ιό», είπε. Όπως όλα δείχνουν, ακόμα κι αν το εμβόλιο δεν έχει “αποδώσει” 100%, ο εμβολιασμένος δεν είναι άοπλος και έχει “στρατιώτες” να παλέψει τη νόσο, με το πιθανότερο μάλιστα να είναι ότι δεν θα χρειασθεί καν νοσηλεία, πολύ δε περισσότερο σε ΜΕΘ. Υπάρχει όμως τρόπος να ξέρει κάποιος αν έχει επαρκή αντισώματα μετά τον εμβολιασμό του;
Κάνοντας τεστ
Το αμερικανικό Κέντρο Πρόληψης Λοιμωδών Νοσημάτων συνιστά στους πολίτες να μην κάνουν τεστ αντισωμάτων, γιατί ακόμα δεν ξέρουν οι ειδικοί τι ακριβώς δείχνουν αυτά τα τεστ. Βλέπουν δηλαδή αριθμούς και αντισώματα και αντιγόνα, αλλά δεν είναι ακόμη βέβαιοι για το πώς ερμηνεύονται αυτά. Η νευροφυσιολόγος και δημοσιογράφος στην The Washington Post Helen Thomson γράφει για την δική της αναζήτηση, καθώς έκανε την πρώτη δόση του AstraZeneca και όσο περίμενε για να κάνει την δεύτερη δόση, “ψάχτηκε” με εξετάσεις.
Όπως γράφει υπάρχουν 3-4 τεστ αντισωμάτων στην αγορά και έκανε το ένα (της Roche, με δείγμα αίματος) πληρώνοντας 50 δολάρια, Η απάντηση δεν την διαφώτισε ιδιαίτερα: Είχε 15.20 μονάδες ανά χιλιοστόλιτρο ή millilitre (U/mL).«Διάβασα στην απάντηση επεξηγηματικά ότι θετικό θεωρείται οποιοδήποτε αποτέλεσμα πάνω από 0.8 U/mL, αλλά και ότι 21 μέρες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου της Pfizer, τα αποτελέσματα κυμαίνονται συνήθως μεταξύ 1000 και 2000 U/mL, καθώς δεν είχαν στοιχεία για της AstraZeneca. Έβγαλα εμμέσως το συμπέρασμα ότι είχα μάλλον πολύ μικρή ανταπόκριση», γράφει.
Ρώτησε έναν ειδικό σε εταιρία που πουλάει τέτοια τεστ και της είπε ότι «λίγα αντισώματα σημαίνουν ότι είναι πιθανότερο, να προσβληθεί» και τη συμβούλεψε να συζητήσει με τον γιατρό της. Εκείνος πάλι της είπε, ότι δεν μπορεί να βγάλει κανένα συμπέρασμα από το τεστ. Της είπε μάλιστα ότι το υπουργείο Υγείας συνιστά να μην γίνονται τέτοια τεστ και ότι “έστω και λίγα αντισώματα είναι καλύτερα από το τίποτα”.
Τι μετράει και τι δεν μετράει
Τα τεστ της αγοράς μετρούν συνήθως τα επίπεδα των συγκεκριμένων αντισωμάτων που είναι σε θέση να αναγνωρίσουν την πρωτεΐνη-ακίδα του κορονοϊού –εκείνην με την οποία αυτός γραπώνεται στα κύτταρά μας. Εντούτοις, δεν μας λένε πόσο ισχυρά είναι τα αντισώματα αυτά στις διάφορες μεταλλάξεις. Επισης, δεν μετρούν άλλα σημαντικά στοιχεία του ανοσοποιητικού μας, όπως (ίσως το κυριότερο) τα Β κύτταρα και τα Τ κύτταρα. (Τα Τ κύτταρα ή θυμοκύτταρα και τα Β κύτταρα, τα θυλακοπροερχόμενα κύτταρα, είναι τα κύρια κυτταρικά συστατικά της προσαρμοστικής ανοσολογικής απόκρισης).
Αυτά που δεν μετρώνται όμως είναι σπουδαία: είναι εκείνα που προκαλούν την παραγωγή και άλλων αντισωμάτων όταν συναντούν τον ιό ή εκείνα που ειδικεύονται στην εξόντωση των κυττάρων μας που έχουν προσβληθεί από τον ιό. Επίσης δεν μας λύνουν την απορία αν σε περίπτωση νόσησης μεταδίδουμε τον ιό σε άλλους, όμως αυτό είναι άλλο (σημαντικό) θέμα.
Η Thomson έψαξε και άλλα τεστ της αγοράς, όπως του Sebastian Johnston του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου και των εκεί συνεργατών του. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι το τεστ του δίνει απαντήσεις με αρνητικό, χαμηλό, μέτριο και υψηλό επίπεδο αντισωμάτων και είπε σε συνέντευξή του πως «το βασικό είναι πως με θετικό τεστ οποιουδήποτε επιπέδου, ακόμα και του χαμηλού, μάλλον ο άνθρωπος είναι προστατευμένος από σοβαρή νόσηση». Ο ίδιος προσθέτει, όμως ότι τα αντισώματα με την πάροδο του χρόνου μειώνονται – αυτό όντως ισχύει, αλλά εκείνος έχει και ένα λόγο παραπάνω να το λέει.
Το Πανεπιστήμιο Northwestern University παρασκεύασε ένα τεστ αντισωμάτων που γίνεται με μια σταγόνα αίματος, όπως το τεστ σακχάρου. Ο ενδιαφερόμενος μετά το στέλνει σε εργαστήριο για ανάλυση και δεν χρειάζεται να γίνει λήψη αίματος από φλέβα. Όπως λένε δεν έχει διαπιστωθεί ακόμα αν το τεστ μετράει και αντισώματα για τις νέες μεταλλάξεις, αλλά μπορούν εν ανάγκη να το τροποποιήσουν για να “μετράει” και γι΄αυτές.
Πολυπαραγοντική η ανοσία
Ο διευθυντής του Εργαστηρίου Ρετροϊικής Ανοσολογίας στο Ινστιτούτο Francis Crick και καθηγητής Ρετροϊoλογίας στο Imperial College του Λονδίνου, Γεώργιος Κασσιώτης, δήλωσε πως «όλα αυτά τα τεστ δεν έχουν κανένα νόημα στην ουσία, γιατί δεν είναι σαφής ποια εργαστηριακή “επίδοση” των αντισωμάτων ισχύει στον έξω κόσμο, στην πράξη, στον ζωντανό οργανισμό και κατά συνέπεια, δεν ξέρουμε από ποιο όριο και πάνω δείχνουν όντως ότι κάποιος προστατεύεται ή όχι».
Παρότι κυκλοφορούν διάφορες εκδοχές με τεστ, το αμερικανικό υπουργείο Υγείας δεν συνιστά την χρήση τους επειδή «ακόμη δεν γνωρίζουμε στην ουσία πόσα αντισώματα χρειάζονται για να εξουδετερωθεί ο ιός όταν κάποιος εκτεθεί σε αυτόν. H κλινική αξία αυτών των τεστ δεν έχει τεκμηριωθεί ακόμη. Έχουν ποικίλη ευαισθησία και εξετάζουν διαφορετικές παραμέτρους, και δεν έχουν εγκριθεί για να εκτιμούν επακριβώς την ανοσολογική απόκριση μετά από εμβολιασμό».
»Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ακόμη εξάλλου ποιες ειναι οι καθοριστικές παράμετροι στο ορό του αίματος για την προστασία του ατόμου και τα τεστ αντισωμάτων δεν μετρούν την κυτταρική ανοσολογική απόκριση. Επισης τα τεστ για νουκλεοκαψίδια δεν μπορούν να μετρήσουν την ανοσολογική απόκριση που προκύπτει από εμβολιασμό», γράφει στις οδηγίες του το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου Λοιμωδών.
Διαφορετικά αντισώματα
Ο εμβολιασμένος μπορεί κατά συνέπεια να πάρει αρνητικό τεστ από έναν έλεγχο ακόμα και αν το εμβόλιο έχει “δουλέψει”, επειδή κάθε τεστ μετράει διαφορετικά αντισώματα σε διάφορα “κομμάτια” του κορονοϊού. Ο καθηγητής Ρευματολογίας στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Alabama του Birmingham, Jeffrey Curtis, που ασχολείται πολύ με ασθενείς με αυτοάνοσα και ανοσοκατεσταλμένους, λέει ότι «ακόμα κι αν λάβεις απάντηση με κάποιους αριθμούς, κανείς δεν ξέρει να σου πει τι υπεύθυνα και σίγουρα τι σημαίνει στην πράξη το νούμερο αυτό. Δεν ξέρεις αν έχεις μερική ή πλήρη προστασία. Κι ακόμα κι αν πάρεις μια απάντηση για πολύ υψηλό αριθμό συγκεκριμένων αντισωμάτων και κόψεις τα μέτρα προστασίας, μπορεί τελικά να κινδυνεύεις».
Αν πάλι πάρει κάποιος μια απάντηση με χαμηλούς αριθμούς, ο λοιμωξιολογος Amesh A. Adalja, MD, του Κέντρου Υγειας του Johns Hopkins, λέει ότι «μπορεί να στενοχωρηθεί αδίκως. Τα τεστ μετρούν μόνον συγκεκριμένες παραμέτρους του ανοσοποιητικού, τη στιγμή που η ανοσολογική απόκριση του οργανισμού μας καθορίζεται από πάρα πολλές».
Πάντως οι ειδικοί επεξεργάζονται τρόπους να προσδιορίσουν τους τίτλους αντισωμάτων στους εμβολιασθέντες αναλυτικά, ώστε να ξέρουν πότε θα πρέπει αυτοί να πάρουν “αναμνηστική” ή ενισχυτική δόση ή να τους χορηγηθεί άλλο εμβόλιο, καθώς είναι άγνωστη ακόμα η διάρκεια της ανοσίας μετά τον εμβολιασμό στο σύνολο των εμβολιασθέντων, πολύ δε περισσότερο ειδικά σε κάθε άτομο χωριστά.