Πότε η πολιτεία θα αντιληφθεί την σημασία ενίσχυσης του ΕΣΥ, αν όχι τώρα;
18/02/2022Η βασική πρόκληση που τίθεται διαχρονικά στις πολιτικές υγείας της Ελλάδας είναι η μεταρρύθμιση της δομής λειτουργίας του ΕΣΥ, ώστε να ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες των χρηστών του και ταυτόχρονα να μειώσει τις ανισότητες και τα προβλήματα προσβασιμότητας. Αυτό που κατέστη αδιαμφισβήτητο είναι ότι η πανδημία της Covid-19 ανέδειξε τη σημασία της ενίσχυσης του ΕΣΥ.
Για να μπορέσει όμως να είναι αποτελεσματικό και αποδοτικό, τίθεται μετ’ επιτάσεως η αναγκαιότητα μεταρρύθμισης, καθώς, την δεδομένη χρονική στιγμή, το ΕΣΥ δεν συνδυάζει τα αποτελέσματα με τους στόχους της καθολικότητας της πρόσβασης, της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας και της ποιότητας. Είναι ένα σύστημα απαρχαιωμένο και συγκεντρωτικό που καλύπτει άνισα το σύνολο του πληθυσμού της χώρας και δεν μπορεί να εξυπηρετήσει το αναφαίρετο δικαίωμα προστασίας της ζωής για όλους.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να εμπεδωθεί το γεγονός ότι οι πολιτικές υγείας δεν περιλαμβάνουν μόνο την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας, όταν αυτά συμβαίνουν, αλλά πρέπει να λαμβάνουν μια ολιστική διάσταση που ξεκινάει από την πρόληψη και την προαγωγή της υγείας, την αντιμετώπιση των προβλημάτων όταν συμβαίνουν και εντέλει την αποκατάσταση και την παρακολούθηση της πορείας της.
Τα βήματα για την επίτευξη των στόχων αυτών περιλαμβάνουν την ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, μέσω της υιοθέτησης ενός ολοκληρωμένου προγράμματος του θεσμού του οικογενειακού γιατρού, ο οποίος θα είναι συνδεδεμένος με τον ηλεκτρονικό φάκελο ασθενούς και θα κατηγοριοποιείται γεωγραφικά και ταυτόχρονα θα βασίζεται σε συγκεκριμένα κίνητρα αποτελεσματικότητας.
Σημασία ενίσχυσης του ΕΣΥ
Επιπλέον, η έμφαση στην εκπαίδευση και πρόσληψη γενικών ιατρών θα συνεισφέρει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας. Μια οργανωμένη Πρωτοβάθμια Φροντίδα αντιμετωπίζει πληρέστερα και πιο άμεσα τα προβλήματα υγείας, φέρνει κοντά τον πολίτη με τον επαγγελματία υγείας, τον ενημερώνει κατάλληλα και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για επιτυχημένες δράσεις.
Έτσι, η ενημέρωση των πολιτών θα καταστεί πιο εύκολη με αποτέλεσμα ζητήματα όπως ο εμβολιασμός, ο οποίος αναδείχθηκε σε μείζονα πρόκληση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, να προωθούνται με τέτοιο τρόπο που θα συνεισφέρουν στην πρόληψη και στην προαγωγή της υγείας προς όφελος του κάθε πολίτη. Και βέβαια μακριά από συνωμοσιολογικούς παροξυσμούς που μεταστοιχειώνουν την ιατρική, όπως είδαμε, σε εργαλείο κυριαρχίας τον οπαδών του εωσφόρου. Ταυτόχρονα, μια ολοκληρωμένη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας θα φέρει τον ασθενή πιο κοντά στο σύστημα, βελτιώνοντας την προσβασιμότητα σε αυτό.
Η αύξηση κλινών ΜΕΘ και σχετικού προσωπικού, ζήτημα το οποίο συζητείται από το ξεκίνημα της πανδημίας, πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα, αλλά θα πρέπει να βασίζεται σε διάγνωση αναγκών ανά περιφέρεια. Οι ΜΕΘ μπορεί να διπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όμως αυτό δεν είναι ακόμα αρκετό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι στις τελευταίες θέσεις ως προς το σύνολο του προσωπικού στον τομέα της υγείας και της φροντίδας (10,1 M.O. ΟΟΣΑ και 5,4 Ελλάδα) και ως προς τον αριθμό του νοσηλευτικού προσωπικού ανά κάτοικο (8,8 Μ.Ο. ΟΟΣΑ και 3,3 Ελλάδα). Συνεπώς, είναι ξεκάθαρη η αναγκαιότητα αύξησης νοσηλευτικού προσωπικού, μια αναγκαιότητα διαχρονικά υφιστάμενη αλλά μη αντιμετωπίσιμη ορθολογικά από όλες τις κυβερνήσεις μέχρι σήμερα.
Ένα επιπλέον ζήτημα που αναδεικνύει η πανδημία της Covid-19 είναι η αναγκαιότητα αποκατάστασης (το σύνδρομο long Covid θέτει νέες αναγκαιότητες ως προς αυτή). Η Ελλάδα υστερεί σε κέντρα αποκατάστασης και μακροχρόνιας φροντίδας (τελευταία ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, δηλαδή 47,2 M.O. OOΣΑ και 4,5 Ελλάδα σε κρεβάτια μακροχρόνιας φροντίδας και αποκατάστασης) και προσωπικό στη μακροχρόνια φροντίδα, με το βάρος να πέφτει κυρίως στους άτυπους φροντιστές και στις ιδιωτικές-ατομικές δαπάνες, γεγονός που αναδεικνύει τα προβλήματα αδυναμίας αντιμετώπισης των αναγκών αποκατάστασης, επέκτασης της ανισότητας και μη αποεμπορευματοποίησης του αγαθού της υγείας.
Όχι στη μείωση δαπανών
Όλα τα παραπάνω δεν θα επιτευχθούν μέσω της μείωσης της δημόσιας χρηματοδότησης για την υγεία. Η Ελλάδα ήδη εμφανίζει υψηλό ποσοστό ιδιωτικής-ατομικής χρηματοδότησης λόγω της αδυναμίας αποεμπορευματοποίησης των αγαθών και υπηρεσιών υγείας από το κράτος. Να σημειώσουμε ότι: μετά τις δραματικές μειώσεις λόγω της οικονομικής κρίσης τα προηγούμενα χρόνια, που ήταν οι μεγαλύτερες ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ-από το 2008 έως το 2018- υπήρξε μείωση 9,2% της κατά κεφαλήν χρηματοδότησης, που προϋπολογίστηκε για το επόμενο έτος (-16% στον προϋπολογισμό για τις δαπάνες σε νοσοκομεία-ΥΠΕ-ΠΕΔΥ)
Συνεπώς, η περαιτέρω μείωση των δημόσιων δαπανών για την υγεία, θα αυξήσει τις ανισότητες πρόσβασης και θα μειώσει την ικανότητα αντιμετώπισης των αναγκών υγείας, παρά το γεγονός ότι προβλέφθηκε έκτακτο κονδύλι για πιθανές ανάγκες για την COVID-19, ύψους 600 εκατομμυρίων. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πέραν της COVID-19 υπάρχουν και άλλα προβλήματα υγείας και μια μείωση της κάλυψής τους συνιστά παράπλευρη επίπτωση της πανδημίας που δυσχεραίνει την αντιμετώπιση των έτερων προβλημάτων υγείας και αυξάνει τις ανισότητες.
Το ζήτημα όμως της ενίσχυσης του ΕΣΥ απαιτεί πολιτική συναίνεση, καθώς δεν δύναται να καταστεί αποτελεσματικό και να επιτύχει τους θεμελιώδεις στόχους του, που θεσπίστηκαν ξεκάθαρα το 1983, αν δεν διασφαλιστεί η σταθερότητα και η αποδοχή της αναγκαιότητάς του. Ένας μοντέρνος δημόσιος θεσμός, για να λειτουργεί σύμφωνα με τους στόχους ίδρυσής του, θα πρέπει να διακρίνεται από μια λειτουργία που θα έχει σταθερό βασικό χαρακτήρα και οι όποιες αλλαγές θα πρέπει να τεκμηριώνονται μέσω μιας εμπειρικής θεμελίωσης της αναγκαιότητάς τους. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να έχει συμβεί μέχρι σήμερα, όμως η πανδημία της COVID-19 ανέδειξε ότι αν δεν ενισχυθούν αυτοί οι δημόσιοι θεσμοί τότε ένα μεγάλο μέρος των πολιτών θα μένει απροστάτευτο από τους νέους πολυδιάστατους κινδύνους που συνεχώς εμφανίζονται ή αναπροσαρμόζονται.
Το δικαίωμα της υγείας
Αυτό σημαίνει ότι η προστασία του δικαιώματος της υγείας δεν είναι ζήτημα πολιτικής ιδεολογίας για την οικονομικότερη λειτουργία του ΕΣΥ, αλλά θεμελιώδη γενική εφαρμογή των ανθρωπιστικών αρχών της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο εκσυγχρονισμός της οικονομικής του λειτουργίας δεν συνεπάγεται και ακύρωση της δημόσιας διάστασής του. Το κράτος και όχι το άτομο πρέπει να αναλάβει το κύριο βάρος των δαπανών της υγείας για λόγους μείωσης των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και εγγύησης του δικαιώματος της ζωής.
Η επένδυση ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους στην βελτίωση της υγείας του λαού αποτελεί την προϋπόθεση για την οικονομική του ανάπτυξη. Η ιδιωτική επένδυση λειτουργεί προς ίδιον όφελος και αντιμετωπίζει άνισα και επιλεκτικά το καθολικό δικαίωμα στην υγεία. Η Ελλάδα των πολλαπλών δημογραφικών και οικονομικών προβλημάτων δεν αντέχει την αμφισβήτηση του δημόσιου καθολικού χαρακτήρα της υγείας του λαού.
Μια ιδιωτικοποίηση της υγείας αμερικάνικης προοπτικής δηλώνει διαιώνιση της κοινωνικής ανισότητας ακόμα και μπροστά στο θάνατο. Όλοι μας θα πεθάνουμε. Εντούτοις, έρευνες στις ΗΠΑ απέδειξαν ότι εκείνοι που μπορούν να απολαύσουν τα αγαθά της ιδιωτικής υγείας χαίρουν μακροχρονίως μια ποιοτική ζωή, ενώ οι μη έχοντες πρόσβαση ζουν ως πολίτες δεύτερης διαλογής και με αυξημένη θνησιμότητα.