Πως διασώθηκε και εκτοξεύτηκε η γαλλική Le Monde
03/01/2021Στο δημοσιογραφικό περιβάλλον και όχι μόνον εκεί, επικράτησε ευρέως η πεποίθηση πως η εποχή της εφημερίδας έχει πλέον περάσει και πως η έντυπη πληροφόρηση έχει οριστικά υποκύψει μπροστά στις τηλεοράσεις (στην Ελλάδα κυρίως) και πιο πρόσφατα στις ενημερωτικές ιστοσελίδες (παγκοσμίως).
Κι όμως, υπάρχει μια ιστορία που δείχνει πως υπάρχει ακόμη χώρος και μάλιστα ευρύς, για τις εφημερίδες. Η ιστορία δεν αφορά τη χώρα μας αλλά την πολύ μακρινή από εμάς, από την οπτική της ελεύθερης και έγκυρης πληροφόρησης, Γαλλία. Πιο συγκεκριμένα, είναι η ιστορία της γαλλικής Le Monde. Η εγκυρότατη αυτή εφημερίδα πριν από μια εικοσαετία είδε το φάντασμα της χρεοκοπίας. Αναγκάστηκε να πουλήσει το μέγαρο με τα γραφεία της στο κέντρο του Παρισιού και καταχρεώθηκε στις τράπεζες για να επιβιώσει.
Η είδηση είναι πως όχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει, αλλά τα τελευταία χρόνια πραγματικά αναστήθηκε και επεκτείνεται γοργά στην αγορά. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: στις αρχές του 2015, η Le Monde πουλούσε 260.000 φύλλα ημερησίως, στο έτος που μόλις τελείωσε οι πωλήσεις κυμαίνονταν κατά μέσο όρο στις 400.000. Σε αυτό τον αξιοζήλευτο αριθμό πρέπει να προσθέσουμε κι έναν άλλον, ακόμη πιο εκπληκτικό: τους περίπου 450.000 “abonnés”, από τους οποίους οι 350.000 είναι συνδρομητές στην ψηφιακή έκδοση και 100.000 στην παραδοσιακή, δηλαδή στο χαρτί.
Στα τέλη του 2018, οι συνδρομητές στην ψηφιακή έκδοση ήταν σχεδόν οι μισοί, κάπου 180 χιλιάδες. Τώρα ένας άνεμος αισιοδοξίας φυσά ορμητικά στα κεντρικά γραφεία σύνταξης της εφημερίδας στο Παρίσι. Τόσο που ο διευθυντής της εφημερίδας Ζερόμ Φενολιό δήλωσε πριν δυο μήνες στην ιταλική εφημερίδα Il Foglio, πως ο στόχος να εξασφαλίσει η Le Monde 1 εκατομμύριο συνδρομητές το 2025, δεν αποκλείεται να επιτευχθεί εντός του 2023: «Ποτέ στην ιστορία της η Le Monde δεν είχε τόσο πολλούς συνδρομητές», είχε δηλώσει τότε.
Σύμφωνα με τον Φενολιό, πρωταγωνιστής αυτής της εντυπωσιακής ανάκαμψης της εφημερίδας, που άφησε πίσω της δύο δεκαετίες με σοβαρά προβλήματα, όχι μόνον οικονομικά πρωτίστως αλλά και πολιτιστικής ταυτότητας, είναι ο πρώην αρχισυντάκτης Λύκ Μπρονέ, που ανέλαβε τη θέση αυτή το 2015, αφού είχε βραβευτεί ως ρεπόρτερ κοινωνικού ρεπορτάζ.
Ο δημοσιογράφος “κλειδί”
«Ο Λυκ είναι άριστος αρχισυντάκτης. Έχει ιδέες, έχει δημοσιογραφικό αισθητήριο, ξέρει πώς να θέτει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης σημαντικά κι ενδιαφέροντα θέματα. Είναι άνθρωπος με ανανεωτικό πνεύμα, δεν φοβάται τις νέες τεχνολογίες, ξέρει πώς να τις χειρίζεται και ποια τα όρια τους. Απετέλεσε καθοριστικής σημασίας παράγοντα για την επιτυχία και το κύρος της εφημερίδας μας στα τελευταία χρόνια», είχε σχολιάσει ο Φενολιό στην ιταλική εφημερίδα.
Το δόγμα Μπρονέ ήταν η Le Monde να αρχίσει σταδιακά να πριμοδοτεί την ποιότητα και όχι την ποσότητα της πληροφόρησης που προσέφερε στους αναγνώστες της. Στα τελευταία δύο χρόνια τα άρθρα μειώθηκαν κατά 25%, παράλληλα όμως αυξήθηκε ο αριθμός των δημοσιογράφων, που σήμερα είναι περίπου πεντακόσιοι. Μια στρατιά από ρεπόρτερ έτοιμους να επενδύσουν το χρόνο και την περιέργεια τους σε εκτενή ρεπορτάζ και μεγάλες δημοσιογραφικές έρευνες.
Μια εφημερίδα που μάλλον αδιαφορεί για την ανακοίνωση του υπουργείου, την οποία επαναλαμβάνει συνεχώς η TV και δημοσιεύουν εξ ολοκλήρου οι ιστοσελίδες. Ο δημοσιογράφος της Le Monde θα ασχοληθεί, αν κρίνει πως είναι είδηση, με το γιατί, το πώς και το τι σημαίνει. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Φενολιό «γράφουμε και δημοσιεύουμε άρθρα που κάνουν τη διαφορά». Με δυο λόγια: δημοσιογραφία της ποιότητας και όχι της ποσότητας.
Πρόσφατα, ο αρχισυντάκτης θυμήθηκε πως είναι και παραμένει ρεπόρτερ, και ο Μπρονέ ζήτησε να επιστρέψει στο κοινωνικό ρεπορτάζ που τον ανέδειξε. Από την πρώτη Ιανουαρίου 2021 την θέση του ανέλαβε η πρώην στενή συνεργάτης του, η Καρολίν Μονό, ιστορικό στέλεχος της Le Monde, πολιτική συντάκτης, με ιδιαίτερη προτίμηση την έρευνα σε ότι αφορά την ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Σύμφωνα με τον Φενολιό, η Μονό θα συνεχίσει ακλόνητα το δρόμο του προκατόχου της, ετοιμάζοντας την εφημερίδα για «ένα από τα πιο σημαντικά ραντεβού μας στα προσεχή χρόνια, τις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2022».
Τα διδάγματα
Στις γαλλικές προεδρικές η Μονό, που άρχισε να δουλεύει στην Le Monde το μακρινό 1989, θα έχει την ευκαιρία να ασχοληθεί με το αγαπημένο της θέμα: τη γαλλική ακροδεξία και πιο συγκεκριμένα το Rassemblement national (πρώην Front national) της Μαρίν Λεπέν, την πολιτικό που η Μονό έχει επανειλημμένως πλήξει με σοβαρές αποκαλύψεις. Πίσω από αυτή την πετυχημένη συνταγή της Le Monde κρύβονται και οι δύο μεγαλομέτοχοι της εκδοτικής εταιρείας, ο Ξαβιέ Νιέλ και ο Ματιέ Πιγκάς, που δεν κρύβουν την ικανοποίηση τους για τους υψηλούς αριθμούς στις πωλήσεις.
Γνωρίζοντας καλά πως ακόμη και η παραμικρή υποψία πως επεμβαίνουν στο ρεπορτάζ που αφορά τις χρηματιστηριακές τους συναλλαγές θα είχε αποτέλεσμα να εκμηδενίσει την όλη προσπάθεια. Ποια είναι τα διδάγματα της Le Monde; Πώς οι πολίτες είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τα εντελώς αναξιόπιστα δελτία ειδήσεων των καναλιών και κάποιες ιστοσελίδες δήθεν ενημερωτικές με τις αναρτήσεις του κάθε ψεκασμένου.
Οι πολίτες είναι έτοιμοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να ξοδέψουν ένα ευρώ ή και παραπάνω κάθε μέρα για να αγοράσουν εφημερίδα. Η μόνη προϋπόθεση είναι να αξίζει τον κόπο και η εφημερίδα να κρατά την υπόσχεση της και να κάνει την δουλειά της: να προσφέρει ρεπορτάζ, έρευνες και ειδήσεις βάσιμες και τεκμηριωμένες, όχι ότι βολεύει τον εκδότη και τους πολιτικούς του φίλους. Ο οποίος εκδότης θα εξασφαλίζει το κέρδος του χάρη στην υψηλή ποιότητα του προϊόντος που βγάζει στην αγορά και όχι κάνοντας υπόγειες συναλλαγές με την εκάστοτε κυβέρνηση. Είναι άραγε έτοιμη η Ελλάδα για ένα τέτοιο πείραμα;