Προς διωκτικές αρχές: Ακολουθείστε τα ίχνη του χρήματος…
29/03/2024Βασική αρχή για την εξιχνίαση κάθε εγκλήματος είναι το κίνητρο του δράστη. Ειδικά για τα εγκλήματα που αφορούν δραστηριότητες του υποκόσμου, στις οποίες σχεδόν ποτέ δεν υπάρχει αυτόφωρη σύλληψη ούτε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Τα δε στόματα των μαρτύρων παραμένουν κλειστά λόγω φόβου ή λόγω ομερτά.
Βασικό κίνητρο για όλα αυτά τα εγκλήματα είναι το παράνομο χρήμα. Ακολουθώντας τα ίχνη του χρήματος, μπορείς όχι μόνο φθάσεις στον δράστη ή στον έμμεσο ή ηθικό αυτουργό του εγκλήματος, σύμφωνα με τον γνωστό διεθνή όρο “Follow the money”, αλλά και να διακριβώσεις τα κίνητρα αυτού που έδωσε την εντολή δολοφονίας. Κατά κανόνα αυτές οι εντολές δίνονται όταν πλήττονται τα οικονομικά συμφέροντα του εντολέα είτε για κυριαρχία στον υπόκοσμο είτε για να κλείσουν στόματα αυτών που γνωρίζουν πολλά, με κίνδυνο να τεκμηριωθεί η ενοχή του.
Αμφιβάλλω όμως αν η Αστυνομία μας ακολουθεί αυτή την αποτελεσματική μέθοδο για την αποκάλυψη όσων συμμετέχουν σε εγκληματικές πράξεις. Κατά κανόνα, εστιάζει τη δράση της στον εντοπισμό του εκτελεστή, που συνήθως είναι εισαγόμενος και δεν έχει καμιά σχέση με τη οργάνωση του εγχώριου υπόκοσμου. Με αυτή την τακτική σχεδόν ποτέ δεν φτάνει στον εντολέα της δολοφονίας και καταλήγει στην εύκολη λύση να αποδίδει την ευθύνη στη ρωσική, αλβανική, γεωργιανή μαφία. Η δράση τέτοιων συμμοριών είναι υπαρκτή, ωστόσο, ο ρόλος τους είναι κατά κανόνα εκτελεστικός, με αποτέλεσμα τα πρόσωπα που κρύβονται από πίσω ή συνεργάζονται με αυτές να μένουν στο απυρόβλητο.
Συνήθως η εντολή δολοφονίας δίνεται δια μέσου τρίτης διεθνούς μυστικής οργάνωσης και η πληρωμή γίνεται σε τράπεζα του εξωτερικού σε λογαριασμό, που αμέσως σβήνονται τα ίχνη του, ώστε και αν ακόμα συλληφθεί ο δράστης να μην είναι δυνατόν να εντοπισθεί ποιος στην πραγματικότητα έδωσε την εντολή, επειδή πιθανότατα ούτε ο δράστης τον γνωρίζει. Αλλά και αν ακόμη ο δράστης τον κατονομάσει, οι δικηγόροι θα αμφισβητήσουν τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστου.
Κατά τη γνώμη μου όμως, αυτός που έδωσε εντολή για δολοφονία σε δράστη μέσω τρίτου, χωρίς να έχει άμεση επαφή μαζί του, δεν είναι ηθικός αυτουργός στη δολοφονία, όπως τον χαρακτηρίζουν τα ΜΜΕ, αλλά έμμεσος αυτουργός. Κι αυτό, επειδή ο εκτελεστής ήταν απλά το όργανο του εγκλήματος και έτσι μπορεί να του απαγγελθεί κατηγορία του αυτουργού του εγκλήματος, χωρίς να είναι γνωστό ποιος ήταν ο εκτελεστής αρκεί να υπάρχει πλήρης απόδειξη για αυτό.
Τα ίχνη του χρήματος
Τα τελευταία χρόνια γίναμε μάρτυρες σειράς δολοφονιών στη χώρα μας, κυρίως ημεδαπών μελών του υπόκοσμου, πιθανότατα από εισαγόμενους εκτελεστές. Τις δολοφονίες αυτές η Αστυνομία τις αποδίδει στη ρωσική, αλβανική, γεωργιανή κ.λπ. μαφία, που είναι κρυφές εγκληματικές οργανώσεις με δομή και μέλη, αλλά τις καλύπτει ένα νόμιμο προσωπείο και συνεργάτες, που ξεπλένουν τα τεράστια κέρδη από εγκληματικές πράξεις, κυρίως από λαθρεμπόριο καυσίμων, τσιγάρων και εμπόριο ναρκωτικών.
Από όσο γνωρίζω, εναντίον των συνεργατών τους, που είναι διεθνώς γνωστοί ως “εγκληματίες του λευκού κολάρου”, δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη τουλάχιστον για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Υπολογίζεται ότι τα κέρδη από το διαχρονικό εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια λαθρεμπόριο και τη νοθεία καυσίμων στη χώρα μας ανέρχονται σε 1.000.000.000 ευρώ, των τσιγάρων σε 500.000.000 το χρόνο και δεν έχει πιαστεί μέχρι τώρα κανένα μεγάλο κεφάλι εκτός από κάποιους αναλώσιμους.
Τα μεγέθη, όμως, είναι πολύ μεγάλα για να μην έχουν υποπέσει στην αντίληψη των διωκτικών αρχών, επειδή για παράδειγμα 1.000.000.000 διαφυγόντες φόροι από το λαθρεμπόριο καυσίμων αντιστοιχούν στη διακίνηση τουλάχιστον 1.500.000 τόνων καυσίμων, που απαιτεί σειρά εργασιών, όπως μεταφορά, καθαρισμό, διοχέτευση και νομιμοποίηση των κερδών, αλλά και συνεργασία και συνενοχή κάποιων δημοσίων οργάνων, πιθανόν και επωνύμων.
Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η Πολιτεία αδυνατεί να ελέγξει το λαθρεμπόριο καυσίμων, ας μιμηθεί τις ΗΠΑ που καταδίκασαν τον Al Capone για φοροδιαφυγή και ας διώξει φορολογικά αυτούς που δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τα τεράστια εισοδήματά τους. Σε κάθε περίπτωση κυρίως ως προς την εισαγόμενη εγκληματικότητα “η βαλίτσα δεν πάει άλλο” και πρέπει η Πολιτεία με την ενεργοποίηση της Αστυνομίας, των φορολογικών αρχών και με τη βοήθεια της Δικαιοσύνης, να την περιστείλει.