Πόσοι εμβολιασμένοι χάνουν τη μάχη από την Δέλτα
11/08/2021Oι Αμερικανοί και οι Βρετανοί μέτρησαν κάτι που ενδιαφέρει όλο τον κόσμο, δηλαδή ποιο ποσοστό των ασθενούντων από κορονοϊό είχε εμβολιασθεί πλήρως και πόσοι από αυτούς τους πλήρως εμβολιασθέντες πεθαίνουν. Οι Βρετανοί εστίασαν και στα θύματα της μετάλλαξης Δέλτα ειδικότερα. Όπως φαίνεται, το εμβόλιο προστατεύει σημαντικά από την σοβαρή νόσο. Οι πλήρως εμβολιασμένοι είναι δηλαδή κατά κύριο λόγο καλυμμένοι, αλλά όχι απόλυτα οι ευπαθείς, και ειδικά οι άνω των 50 ετών.
Όπως γράφουν οι Times τα βαριά περιστατικά στους εμβολιασμένους είναι σχετικά σπάνια. Συνέκριναν επί τούτου δεδομένα από 40 Πολιτείες. Σύμφωνα με αυτά οι εμβολιασμένοι συνιστούν το 0,1% έως το πολύ το 5% των ασθενών που χρειάζεται να εισαχθούν για νοσηλεία. Όσον αφορά στους θανάτους, από όσους πεθαίνουν στις αμερικανικές ΜΕΘ από κορονοϊό, οι εμβολιασμένοι αποτελούν το 0,2% έως 6%.
Οι διακυμάνσεις προκύπτουν από τις διαφορές ανά Πολιτεία και ανά νοσοκομείο, κυρίως όμως από την περιοχή, καθώς περισσότεροι θάνατοι σημειώνονται στις πόλεις με πολλά κρούσματα. Παρόμοια έρευνα έγινε και στη Βρετανία από το υπουργείο Υγείας που αναλύει πόσοι προσβεβλημένοι από την Δέλτα νόσησαν και πέθαναν και πόσοι από αυτούς είχαν εμβολιασθεί πλήρως πριν απ’ αυτό.
Τί έδειξαν οι έρευνες
Αυτή δείχνει δυστυχώς ότι μετά την ηλικία των 50 ετών, είτε λόγω υποκείμενων νοσημάτων, είτε επειδή ο οργανισμός αρχίζει πλέον να παράγει περιορισμένα αντισώματα, η κατάσταση είναι αρκετά επικίνδυνη ακόμα και για τους πλήρως εμβολιασθέντες. Η αξιοσημείωτη πτώση στα αντισώματα παρατηρείται μετά τα 65-70 και κυρίως μετά τα 75, αλλά αφού οι Βρετανοί επιστήμονες αποφάσισαν στη μελέτη τους να ορίσουν μόνον δύο κατηγορίες και να θέσουν στην ίδια κατηγορία μεσήλικες και τρίτη ηλικία, μεταφέρουμε τα συμπεράσματα της έρευνας ως έχουν.
Πάντως και από αυτή την έρευνα προκύπτει ότι το εμβόλιο προστατεύει σημαντικά και τους άνω των 50. Συγκεκριμένα, από τους 2.337 ανεμβολίαστους άνω των 50 ετών που χρειάσθηκαν νοσηλεία, κατέληξαν οι 130 (ποσοστό 5,56%) ενώ το ίδιο διάστημα από τους 13.247 άνω των 50 πλήρως εμβολιασμένους που προσβλήθηκαν από την Δέλτα, κατέληξαν οι 220 (ποσοστό 1,6%).
Στη Βρετανία, υπενθυμίζεται ότι οι περισσότεροι έχουν κάνει το βρετανοσουηδικό AstraZeneca, χωρίς όμως να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα της παρασκευάστριας εταιρείας, καθώς εφαρμόσθηκε η πολιτική “μια δόση για όλους και ας αργήσει να έρθει η δεύτερη”. Η διαφορά στους προσβεβλημένους είναι ερμηνεύσιμη: από την Δέλτα στη Βρετανία προσβλήθηκαν στο διερευνούμενο χρονικό διάστημα 119.000 ανεμβολίαστοι, 48.700 που είχαν κάνει την πρώτη δόση και μόνον 15.000 πλήρως εμβολιασμένοι.
Όμως από αυτούς τους 119.000 ανεμβολίαστους, μόνον το 2% ήταν άνω των 50 ετών, ενώ αντιθέτως στους 15.000 εμβολιασμένους που προσβλήθηκαν, το 87% ήταν άνω των 50. Ο λόγος πιθανόν να είναι ψυχοκοινωνικός, ότι δηλαδή ο εμβολιασμένος αισθάνεται πιο ασφαλής και ρισκάρει περισσότερο παρότι ανήκει σε πιο ευάλωτη ηλικιακή ομάδα.
Τα κόλπα της στατιστικής
«Όσο αυξάνονται πάντως τα κρούσματα λόγω της πολύ μεταδοτικής Δέλτα, τόσο αυξάνεται και ο αριθμός των πλήρως εμβολιασμένων που χρήζουν νοσηλείας», αναφέρουν οι Times που ερεύνησαν τα δεδομένα από τον Ιανουάριο μέχρι και τις αρχές Ιουλίου. Ανάλογη έρευνα έχουν κάνει και τα Κέντρα Πρόληψης CDCP (Centers for Disease Control and Prevention), που ανέφεραν ότι ότι οι εμβολιασμένοι συνιστούν το 3% των ασθενών που νοσηλεύονται και το 1% των ατόμων που τελικά πεθαίνουν από κορονοϊό.
«Όσο περισσότεροι άνθρωποι εμβολιάζονται, το ποσοστό των θανάτων ή των νοσηλειών αναμένεται να αυξάνεται σε εμβολιασμένους. Αυτό μοιάζει παράλογο σε μια πρώτη ανάγνωση, αλλά όταν σε μια περιοχή αυξάνεται ο εμβολιαστικός ρυθμός, οι εμβολιασμένοι συνιστούν πλέον και μεγαλύτερο ποσοστό του γενικού πληθυσμού και άρα εμφανίζουν και περισσότερα κρούσματα καθώς συνιστούν την πλειοψηφία» γράφουν οι New York Times.
Eπίσης όταν είναι πολλοί οι εμβολιασμένοι και λίγα τα κρούσματα, δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις. Αν για παράδειγμα σε ένα νομό με υψηλό ποσοστό εμβολιασμού εισάγονται μόλις δύο άτομα για νοσηλεία και είναι και τα δύο εμβολιασμένα, δημιουργείται η πλασματική εντύπωση ότι οι εμβολιασμένοι συνιστούν το 100% των νοσηλευόμενων. Όμως το ποσοστό είναι απλά τυχαίο. Για να εξαχθούν συμπεράσματα χρειάζεται μεγαλύτερο δείγμα, δηλαδή μεγάλος αριθμός ασθενών.
Επίσης, μια άλλη αιτία είναι ότι οι εμβολιασμένοι παύουν να προσέχουν όσο παλιά και δέχονται συχνά μεγάλο ιικό φορτίο, κάτι που καθιστά και πιο επιθετική την εξέλιξη της νόσου. Όπως δείχνει η αμερικανική έρευνα οι ανεμβολίαστοι έχουν πενταπλάσιες πιθανότητες να χρειασθούν νοσοκομείο και οκταπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν. Οι επιδημιολόγοι ξέρουν ότι για ακριβέστερο υπολογισμό του κινδύνου θα έπρεπε να ξέρουν πόσοι από τους εμβολιασμένους κόλλησαν, αλλά αυτό είναι πρακτικά αδύνατο να υπολογισθεί, γιατί οι περισσότεροι είναι ασυμπτωματικοί και δεν καταγράφονται.
Η πραγματική μάχη
Οι περισσότεροι επιδημιολόγοι καταλήγουν στο λογικό συμπέρασμα ότι όσο περισσότεροι είναι οι φορείς στις εξάρσεις, τόσο περισσότεροι θα είναι κατ’ αναλογία και οι εμβολιασμένοι που θα νοσήσουν. «Πρέπει και οι εμβολιασμένοι να καταλάβουν ότι είναι προς το συμφέρον όλων να μένουν σε χαμηλό επίπεδο τα κρούσματα», είπε στους New York Times ο πρύτανης της σχολής Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Λούισβιλ, Paul McKinney. Νεότερες έρευνες εξάλλου δείχνουν ότι οι εμβολιασμένοι, άπαξ και κολλήσουν, καθίστανται και φορείς υψηλού ιικού φορτίου, παρά την παλαιότερη άποψη ότι αυτοί δεν μεταδίδουν τον ιό.
Στον Μισισιπή όπου έχει εμβολιασθεί μόνον το 35% και η έξαρση είναι μεγάλη, έχουν αρχίσει να πλήττονται σε μεγαλύτερο ποσοστό οι εμβολιασμένοι ηλικιωμένοι. Ο λόγος είναι ο υψηλός αριθμός κρουσμάτων και το τοπικό υπουργείο Υγείας τονίζει ότι η κατάσταση θα ήταν δραματική αν αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν εμβολιασθεί. Το υψηλό ποσοστό νοσούντων εμβολιασμένων δεν δείχνει αδυναμία του εμβολίου, αλλά μεγάλη δύναμη του ιικού φορτίου στο περιβάλλον λόγω των ανεμβολίαστων.
Το γεγονός ότι δεν καταγράφονται οι λοιμώξεις στους ασυμπτωματικούς εμβολιασμένους προκαλεί επίσης ψευδή διόγκωση των σοβαρών περιστατικών αριθμητικά, γιατί καθώς τα ήπια δεν καταγράφονται, απομένουν για καταγραφή μόνον τα βαριά. Μία άλλη σημαντική παράμετρος είναι το πότε είχαν εμβολιασθεί αυτοί που νόσησαν.
Αν για παράδειγμα νόσησαν έξι ή έννεα μήνες μετά τον εμβολιασμό, αυτό υποδηλώνει ίσως εξασθένιση των επίκτητων αντισωμάτων. Η επιδημιολόγος του υπουργείου Υγείας του Μίσιγκαν Debra Furr-Holden πάντως τονίζει κάτι σημαντικό: «Δεν πρέπει να τρέφουμε την αυταπάτη ότι αγωνιζόμαστε να εξαλείψουμε τον κορονοϊό. Αγωνιζόμαστε να μειώσουμε τον αντίκτυπό του».