Πόσο αξίζει σήμερα να διαδηλώνεις

Πόσο αξίζει σήμερα να διαδηλώνεις, Φώτης Γιοβανόπουλος

Βλέπουμε συχνά πυκνά τα τελευταία χρόνια να γίνονται προσπάθειες από ομάδες πολιτών για την συγκρότηση μετώπου προβολής και υπεράσπισης κυρίως κάποιων εθνικών θεμάτων, όπως είναι η Μακεδονία, ο εποικισμός, το Αιγαίο κ.α. Οι προσπάθειες επικεντρώνονται στις γνωστές μεθόδους της διαδήλωσης και της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας, χωρίς τις περισσότερες φορές να έχουν το ποθούμενο αποτέλεσμα. Συνήθως είναι μικρές και υποτονικές και δεν καταφέρνουν να μαζέψουν περισσότερους από 500-1.000 συμμετέχοντες με κατάληξη να μέμφονται ως ανούσιες και αναποτελεσματικές.

Είναι πράγματι έτσι; Και γιατί κάποιοι επιμένουν να συνεχίζουν αυτήν την “αποτυχημένη” τακτική; Και τι ακριβώς λένε οι επικριτές των, και τι προτείνουν αντ’ αυτής; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε κάνοντας μια αντιπαραβολή του παρόντος με το παρελθόν. Βάζοντας δηλαδή κάποια γεγονότα αντικριστά για να μπορέσουμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα ως εξωτερικοί παρατηρητές.

Ας δούμε πρώτα το σήμερα. Όπως λένε και οι διοργανωτές, που κατά κανόνα είναι απλοί άνθρωποι που ανησυχούν για την πατρίδα μας, δεν βλέπουν κάποιον άλλο τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει διαφορετικές εξελίξεις. Μένουν λοιπόν στην τετριμμένη οδό της διαμαρτυρίας, ελπίζοντας πως θα ευαισθητοποιηθεί μεγάλο μέρος του κόσμου και δια του όγκου να επιτευχθεί πίεση στο πολιτικό σύστημα για να μεταβάλλει την ανθελληνική στάση του.

Μάλιστα χρησιμοποιούν και το επιχείρημα, ότι αφενός με τις κινητοποιήσεις γνωρίζεται καλύτερα και δένεται ο κόσμος, τουλάχιστον αυτοί που μετέχουν σε τακτική βάση και αφετέρου διατηρούν τη φλόγα της αντίδρασης δείχνοντας ότι υπάρχουν ακόμα εστίες, και το εν λόγω θέμα δεν έχει κλείσει. Αυτές οι εστίες μάλιστα μπορούν κάποια στιγμή να μετεξελιχθούν σε πυρκαγιά, αν λάβουμε υπόψη τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια για τη Μακεδονία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Βέβαια στον αντίποδα, οι διαφωνούντες και οι “ειδικοί” λένε πως άδικα χάνουν οι συμμετέχοντες το χρόνο τους, πως δεν έχουν νόημα πια τέτοιου είδους εκδηλώσεις, πως χρειάζεται μια καθολική αντίδραση με μαζική συμμετοχή για να υπάρξει κάτι ουσιαστικό, και προβαίνουν και σε άλλες “σημαντικές” δηλώσεις.

Συσχέτιση με την ιστορία

Είναι όμως έτσι; Ας δούμε τι μας μαθαίνουν στα σχολεία και πως βλέπουμε μέχρι τώρα κάποιες παρόμοιες περιπτώσεις. Στο βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού διαβάζουμε :
«Άλλοι ένοπλοι Έλληνες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν οι Κλέφτες. Οι κλέφτες ζούσαν στην ύπαιθρο και είχαν τα λημέρια τους σε δύσβατα μέρη. Ήταν οργανωμένοι σε μικρές ομάδες, η καθεμιά με τον καπετάνιο της και το δικό της μπαϊράκι. Βασικό χαρακτηριστικό των κλεφτών ήταν η εχθρότητα που ένιωθαν για τους Τούρκους και γενικά για την εξουσία, στοιχείο που τους έκανε αγαπητούς στο λαό. Έτσι, οι κλέφτες έγιναν σύμβολο της αντίστασης των υπόδουλων Ελλήνων ενάντια στους κατακτητές».

Ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του γράφει: «Το “κλέφτης” ήτον καύχημα. Έλεγε “είμαι κλέφτης” και η ευχή των πατέρων ενός παιδιού ήτον να γίνη κλέφτης. Το “κλέφτης” εβγήκε από την εξουσία. Εις του πατρός μου τον καιρό, ήτον ιερό πράγμα να πειράξουν Έλληνα. Και όταν οι κλέπται ήρχοντο εις συμπλοκή με τους Τούρκους, όλοι οι γεωργοί άφηναν το ζευγάρι, και επάγαιναν να βοηθήσουν τους κλέπτας»

Άλλοι ιστορικοί αναφέρουν: «Αρκετοί από αυτούς συνέγραψαν απομνημονεύματα στα οποία, επιδιώκοντας την ενίσχυση του κοινωνικού κύρους τους, υπερτόνιζαν και εξωράιζαν ως πατριωτική την προεπαναστατική δράση των κλεφτών και αρματολών. Το εγχείρημα αυτό συνέπιπτε άλλωστε με τις ανάγκες τής υπό συγκρότηση εθνικής ιδεολογίας και ιστοριογραφίας: χρειάζονταν απτά δείγματα ένοπλης αντιστασιακής δράσης ώστε να στοιχειοθετηθεί ο πόθος για ελευθερία, η ανυποταξία και, συνεπώς, η ενεργός ύπαρξη του ελληνικού έθνους κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Έτσι στηριζόταν η συνέχεια του έθνους από την αρχαιότητα ως το 1821».

Αλλά και όχι τόσο παλιά, κατά την Εθνική Αντίσταση διαβάζουμε στη σελίδα του Δήμου Καισαριανής: «Στην Καισαριανή την πρώτη μέρα της εισβολής του κατακτητή εκδηλώνεται αντίσταση κατά του κατακτητή. Από τη δασκάλα Φωτεινή Τσαμπάζη και τον Στέλιο Φράγκο γράφεται το πρώτο αντιστασιακό σύνθημα στον τοίχο της Νήαρ Ηστ: “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ‘Η ΘΑΝΑΤΟΣ”».

Τέλος, στο Αρχείο της ΕΡΤ για την Εθνική Αντίσταση διαβάζουμε : «Σαράντα χρόνια μετά το πέρας αυτής τής εποχής (οί συνεντεύξεις δόθηκαν το 1984-1985), πρωταγωνιστές άλλα καί ανώνυμοι άνθρωποι μιλούν για το πώς έζησαν αυτήν την περιπέτεια. ‘Ανασύρουν από τη μνήμη τους την εικόνα της Κατοχής ο καθένας στον τόπο του, την ίδρυση των πρώτων αντιστασιακών οργανώσεων, τις μάχες, όσοι συμμετείχαν σε ανταρτικά σώματα. ‘Αφηγείται την προσωπική του ιστορία ο καθένας: πώς συνδέθηκε με κάποια οργάνωση, τι δράση είχε σ αυτήν, μικρά περιστατικά τής καθημερινότητας, είτε τής παρανομίας στην πόλη, είτε τής ζωής στις ελεύθερες περιοχές».

Το τότε και το τώρα

Δηλαδή, οι μικρές ομάδες αποτελούσαν σημεία αντίστασης στον κατακτητή, ο κάθε πολίτης που ήθελε να αντιδράσει συνδεόταν με μια τέτοια ομάδα, ήταν τιμή να είσαι μέλος της αντίστασης ή κλέφτης και ακόμα και η αναγραφή κάποιου συνθήματος στον τοίχο θεωρούταν πράξη αντιστασιακή. Ιδιαίτερα, αυτές οι μικρές δράσεις στοιχειοθετούσαν τον πόθο για ελευθερία, ανυποταξία και ενεργό ύπαρξη του ελληνικού έθνους.

Πως σχολιάζουν την ιστορία όλοι αυτοί που περιφρονούν και αποδοκιμάζουν αυτού του είδους τις πρωτοβουλίες πολιτών; Τι έχουν να πουν σχετικά με τα ιστορικά γεγονότα και την παρουσίασή τους; Ήταν όλοι αυτοί “Ελληναράδες” που κακώς έτρεχαν στα βουνά (και κατά την Τουρκοκρατία και κατά την Γερμανική κατοχή) και ήταν μικρές ομάδες, ενώ κατά τη γνώμη τους έπρεπε να μείνουν άπραγοι μέχρι να οργανωθεί ένα ενιαίο και πολυπληθές μέτωπο;

Τι σόι αντίσταση ήταν κατά τη γνώμη τους ένα σύνθημα στον τοίχο; Γιατί τους υμνούμε και τους αναφέρουμε ως σημαντικούς στην ιστορία αντί να τους απαξιώσουμε; Και τι έχουν να επιδείξουν οι μεγάλοι αυτοί “διανοητές” ως έργο με “αντίκτυπο»”; Επέτυχαν κάτι καλύτερο, κάτι ουσιαστικότερο ή είναι μόνο λόγια και «αναλύσεις»; Διότι και πάλι η ιστορία θα μας δώσει τη γνώση της μέσα από τις ρήσεις της λαϊκής σοφίας «Ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγεια και κατώγεια» και «Το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη». Έχουν να δείξουν “ανώγεια” και “κατώγεια”; Χωρίς αγώγι, πως θα ξυπνήσει ο αγωγιάτης; Τα συμπεράσματα δικά σας.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι